Ο Πετρογίγας των Βαλκανίων...τέθνηκε!

on .

  Του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΩΝ. ΡΙΖΟΥ, Εφέτου επί τιμή

•  Φαίνεται ότι οι περιώνυμοι και αυτοπροσδιοριζόμενοι, ως «Προστάτιδες Δυνάμεις», Σύλλογοι, Σωματεία, Εταιρείες κλπ., με τους ηχηρούς τίτλους, όπως… «Προστασίας Αμβρακικού», «Προστασίας περιβάλλοντος», «Προστασίας Αράχθου» κλπ., υφίστανται μόνο για το «θεαθήναι». Η «προστασία» την οποία ευαγγελίζονται δεν τους απασχολεί!!!
Βεβαίως πίστευα και πιστεύω, ότι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, είναι κυρίως έργο του ελληνικού Κράτους, όπως άλλωστε επιτάσσει και το Σύνταγμα (άρθρο 29), συνεπικουρουμένου από τους «φίλους» των ειδικότερων απείρου και άλλους μνημείων της ελληνικής φύσεως. Τούτο το διακήρυξα και επισήμως, προ πολλού χρόνου (απόφ.4/1.978 Πολ. Πρωτ. Πρεβ, ΑρχΝ 1.978, σελ.512).
Οι σκέψεις αυτές με έχουν κυριεύσει και με έχουν βυθίσει σε μελαγχολία, όπως άλλωστε πιστεύω και πολλούς άλλους Τζουμερκιώτες, ιδίως της περιοχής της ιστορικής «Πλάκας» του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, από την στιγμή της πληροφορήσεως, ότι το ιστορικό «Γεφύρι της Πλάκας», το μεγαλύτερο μονότοξο πέτρινο γεφύρι των Βαλκανίων, παρασύρθηκε και κατέρρευσε από τα ορμητικά νερά του Αράχθου, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2015. Αποφράδα ημέρα για τους Τζουμερκιώτες. Ρίγη όμως συγκινήσεως διαπέρασαν και όλους τους Έλληνες φυσιολάτρες.
Θα μου επιτραπεί να σκιαγραφήσω, με μεγάλη συντομία, την ιστορία του περικαλλούς και χιλιοτραγουδισμένου αυτού πολιτιστικού μνημείου, το οποίο δυστυχώς είχε εγκαταλειφθεί, τόσο από την Ελληνική Πολιτεία, όσο και από τους περιώνυμους συλλόγους, στην τύχη του, βορά των «αγριεμένων» στοιχείων της φύσεως.
Οι κάτοικοι των δυσχείμερων Τζουμέρκων, ως επί το πλείστων κτηνοτρόφοι και χειρώνακτες, διέγνωσαν εγκαίρως, ότι η κάθοδός τους προς την πεδιάδα της Άρτας και γενικώς του Αράχθου ήταν δυσχερέστατη. Αληθινό μαρτύριο. Παρατήρησαν όμως, ότι το στένωμα, το οποίο σχηματίζεται στην συμβουλή των δύο κυριοτέρων παραποτάμων του Αράχθου στην θέση «Πλάκα» και ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή «Μουχούστι», όπου και παλαιότερα υπήρχε «πέτρινη γέφυρα», η οποία και είχε καταρρεύσει, παρατήρησαν επαναλαμβάνω, ότι το στένωμα αυτό προσφέρεται για «ζεύξη», με νέα και περισσότερη στερεότητα σύγχρονη γέφυρα. Με σκοπό να θέσουν τέρμα στην ταλαιπωρία τους αναζήτησαν τον έμπειρο «πρωτομάστορα». Πράγματι το έτος 1863, με κοινή απόφαση των ενδιαφερομένων Τζουμερκιωτών παραχωρήθηκε στον εξ Αετορράχης ευεργέτη Ιωάννη Λούλη το δικαίωμα να επιλέξει αυτός μεταξύ των εμπειροτεχνών, σε περίπτωση «διαφωνίας». Πράγματι ο Ιωάννης Λούλης, ο οποίος και χορήγησε βοήθεια εννέα χιλιάδων «γροσίων» (εκατό χιλιάδες τουρκικές χρυσές λίρες), υπέδειξε τον εκ Κονίτσης «Μαστρογιώργη». Όταν όμως η πολυπόθητη μεγάλη αυτή γέφυρα κατασκευάσθηκε, περίπου το καλοκαίρι του 1864, οι περίοικοι Τζουμερκιώτες περιχαρείς θαύμαζαν την νέα γέφυρα, συμμετέχοντας στο «γλέντι» των εκπροσώπων των Κοινοτήτων. Αλίμονο όμως, ένας εκκωφαντικός κρότος τους άφησε άφωνους. Η νέα γέφυρα είχε καταρρεύσει.
Η απελπισία ήταν έντονα ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των Τζουμερκιωτών. Πλην όμως του αδιεξόδου αυτού οι αμεσότερα ενδιαφερόμενοι, ιδίως, οι κτηνοτρόφοι, αποφάσισαν να απευθυνθούν και πάλι προς τον εκ Πραμάντων «πρωτομάστορα» Κώστα Μπέκα, ο οποίος ας σημειωθεί είχε αποκλεισθεί για το σχέδιό του. Τον ικέτευσαν να αναλάβει αυτός πλέον, εν λευκώ, την ανέγερση της γέφυρας, σύμφωνα με το δικό του σχέδιο. Μετά από μακρόχρονη διαπραγμάτευση ο Μάστρο-Κώστας ανέλαβε το πραγματικά δύσκολο έργο. Τον Ιούλιο του 1866 άρχισε η ανέγερση του γεφυριού επί νέων βάθρων. Ο ενθουσιασμός και το «πείσμα» του Τζουμερκιώτη Μάστρο-Κώστα αλλά και των συντρόφων των «μαστόρων της πέτρας» οι οποίοι εργάσθηκαν με ζήλο και πίστη, με ενθουσιασμό και αξιοθαύμαστη τέχνη, μεγαλούργησαν. Τον Σεπτέμβριο του 1866, ήτοι μετά από τρεις μήνες, οι Τζουμερκιώτες με περισσή υπερηφάνεια «καμάρωσαν» και πάλι έναν «Μονότοξο Πέτρινο Γίγαντα» που όπως διαπιστώθηκε και καταγράφηκε ήταν ο ένας και μοναδικός «Πετρογίγαντας» των Βαλκανίων.
Κατά τις πληροφορίες, τις οποίες, παρέχει ο Μητροπολίτης Άρτης και Πρεβέζης Σεραφείμ Ξενόπουλος (1864-1894)στις οποίες αναφέρεται και ο εκ Ραφταναίων διδάσκαλος Δημ. Παπαδημητρίου, αλλά και κυρίως από τις πληροφορίες του εκ Μελισσουργών Επιθεωρητού Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Νικ. Παπακώστα συμπεραίνεται, ότι η συνολική δαπάνη για την κατασκευή της αξιοθέατης και περίτεχνης γέφυρας, ανήλθε στο ποσό των 187,000 γροσίων (περίπου 1870 χρυσών τουρκικών λιρών). Η συμμετοχή των κοινοτήτων ήταν ανάλογη με την οικονομική τους δυνατότητα, αλλά και το ενδιαφέρον τους για την κατασκευή του έργου. Έτσι, η κοινότητα Μελισσουργών εισέφερε 96.000 γρόσια (περίπου το 50% της δαπάνης), η κοινότητα Αγνάντων την ξυλεία και τα έξοδα μεταφοράς της, σε χρήμα δε, μαζί με τις άλλες γειτονικές κοινότητες, εκτός από την προσωπική τους εργασία, 48.900 γρόσια. Από προσωπική αντίληψη του Ν. Παπακώστα πληροφορούμαστε, ότι οι σχετικοί λογαριασμοί (παραστατικά στοιχεία), οι οποίοι τηρούνταν από των εκ Μελισσουργών Χρ. Μάρο, μετέπειτα ιερέα, φυλάσσεται μέχρι το έτος 1912, στην οικία του εκ Μελισσουργών Ιωάννη Μπανιά.
Αυτό το ιστορικό γεφύρι, αυτός ο πετρογίγαντας των Τζουμέρκων αλλά και των Βαλκανίων, αυτό το πολιτιστικό μνημείο, το οποίο επί εκατόν πενήντα χρόνια «ξεπροβάδιζε» και καλοδεχότανε τους Τζουμερκιώτες. Αυτό το αγέρωχο και επιβλητικό γεφύρι, το οποίο έζησε όλες τις ιστορικές στιγμές της περιοχής των Τζουμέρκων (προσάρτηση Άρτας και μέρους της περιοχής των Τζουμέρκων το 1881-Μεθοριακή γραμμή του Ελληνικού κράτους και του Τουρκικού μέχρι το 1913-Συμφωνίας Πλάκας τον Φεβρουάριο του 1944 μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων). Αυτό το «ιερό μνημείο» με την γεωγραφική και την εθνική αξία, το οποίο είχε ξεπεράσει τα όρια της ιστορίας και αποτελούσε πλέον τον θρύλο της περιοχής των Τζουμέρκων. Αυτό το γεφύρι, το πρωινό της Κυριακής (1-2-2015), κατέρρευσε ως «χάρτινος πύργος». Αιτία η αδιαφορία, η εγκατάλειψη, τόσο του Ελληνικού κράτους (Καθημερινή 3-2-2015), όσο και των περιώνυμων εταιρειών και συλλόγων (Πρωινός Λόγος 4-3-2015). Αφορμή δε μία δυνατή και μεγάλης διάρκειας βροχόπτωση.
Πρόθεσή μου δεν είναι ο καταμερισμός των ευθυνών, για τον οποίο άλλωστε ουδεμία θεσμική ή και λειτουργική αρμοδιότητα έχω. Σταχυολογώ όμως από τις στήλες της έγκριτης εφημερίδας «Πρωινός Λόγος» την αγωνία έγκριτων συμπολιτών μας, οι οποίοι εκφράζουν την αγανάκτησή τους, για την εγκατάλειψη του ιστορικού-θρυλικού μονοτόξου γεφυριού… «Βαρύ κατηγορώ Σπ. Πανταζή για την κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας» (10-2-2015),… «Κροκοδείλια δάκρυα από φορείς και δημάρχους για το γεφύρι» (Ελ. Καλογιάννης 19-3-2915),… «Αν πάμε έτσι, ζήσε Μάη μου, για να στηθεί ξανά το γεφύρι της Πλάκας», δηλώνει λάβρος από αγανάκτηση ο Περιφερειάρχης Αλ. Καχριμάνης (23-4-2015),… «Στην γραφειοκρατία κολλούν οι διαδικασίες για την γέφυρα της Πλάκας» (Δήμαρχος Βορείων Τζουμέρκων Ιωαν. Συντελές 19-6-2015).
Η σκέψη και μόνο, ότι το σημαντικότατο αυτό μνημείο της νεότερης ιστορίας μας, εγκαταλείφθηκε στην τύχη του και στην μανία των στοιχείων της φύσεως, με αναστατώνει! Ιδίως όταν οδεύοντας προς την περιοχή των Τζουμέρκων και ευρισκόμενος στην κοιλάδα του Αράχθου στην Πλάκα, αισθάνομαι έναν ακατανίκητο φόβο, γιατί ένα παράξενο «βουητό» του Αράχθου μετουσιώνεται σε ανθρώπινη φωνή, προστάζοντας: «Όταν φτάσεις στα Τζουμέρκα… «Απάγγειλον ότι ο Πετρογίγας των Βαλκανίων τέθνηκε»!!
Μέγας θρήνος και στεναγμός, γιατί η κατάρρευση του «Πετρογίγαντα» συνέπεσε με την εποχή του πολιτικού και του κοινωνικό-οικονομικού ερέβους, το οποίο μαστίζει την Πατρίδα μας.
Βαυκαλίζομαι όμως με την ιδέα, ότι η Ελληνική Πολιτεία και η αγάπη των Τζουμερκιωτών δε θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια της αναστηλώσεως του ιστορικού-θρυλικού γεφυριού. Παρά τον ασφυκτικό «βρόγχο», ο οποίος δημιουργήθηκε, τόσο από τα δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα, όσο και κυρίως λόγω της «προσβλητικής δημαγωγίας», μερικών «πρωτόγονων» της πολιτικής μας τάξεως, η ελπίδα δεν εξέλιπε. Και εννοώ την ελπίδα του ελληνικού λαού, η οποία είναι συνυφασμένη με την πίστη του και όχι την «ελπίδα», την οποία «ευαγγελίζεται» η πολιτική τάξη. Και αχνοχαράζει η ελπίδα αυτή (βλ. Καθημερινή και Πρωινός Λόγος 25-6-2015).