Ο Μπεκίρης...

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

• Στη γειτονιά του Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα στα Γιάννινα, ζούσε μια οικογένεια γύφτων, που η αυλή του ισόγειου σπιτιού τους είχε μια πόρτα στο δρόμο, που οδηγεί στο σπίτι του Αγίου και άλλη μία στο πίσω μέρος αυτής, που έβγαζε στο δρομάκι, που ήταν πάνω από τα μποστάνια της γειτονιάς και οδηγούσε στη μάντρα της.
Η οικογένεια αποτελούνταν από μια γριά γεμάτη ζωή, τη Φατμέ, ένα ζευγάρι, το Ντρίζο και τη Μπέμπω, που είχαν πολλά παιδιά διαφόρων ηλικιών και δυο μεγάλα αδέλφια τον Ντρίζου, τον Καλέμη και το Μπεκίρη. Οι τρεις άντρες ήταν παιδιά της Φατμέ.
Ο Ντρίζος και ο Καλέμης έκαναν σίτες διαφόρων ειδών και μεγεθών, καθώς και πυκνάδες, τις οποίες πουλούσαν στηγειτονιά και σε άλλες γειτονιές της πόλης μας διαλαλώντας την πραμάτειά τους. Ζούσαν φτωχικά και πολλές φορές μερικά από τα παιδιά τους κυκλοφορούσαν ξυπόλητα.
Η γειτονιά τους βοηθούσε από το υστέρημά της, γιατί δεν υπήρχαν πλούσιοι σ’ αυτή. Όλοι σχεδόν τους αγαπούσαν, γιατί δεν δημιουργούσαν προβλήματα στους γείτονες, στους οποίους η Μπέμπω έκανε διάφορα θελήματα. Μεγάλη βοήθεια είχαν από τα μποστάνια της γειτονιάς με ζαρζαβατικά, που περίσσευαν, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
Ο Μπεκίρης ήταν ένας νέος άντρας μελαχρινός, λεπτός με σχιστά μάτια και μιλούσε ένρινα (απ' τη μύτη), δεν συμμετείχε, όπως φαίνονταν, στα προβλήματα της οικογένειας, γιατί έδειχνε αλαφρόμυαλος, ενώ πολλοί τον έλεγαν μπανταλό και ξουπαρμένο (κουτό, βλάκα κ.λ.π.).
Απέφευγε να κατασκευάζει ή να πουλάει σίτες και πυκνάδες και να δουλεύει στα γειτονικά μποστάνια, γιατί δεν ήξερε ή βαριόταν. Σ' αυτά έκανε μόνο ελαφρές και για μικρά χρονικά διαστήματα δουλειές, για τις οποίες έπαιρνε μικροποσά για τσιγάρα. Το καλοκαίρι κατέβαινε στα μποστάνια και ζητούσε ντομάτες, τις οποίες έτρωγε σαν προσφάι με το κομμάτι τη μπομπότα, που συχνά είχε στο χέρι του.
Φαίνεται ότι το παραπάνω σπίτι δεν είχε αποχωρητήριο, γιατί το δρομάκι προς τη μάντρα στην άκρη του τοίχου του ήταν πάντα γεμάτο ακαθαρσίες, αλλά και στις άκρες των μποστανιών και στις πατωσιές αυτών συχνά βρίσκονταν απ' αυτές.
Αντίθετα με τους άλλους του σπιτιού, ο Μπεκίρης κατέβαινε στα χαλάσματα του παλιού σεραγιού στο μποστάνι μας, χώνονταν στις συστάδες των δέντρων που ήταν σ’ αυτά και γυρίζοντας τις πλάτες προς το μέρος που ήταν το σπίτι, κατέβαζε το πανταλόνι του και κάθονταν για «ν' ανακουφιστεί». Νόμιζε ότι, με το να κρύψει το πρόσωπο του στα κλωνάρια και στα φύλλα των χαμηλών δέντρων δεν τον έβλεπε κανένας.
Αυτό γίνονταν σχεδόν κάθε μέρα κι εμείς τα παιδιά, που τον είχαμε πάρει χαμπάρι, του φωνάζαμε από μακριά για να φύγει, γιατί σε κείνα τα μέρη των ερειπίων τις μεσημεριάτικες ώρες παίζαμε κάτω από τη σκιά των δέντρων. Επίσης οι μεγάλοι που πέρναγαν για να πάνε στο σπίτι ή στα άλλα μέρη του μποστανιού τον έβλεπαν και του φώναζαν, εκείνος όμως «...πέρα βρέχει».
Πολλές φορές κατέβαινε μ’ ένα κομμάτι μπομπότα στο χέρι κι αφού μάζευε και σύκα για προσφάι από τις συκιές, που ήταν εκεί, κάθονταν από κάτω κι έκανε τη δουλειά του.
Επειδή αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί, γιατί ο Μπεκίρης είχε γίνει δημόσιο θέαμα, ο πατέρας σκέφτηκε και του είπε μια μέρα να σκουπίσει τον πισινό του με συκόφυλλα. Εκείνος, αφού το σκέφτηκε πολύ, γιατί ποτέ του δεν σκουπίζονταν, αποφάσισε να το κάνει, το γάλα όμως των φύλλων της συκιάς του έφερε τόση τσουσμάρα που γρήγορα σηκώθηκε ανεβάζοντας το πανταλόνι του και κρατώντας το με τα χέρια, έτρεξε και μπήκε μέσα στη Λίμνη, για να πλυθεί και να συνέρθει από το κάψιμο που αισθάνονταν.
Από τότε δεν ξανάρθε στα χαλάσματα και πολλές φορές τον βλέπαμε να διασχίζει το διπλανό μποστάνι των αδελφών Πασχάλη και να πηγαίνει στην πατωσιά, που ήταν μεταξύ αυτού και της Λίμνης και σε συστάδες καλαμιών και ψηλών χορταριών ν' αποπατεί.
Κατά την περίοδο της κατοχής η παραπάνω οικογένεια πούλησε το σπίτι της κι έφυγε από τη γειτονιά μας. Αυτή πήγε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Λεμονιάς, που ήταν εκτός Ιωαννίνων, όπου ζούσαν κι άλλες οικογένειες γύφτων, αφού πρώτα τα μέλη της βαφτίστηκαν χριστιανοί. Έτσι χάσαμε από τη γειτονιά μας το Μπεκίρη με τις ιδιορρυθμίες του...