Οι Γιαννιώτες μποσταντζήδες και η «μάχη» με τα πουλιά...

on .

Αναδρομές

 Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

•  Τα μποστάνια εκείνον τον καιρό στα Γιάννινα αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες στην καλλιέργεια των λαχανικών τους. Πρώτα ήταν οι καιρικές συνθήκες, οι οποίες ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα και ιδιαίτερα το χειμώνα και την άνοιξη, που οι βροχές, τα χιόνια, οι βοριάδες, οι αντάρες, οι πάχνες και οι παγωνιές ήταν περισσότερες και μεγαλύτερης διάρκειας. Επίσης, πολλές φορές ήταν οι αρρώστιες των λαχανικών, τα σκουλήκια, τα σαλιγκάρια, οι ακρίδες κ.λπ., που έτρωγαν αυτά και τέλος τα πουλιά, που έτρωγαν τους  σπόρους  ή  τα φύλλα  τους,  μόλις  έβγαιναν από το χώμα.
Η μεγαλύτερη χαλασιά γίνονταν στις αρχές της άνοιξης όταν άρχιζαν να φυτρώνουν στα μποστάνια τα κουκιά, τα μπιζέλια και ο αρακάς κυρίως από τις καρακάξες και τις κουρούνες, οι οποίες έπεφταν κοπάδια και έτρωγαν τα φύτρα τους.
Σ' αυτή την περίπτωση οι μποσταντζήδες τα ξανάσπερναν και προσπαθούσαν να τα προφυλάξουν από τα βλαβερά πτηνά με τρεξίματα, κατά χρονικά διαστήματα, στα μέρη που τα φύτευαν, ενώ συγχρόνως φώναζαν δυνατά κουνώντας τα χέρια. Γι' αυτό την περίοδο αυτή οι γκαβάρες (πάρα πολύ δυνατές φωνές) των μποσταντζήδων ακούγονταν στις γειτονιές των μποστανιών πολύ συχνά.
Για ν' αποφύγουν τα πολλά τρεξίματα και τις φωνές όλοι οι μποσταντζήδες αντιμετώπιζαν τότε τα πουλιά αυτά και με σκιάχτρα, ομοιώματα κυρίως ανθρώπων, τα οποία με τα ρούχα και με ανοιγμένα τα «χέρια» φόβιζαν τα παραπάνω πουλιά. Τα σκιάχτρα τα έκαναν με δυο γερά ξύλα, τα οποία τα κάρφωναν σε σχήμα περίπου σταυρού και το κάθετο το έμπηγαν στο έδαφος.
Στην κορυφή του κάθετου ξύλου πάνω από τη διασταύρωση των δύο ξύλων έδεναν ένα στρογγυλό άσπρο πανί γεμάτο με μαλλί ή βαμβάκι σε σχήμα κεφαλιού, όπου τοποθετούσαν μια παλιά σκιάδα (ψάθινο καπέλο), ενώ κάτω από τη διασταύρωση έδεναν ένα μικρό σακί με άχυρα και σχημάτιζαν το κυρίως σώμα, το οποίο έντυναν με σακάκι ή παλτό, του οποίου τα μανίκια τα πέρναγαν στις δυο άκρες του πλαϊνού ξύλου. Τέλος, στο κάτω μέρος του κάθετου ξύλου πέρναγαν ένα πανταλόνι, που στερέωναν στο σάκο με τα άχυρα, ενώ με καλάμια άνοιγαν τα ποδονάρια του.
Έτσι, το σκιάχτρο είχε τη μορφή άνδρα με τα χέρια ανοιχτά και τα πόδια σε διάσταση κι έδινε την αίσθηση ανθρώπου, που ήταν έτοιμος να τρέξει και να φωνάξει. Πολλά σκιάχτρα τα έκαναν και με γυναικεία ρούχα, τα οποία «φόραγαν» στο κυρίως σώμα τους με τα μανίκια περασμένα στο πλαϊνό ξύλο.
Συνήθως στα σκιάχτρα έβαζαν παλιά φανταχτερά ρούχα για να φοβίζουν περισσότερο τα βλαβερά πουλιά. Έτσι, την περίοδο αυτή έβλεπε κανείς στα μποστάνια των Ιωαννίνων διαφόρων ειδών σκιάχτρα, πολλά με μεράκι φτιαγμένα κι άλλα πρόχειρα.
Φαίνεται όμως ότι τα επιβλαβή αυτά πτηνά, μερικές φορές, καταλάβαιναν την ακινησία των «ανθρώπων» και κατέβαιναν από τα δέντρα των μποστανιών στα γρήγορα κι έκοβαν με το ράμφος τους κανένα φύτρο από τα πιο πάνω λαχανικά. Στην ενέργειά τους αυτή ίσως τα οδηγούσε και η μεγάλη τους πείνα όταν δεν έβρισκαν αλλού την τροφή τους.
Για ν' αντιμετωπίσουν κι αυτές τις περιπτώσεις «επιδρομής» των επιζήμιων πουλιών οι μποσταντζήδες σκεφτήκανε και τοποθετούσαν την περίοδο αυτή στα μέρη που φύτρωναν τα κουκιά κ.λπ. εκτός από τα σκιάχτρα και τις πολύχρωμες σερπαντίνες των Απόκρεω.
Τις περισσότερες φορές οι Αποκριές συνέπιπταν με την παραπάνω περίοδο κι έτσι οι μποσταντζήδες έβρισκαν άφθονες αυτές τις χάρτινες κορδελίτσες σε διάφορα χρώματα, τις οποίες έδεναν σε καλάμια ύψους ενός με ένα και μισό μέτρο.
Αυτά τα έμπηγαν στο χώμα σε όλο το κομμάτι του μποστανιού, που είχαν φυτέψει τα λαχανικά αυτά γύρω-γύρω και ενδιάμεσα κι έτσι οι σερπατίνες στο μέρος αυτό ήταν απλωμένες σε ευθείες και χιαστί γραμμές.
Οι πολύχρωμες αυτές γραμμές εμπόδιζαν τα βλαβερά πτηνά να κατέβουν στο έδαφος και ιδιαίτερα όταν φυσούσε αεράκι, οπότε αυτές κουνιόντουσαν κι η κίνησή τους αυτή τα φόβιζε, λες κι ο «άνθρωπος» - σκιάχτρο κουνούσε με τα χέρια του αυτό το ποικιλόχρωμο δίχτυ, που σχημάτιζαν οι χάρτινες κορδέλες. Η λύση αυτή πολλές φορές ήταν μικρής διάρκειας, γιατί αν έπιανε καμιά ανοιξιάτικη μπόρα οι χάρτινες ταινίες κόβονταν εύκολα και βρεγμένες κόλλαγαν στο χώμα.
Εκτός από τα σκιάχτρα και τις σερπαντίνες πολλοί μποσταντζήδες, εκείνο τον καιρό, αντιμετώπιζαν τα πιο πάνω πουλιά με μάτσο τενεκεδάκια από άδεια κουτιά γάλακτος, που κρεμούσαν στο μέσον σχεδόν του μέρους όπου ήταν φυτεμένα τα κουκιά και τα μπιζέλια.
Σχημάτιζαν μια δέσμη με οχτώ ή δέκα μικρούς τενεκέδες δεμένους με σύρματα, τα οποία έδεναν στην άκρη ενός χοντρότερου σύρματος και την κρέμαγαν σε κλωνάρι δέντρου ή σε διχάλα ξύλου, που έχωναν και στερέωναν στο χώμα, με τρόπο που να αιωρείται.
Το χοντρότερο σύρμα από κει και αφού το πέρναγαν πάνω από άλλα δέντρα ή ξύλα διχαλωτά κατέληγε στην αυλή της καλύβας ή του σπιτιού του μποστανιού απ' όπου τράβαγαν την άκρη του και δημιουργούσαν κίνηση στο σύρμα, η οποία κίνηση μεταδίδονταν στο μάτσο με τους τενεκέδες κι έτσι χτυπιόνταν μεταξύ τους κι έκαναν θόρυβο, που τρόμαζε τα πουλιά.
Θυμάμαι τέτοιους τενεκέδες είχαμε βάλει κι εμείς στο μποστάνι και μάλιστα δυο μάτσα, γιατί μια μέρα ήρθε ο πατέρας στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού, έξαλλος λέγοντας: «να μι κουραϊδεύ’ ιμένα η γκαΐλα καθισμέν' τ' καλού καιρού στη ντρίτσα του σκιάχτρου κι να μι φεύγ’ μι τίπουτα!».
Φαίνεται η κουρούνα είχε πιάσει «φιλίες» με το σκιάχτρο μας και δεν τη φόβιζε, έτσι αυτή έτρωγε τα φύτρα των νέων φυτών, που φύτρωναν στην αρχή της άνοιξης κι ύστερα ξεκουράζονταν στο ψάθινο καπέλο του.