«Χαλασιά μου», Νίκο Καλό σου Ταξίδι…

on .

Αφιέρωμα

  Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

•  Έκλεισε την τηλεόραση απογοητευμένος και πήγε στο ψυγείο να πάρει μια παγωμένη μπύρα. Ο καύσωνας επίμονος, εξοντωτικός, έλιωνε μια εβδομάδα τώρα τα Γιάννινα. Δε λες πάρα και καλά σκέφτηκε, που δεν είχαμε μεγάλες φωτιές! Όπως στην Ηλεία…Ή την άλλη στον Καρέα. Στον Καρέα μάλιστα πήγε ο Υπουργός! Και τι Υπουργός. Της αριστερής πλατφόρμας! Μόνο που το σκέφτεσαι ανατριχιάζεις! Ήπιε μ’ευχαρίστηση από το ποτήρι του και χαμογέλασε... Ρε τι καλά του ξηγήθηκαν οι πολίτες, που ήταν παρόντες στην κατάσβεση. –Τι ήρθες να κάνεις εδώ πέρα; Να βοηθήσεις; Άιντε λοιπόνβγάλε το λινό σου σακάκι, άρπα τον κουβά και ξαμολήσου.
Η «αριστερή πλατφόρμα» έχασε το μπούσουλα. Ψέλλισε κάνα δύο δικαιολογίες και απήλθε με το κεφάλι κάτω, όπως κάνουν όλα τα λαμόγια στις κρίσιμες περιστάσεις.

***
Στέλλα, Στελλίτσα, φώναξε στην γυναίκα του, ξέρεις μήπως πού βρίσκονται εκείνες οι παλιές αγαπημένες μου κασέτες; -Κασέτες; Τι θυμήθηκες τώρα! Χμ, πρέπει να  είναι μαζί με τις κούτες που φυλάμε τα Χριστουγεννιάτικα στη σοφίτα.
Η γυναίκα του χαμήλωσε το μάτι της κουζίνας και ήρθε προς το μέρος του. Τον περιεργάστηκε λίγο ερευνητικά, ήπιε δύο γουλιές μπύρα από το ποτήρι του και προσφέρθηκε να πάει να ψάξει.
- Όχι, όχι, κάνε εσύ την δουλειά σου. Θα κοιτάξω μόνος μου.
- Συμβαίνει κάτι; Επέμενε η Στέλλα. Τα μάτια σου είναι υγρά. Σαν να χεις κλάψει.
- Όχι κορίτσι μου καλά είμαι.
Πήγε στην σοφίτα και τις βρήκε αμέσως! Ήταν μέσα σ’ένα κουτί. Ένα κουτί από παπούτσια αγορασμένα από τον «Λύτη». Τα πρώτα λουστρίν παπούτσια που είχε αγοράσει για την κόρη του. Επέστρεψε, με τις πολύτιμες γι’αυτόν κασέτες, στο ησυχαστήριό του. Ένα μικρό δωμάτιο δηλαδή, που ήταν γραφείο και βιβλιοθήκη. Ο αγαπημένος του χώρος. Εδώ δεν έρχονταν ποτέ κανένας να τον ενοχλήσει. Ούτε καν τα δύο του παιδιά, όταν ήταν μικρά.
Το παλιό του στερεοφωνικό ευτυχώς έπαιζε ακόμα κασέτες, Έβαλε μια στην τύχη και πάτησε το PLAY. Τι περίεργο. Ήταν σαν να πάτησε το PLAY της ζωής του.

***
«Δεν στο πα χαλασιά μου στα ξένα να μην πας. Φοβάμαι μη σε χάσω και δεν ξαναγυρνάς, χαλασιά μου…»
Η φωνή του Νίκου χαμηλή, ανείπωτα τρυφερή, υποβλητική, πλημμύρισε το μικρό του δωμάτιο. Η ματιά του περιπλανήθηκε στα αγαπημένα του πράγματα...
Η μεγάλη αφίσα με τον Π.Α.Σ. Γιάννενα, από τότε που ήταν ακόμα μαθητής, το πτυχίο του στην κορνίζα από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, μια φωτογραφία με την γυναίκα του στη Δρακολίμνη, μια εικόνα της Παναγίας, που του είχε δωρίσει ο αγαπημένος και σεβάσμιος παπά-Θανάσης από το μοναστήρι της Δουραχάνης, «Η Ρεζέρβα», ο πολυαγαπημένος δίσκος του Σαββόπουλου και μπροστά - μπροστά στην βιβλιοθήκη «ο Λούσιας», ένα βιβλίο ξεχωριστό φθαρμένο επειδή ακριβώς ήταν πολυδιαβασμένο.

***
Τον Νίκο δεν τον γνώρισε στα Γιάννινα. Τον γνώρισε στην Αντίπαρο. Πρέπει να ήταν στις αρχές του 2000. Ποιο καλοκαίρι ακριβώς, προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί..
- Ξέρετε, του είπε, είμαστε πατριώτες. Εγώ πάντα παρακολουθώ την πορεία σας την καλλιτεχνική. Ακούω τα τραγούδια σας, διαβάζω τα ποιήματά σας. Αν μου δοθεί ευκαιρία επισκέπτομαι τις εκθέσεις σας.
Ο Χουλιαράς χαμογέλασε πλατιά. Όμοια με μικρό παιδάκι. Ήταν το πιο αθώο χαμόγελο, που είδε ποτέ σε άνθρωπο.
Έκαναν για λίγες μέρες παρέα. Έπαιξαν τάβλι. Περπάτησαν συζητώντας στην άκρη της θάλασσας. Και προτού φύγει από την Αντίπαρο ο Νίκος, του χάρισε μια μικρή ζωγραφιά του.
Αυτή την βαρκούλα στο σεληνόφως που στολίζει τον τοίχο του γραφείου του κι ανακαλεί διαρκώς στην μνήμη του, την ολιγοήμερη συνύπαρξη τους.

***
«Μαχαιρωμένο μ’έχεις πληγή δεν φαίνεται, χαλασιά μου, πληγή δεν φαίνεται...».
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Με τα τραγούδια του Νίκου ξεδίψασε τον έρωτά του, όταν πρωτογνώρισε την Στέλλα την γυναίκα του.
«Μάγια μου’χεις καμωμένα και τρελαίνομαι για σένα
Μάγια μου’χει η αδερφή σου και τρελαίνομαι μαζί σου».
Πήγαιναν βόλτα στον Μόλο κι ήταν καλή ώρα τέτοια εποχή. Κατακαλόκαιρο.
Η Στέλλα φορούσε μια φούστα μακριά ινδική με παράξενα σχέδια, που ήταν τότε της μόδας. Κι είχε στον λαιμό περασμένα χαϊμαλιά. Κι ο ίδιος είχε τα μαλλιά του μακριά και το μπλουτζίν «καμπάνα»... 1978, τότε την γνώρισε.
Ντρέπονταν να της μιλήσει για όσα αισθάνονταν. Κι όλο την πείραζε κι όλο της τραγούδαγε.
«Θα σου το πω εάν, εάν... μα πάλι δεν στο λέω
Αχ μικρή μου κι άκαρδη, λιώνω σαν τη ζάχαρη».
Όχι εσύ. Το παγωτό σου λιώνει. Πρόσεχε θα λερωθείς, απαντούσε η Στέλλα που ήταν πάντα πρακτική.
Α, το παγωτό! Κι αυτό μοναδικό. Χωνάκι κι αφρόγαλα, αγορασμένο από την Αβέρωφ. Σουρούπωνε και τα πλατάνια στον παραλίμνιο θρόιζαν. Κρατιόταν από το χέρι και περπάταγαν γύρω από το κάστρο. Ήταν νέοι. Ήταν ξέγνοιαστοι.
Οι νύχτες τους γέμιζαν από καρδιοχτύπι. Από όνειρα που τα διηγούνταν ο ένας στον άλλο ψιθυριστά…φοβούμενοι και οι δύο τους μήπως η ευτυχία τους ξεγλιστρήσει και χαθεί μέσα στην λίμνη ακολουθώντας το καθοδικό ταξίδι της κυρα-Φροσύνης.

***
«Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα να αποκοιμηθώ.
Λίγο ύπνο για να πάρω κι είδα όνειρο μεγάλο.
Παντρεύουν την αγάπη μου για πείσμα για γινάτι μου...»
Η φωνή του Νίκου συνέχιζε να βαλσαμώνει την ψυχή του. Κι ύστερα, ύστερα.. «Γιάννη μου το μαντήλι σου». Χιλιοτραγουδισμένο. Πολυαγαπημένο. Αν η Ήπειρος είχε τον Εθνικό της Ύμνο, θα ήταν σίγουρα αυτό το τραγούδι. Πολλοί το ερμήνευσαν έξοχα.
Όμως ο Νίκος έβαλε με τρόπο αριστοτεχνικό το λιθαράκι του. Λες και το πήγε παραπέρα. Στ’αυτιά ακόμη κι αυτών που δεν ακούν Δημοτική μουσική ή δεν την γνωρίζουν καθόλου.

***
Σκούπισε τα μάτια του και πάτησε το STOP. Άγγιξε ανεπαίσθητα την ζωγραφιά στον τοίχο. Μια βαρκούλα στο σεληνόφως. Τόσο μόνη και τόσο ταξιδιάρικη.
- Έτσι θα ναι πάντα η ψυχή σου Νίκο, ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΗ.
Έσβησε το φως και πήγε στην κουζίνα. Έσιαξε λίγο τα μαλλιά της γυναίκας του που έπεφταν στον ώμο της.
- Τελειώνεις με τα πιάτα;
Ναι.
- Άντε να ντυθείς, να βγούμε.
Πού θα πάμε;
- Όπου θέλει το κορίτσι μου.
Στον Μόλο!
- Ότι πεις. Κερνάω παγωτό.
Θέλω και λιόσπορους.
- Έγινε.
Θέλω να μου πεις και καμία από αυτές τις παράξενες ιστορίες που σκαρώνεις.
- Δεν γέμισε ακόμα το φεγγάρι. Απόψε μόνο θα σου τραγουδήσω..
«Από την άκρη του κλαριού, κλαριού
Κρέμεται η καρδιά μου.
Αχ μικρή μου κι άκαρδη
Λιώνω σαν τη ζάχαρη…»
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.