Και ξαφνικά «ο Πλάτανος» ξανάγινε «γειτονιά»!..

on .

Αναδρομές

 Της ΕΛΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ - ΔΟΥΒΛΗ

•  Μέσα στη μαυρίλα της κρίσης που πλακώνει τις ψυχές των μεγάλων αλλά και των μικρών, μια αναλαμπή χαράς έγιναν φέτος οι μουσικές στους δρόμους της πόλης, ένα πρόγραμμα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών με τις καλύτερες διαθέσεις. Ωραία ιδέα, θεραπευτική της μελαγχολίας, πολύ δε περισσότερο όταν βρίσκει άξιους, φιλότιμους, πρόθυμους και αποτελεσματικούς συνδιοργανωτές, τους πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής, όπως τον πολιτιστικό σύλλογο «ο Πλάτανος».
Πρόκειται για μια δραστήρια ομάδα ανδρών και γυναικών με πρόεδρο την δραστήρια Κ.Δούκα και μέλη παλιούς και νέους γείτονες, που αποφάσισαν να «αναστήσουν» την παλιά ιστορική και ξακουστή γειτονιά με την καλύτερη «Τζαμάλα» τις Αποκριές.
Ονειροπόλοι, πρόθυμοι, ευρηματικοί, ξοδεύουν το χρόνο τους για την γειτονιά! Έτσι δημιούργησαν το στέκι του συλλόγου τους ανακαινίζοντας και ευπρεπίζοντας ένα παρατημένο σπίτι, μεταμορφώνοντάς το σε μια ζεστή, φιλική γωνιά με απανωτές εκδηλώσεις ολοχρονίς.
Στο σταυροδρόμι στον Πλάτανο κάθε τόσο και μια έκπληξη. Κοντοστέκονται οι περαστικοί. Ξαφνιάζονται. Γελάει το χείλι τους, αλλάζουν διάθεση, ξαλαφρώνουν.                                               
Χτες κιόλας στημένη στο πεζοδρόμιο η εξέδρα. Ο Καραγκιόζης στις δόξες του και τριγύρω παιδόπουλα και μεγάλοι, γελαστοί, φευγάτοι από το σήμερα και τα προβλήματά του.
Σταμάτησα, κάτι μου γλύκανε την καρδιά! Δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος σήμερα! Μία χαραμάδα μικρή, μια ακτίνα από φως, καλή διάθεση και ομορφαίνουν τα χαρακτηριστικά, χαλαρώνουν τα σφιγμένα χείλη.
Καθισμένη σε πλαστικές καρέκλες χαλαρά, πολλοί, όλη η γειτονιά αλλά και περαστικοί, με το απαραίτητο σουβλάκι και τη μπυρίτσα. Μπερδεύονται στο μυαλό μυρωδιές, ήχοι, φωνές, γέλια.

***
Άθελά μου γύρισα πίσω τη σκέψη μου στη γειτονιά του Πλατάνου, όπως την έζησα μαθήτρια του Γυμνασίου θηλέων πριν μισό αιώνα.
Βρύση οι μνήμες. Τότε που ο Πλάτανος ήταν μια μεγάλη ζωντανή γειτονιά. Γνώριζε καλά ο ένας τον άλλο, τον καλημέριζε και τον καλησπέριζε. Το νεράκι από τον κρουνό της βρύσης, έτρεχε για όλους τους διψασμένους. Είχα την τύχη να ζήσω στο σπίτι του Παπλιάκου.
Το Παπλιακάτικο ήταν μια ολόκληρη πολυκατοικία της δεκαετίας 50-60. Είχε το μεγάλο προνόμιο να στεγάζει δύο μεγάλους ποδοσφαιριστές της εποχής, τον Σπύρο Παπλιάκο στον Ατρόμητο και τον Γιώργο Χριστόπουλο στον Ολυμπιακό, σε αντίπαλες ομάδες.
Στο διώροφο παλιό σπιτάκι γύρω από την λουλουδιασμένη αυλή, ζούσαμε συγκάτοικοι του ενός δωματίου - (διαμέρισμα) διάφορες οικογένειες.
Το υπόγειο επικοινωνούσε με τον όροφο με δύο σκάλες. Μόλις ανέβαινες την αριστερή πέτρινη σκάλα, στο δεξιό δωμάτιο της μεγάλης Κρεβάτας ήταν το δικό μου «σπίτι». Εκεί σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα άτομα, οι γονείς μου, εγώ κι ο αδελφός μου ο Μιχάλης.
Στο διπλανό, η οικογένεια Χριστόπουλου, η κυρά Παναγιώτα, ο κυρ-Γιάννης, ο Γιώργος ο γνωστός ποδοσφαιριστής και ο Ντίνος, ο αδερφός του και δίπλα μια υποτυπώδης κουζίνα.
Στην αυλή το μικρό κουζινάκι με τη γκαζιέρα κι όλο το νοικοκυριό της μητέρας μου κι ένα «κοινό» αποχωρητήριο των δύο οικογενειών. Εκεί έριχνε τον ίσκιο της μια κουμπλιά και απάλυνε την εικόνα.
Ένας τοίχος μας χώριζε από το διπλανό σπίτι. Μιλούσαμε από εκεί με την κυρά Ταρσίτσα και τις κόρες της την Λούλα και την Αριστέα, εξαίρετη οικογένεια.
Από την άλλη πλευρά αριστερά, μια σκάλα οδηγούσε στα δωμάτια της οικογένειας Παπλιάκου.
Έμενε εκεί ο καλός Νίκος, ο μεγάλος αδερφός του Σπύρου (Πίπης). Αργότερα παντρεύτηκε με την πανώρια Τρικαλινή τη Μίκα κι εγώ στα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου έγινα η μόνιμη συνοδός της.
Αριστερά σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι της αυλής έμενε η κυρά Σταμούλα με τα δύο παιδιά της τον Γιώργο και τον Τόλη, συγγενείς τους. Δεξιά σ’ ένα άλλο σπιτάκι έμεναν μαθητές που πήγαιναν στο Γυμνάσιο από την Πέτρα Ζαγορίου.
Εκεί έμενε και ο πρόεδρος της Πέτρας με την κόρη του Μαγδαληνή όταν κατέβαιναν από το χωριό για δουλειές ή ψώνια.
Γενικά στο φιλόξενο Παπλιακάτικο έβρισκε κατάλυμα όποιος γνωστός φίλος ή συγγενής περνούσε από τα Γιάννινα. Βέβαια εδώ έμενε πριν παντρευτεί και η κόρη της οικογένειας, η πανέμορφη Μαρία. Η άλλη αδελφή της, η Φλώρα ζούσε με την οικογένειά της στην Ιταλία.
Σ’ αυτό το κοινόβιο, ζούσαμε όλοι φτωχικά, αρμονικά, αδελφικά. Καθένας στη δουλειά του πρωί πρωί και η κυρά Βασιλική, η μάνα στο υπόγειο, στον αργαλειό της, ύφαινε κουρελούδες, κιλίμια, ό,τι της έδιναν.
Όταν σταματούσε έπλεκε κάλτσες με τα μυωπικά γυαλιά της, που έκρυβαν τα κουρασμένα μάτια της, που όμως όλο χαμογελούσαν. Πού το βρισκαν το κουράγιο, αλήθεια!
Το απογευματάκι στο σεργιάνι όλη η γειτονιά! Τα σκαμνάκια με τα κεντημένα σε «ζιάκα» μαξιλάρια, οι κουρελούδες έπαιρναν θέση για την… βραδινή σύναξη, μέχρι που αραίωναν οι περαστικοί και ερήμωνε ο δρόμος και δεν υπήρχε τίποτα να σχολιάσουν. Ανοιχτή ψυχοθεραπεία.
Ξόμπλιαζαν τους περαστικούς. Το δελτίο ειδήσεων της ημέρας και ότι άκουγαν και ότι μάθαιναν, έτσι από στόμα σε στόμα, χωρίς τηλέφωνο, ζωντανά, προσθέτοντας ο καθένας το δικό τους κάτι τι, το αλάτι και το πιπέρι.
Η Κυριακή ήταν μεγάλη μέρα, με τη βόλτα στο μόλο ή πάνω κάτω στην πλατεία.
Τότε που το «στάδιο» γέμιζε κόσμο, οικογένειες με παιδιά να απολαύσουν τον αγώνα. Κι εγώ με την Κυρία Μίκα συνοδό η μια της άλλης, να καμαρώσουμε τους δύο ποδοσφαιριστές της «πολυκατοικίας», τον Γιώργο τον Χριστόπουλο και τον Πίπη τον Παπλιάκο.
«Έπαιξε πάλι ο Πίπης», ρωτούσε με αγωνία η Κυρά Βασιλική.
«Άλογο, πάνω κάτω στο γήπεδο» απαντούσαμε. Έλαμπε από χαρά, δάκρυζε από καμάρι και σκούπιζε τα νοτισμένα γυαλιά της. Λιπόσαρκο χωνεμένο το κορμί της. Που στέκονταν εκείνη η ψυχή!..
Εκεί στο Παπλιακάτικο ζήσαμε αδελφικά τα γυμνασιακά χρόνια. Ο αδελφός μου είχε ίνδαλμα τον Πίπη και προσπαθούσε να ξεσηκώνει τις διάφορες φάσεις και τις τρίπλες. Ο Σπύρος τον χάϊδευε.
«Μπράβο Μιχαλάκη, το σπίτι αυτό βγάζει ποδοσφαιριστές!». Ο Πίπης ο δικός μας, «της πολυκατοικίας» ο σεμνός, ο σοβαρός, ο μετρημένος.
Βράδιαζε, τα σκαμνάκια και οι κουρελούδες μαζεύονταν.
Γυρνούσε κουρασμένος ο πατέρας, με την έγνοια για το αυριανό μεροκάματο. Άφηνε την παρέα η μητέρα μου «να βάλει στο Μανθάκη να φάει»…
Η πολυκατοικία ησύχαζε… Και μόνο τα όνειρα του καθενός ξενυχτούσαν, τρυπώνοντας στο μαξιλάρι.
Γρήγορα έφυγε ο μοναδικός Νίκος, η ψυχή του «Πλάτανου». Αργότερα πήγε να τον βρει κι ο Πίπης. Το Παπλιακάτικο άλλαξε μορφή και νοικοκυραίους.
Μένει όμως αξέχαστη η ζωή μας σ’αυτό.

***
Σας θυμήθηκα όλους απόψε, Σπύρο και Νίκο και Ρηνούλα και Σιαπαταίους, έτσι καθώς ο Πλάτανος ξανάγινε «γειτονιά» κι ο Καραγκιόζης σκορπούσε το γέλιο στο πανί.
Από την  ψυχή μου συγχαίρω και ευχαριστώ τους υπεύθυνους του πολιτιστικού συλλόγου για τα λυτρωτικά δάκρυα που κύλησαν στα μάτια μου!
Καλή νύχτα παλιά γειτονιά, καλή νύχτα νιότη!