Ένας γάμος με άλλη νύφη...

on .

 -  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

Εκείνον τον καιρό στα παλιά Γιάννινα οι περισσότεροι παντρεύονταν με προξενιό, λόγω των ηθικών αρχών, που επικρατούσαν τότε στην πόλη μας. Για τους γάμους αυτούς μεσολαβούσαν συγγενείς του νιου άντρα ή της κοπέλας ή προξενητής ή προξενήτρα, που ήταν πολλοί τότε.
Μερικοί από τους προξενητάδες έπαιρναν χρήματα ή πλούσια δώρα από τους γονιούς των νέων και ιδιαίτερα από τους γονιούς της υποψήφιας νύφης. Ήταν άλλοι και ιδίως προξενήτρες που
έλεγαν ότι, κάνουν προξενιές για «την ψχή τς», αλλά αν τους έδιναν και κάτι όχι δεν έλεγαν.
Έτσι ο Τάσιος συμβούλευε τον μικρότερο αδελφό του ν' αποφασίσει να παντρευτεί με προξενιό, όπως έκανε κι αυτός, προ τριετίας.
Ύστερα από μέρες και σε σχετική κουβέντα των δύο αδελφών ο μικρότερος αδελφός, ο Τάκης, είπε στον Τάσιο ότι, ένας προξενητής του κάνει προξενιό με μια κοπέλα από ένα κοντινό χωριό. Εκείνος τον συμβούλεψε να μη βιαστεί και να φροντίσουν με άλλον προξενητή ή προξενήτρα να βρουν καμιά Γιαννιωτοπούλα, όπως παντρεύτηκε κι αυτός.
Οι μέρες περνούσαν με τις δουλειές τους ο καθένας και μια μέρα ήρθε ο Τάκης στο σπίτι του αδελφού του και είπε σ' αυτόν και στη γυναίκα του ότι αρραβωνιάστηκε. Του Τάσιου του ήρθε αξαφνιά από την απρόσμενη αυτή ανακοίνωση και ζήτησε από τον αδελφό του να μάθει πώς αποφάσισε ν' αρραβωνιαστεί μόνος του χωρίς την παρουσία αυτού και των άλλων λίγων στενών συγγενών τους, μια κι οι γονείς τους είχαν πεθάνει.
Εκείνος είπε ότι, εφόσον δεν συμφωνούσε να παντρευτεί χωριάτισσα, πήγε στο χωριό μόνο με τον προξενητή κι αφού είδε για λίγο την κοπέλα τη στιγμή που τους κερνούσε, δέχτηκε να την παντρευτεί, γιατί, εκτός που του άρεσε, θα του δώσουν προίκα κι ένα μεγάλο χωράφι στον κάμπο και θα τους φέρνουν διάφορα καλούδια στο σπίτι του στην Καραβατιά και κάθε μέρα γάλα από τις γελάδες τους.
Στη συνέχεια είπε ότι του άρεσε η κοπέλα γιατί, είναι όμορφη, λίγο παχουλή, με άσπρη επιδερμίδα και φρεσκάδες, καθώς και με ωραία σγουρά ξανθά μαλλιά, ενώ όταν τους κερνούσε χαμογελούσε χαριτωμένα με μάτια χαμηλωμένα. Τελειώνοντας την κουβέντα είπε ότι, θα τη δουν στο γάμο, που θα γίνει γρήγορα στο χωριό της μια και τα προικιά της τα έχουν έτοιμα.
Στο μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από τότε που συμφώνησαν κι αρραβώνιασαν μέχρι την ημέρα του γάμου, ο Τάκης με την κοπελιά από το κοντινό χωριό δεν ξανασυναντήθηκαν, λόγω της αυστηρής τότε απαγόρευσης των προ του γάμου επισκέψεων και γνωριμιών.
Ό,τι χρειάζονταν για τις προετοιμασίες και την τέλεση του γάμου τα αντιμετώπιζαν ο Τάκης με τον πατέρα ή τον αδερφό της νύφης που έρχονταν και τον συναντούσαν στο σπίτι ή στη δουλειά του στα Γιάννινα.
Την ημέρα του γάμου και λίγη ώρα προτού γίνει αυτός, ο Τάκης με τον αδερφό του και με άλλους στενούς συγγενείς και φίλους έφτασαν με παϊτόνια (αμάξια) στο μεσοχώρι του χωριού, όπου θα γίνονταν ο γάμος μπροστά από την εκκλησιά. Σε λίγο ήρθε η νύφη μπουλωμένη, δηλαδή με σκεπασμένο το πρόσωπο της με το πυκνό πέπλο, τόσο, που να μη διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όπως συνηθίζονταν τα παλιά εκείνα χρόνια στα χωριά, κρατώντας την δεξιά κι αριστερά ο πατέρας και ο αδερφός της.
Ύστερα την έφεραν κοντά και δίπλα στο γαμπρό για να γίνει η στέψη. Όπως ήταν η συνήθεια από την άλλη τη μεριά του γαμπρού στάθηκε δίπλα του ο αδελφός του μαζί με τους συγγενείς και φίλους τους κι από τη μεριά της νύφης οι γονείς της και οι άλλοι συγγενείς, ενώ γύρω - γύρω από το τραπέζι που είχαν ετοιμάσει για το μυστήριο του γάμου, ήταν οι μικροί και μεγάλοι χωριανοί της νύφης.
Μετά από λίγο άρχισε ο γάμος με τον παπά της εκκλησίας του χωριού και συνεχίζονταν κανονικά ώσπου έφτασε στο σημείο που ο παπάς δίνει να πιουν κρασί από το κοινό ποτήρι αρχίζοντας από το γαμπρό. Αφού ήπιε τρεις φορές ο γαμπρός, ο παπάς πήγε να δώσει κρασί και στη νύφη σηκώνοντας η μάνα της το πυκνό πέπλο και τότε ο Τάκης είδε ότι, του έδωσαν άλλη γυναίκα.
Η πρώτη αντίδρασή του ήταν να γυρίσει πολύ ταραγμένος στον αδελφό του, που ήταν δίπλα του και να πει: «Τάσιο δεν είναι αυτή η κοπέλα που μου δείξανε όταν ήρθα στο χωριό και συμφωνήσαμε να την παντρευτώ».
Ο αδελφός του ξαφνιασμένος τον κοίταξε για λίγο κι ύστερα έριξε το βλέμμα του στη νύφη και διαπίστωσε ότι, δεν ήταν εκείνη, που του είχε περιγράψει ο Τάκης, όταν του ανήγγειλε τον αρραβώνα του με το ωραίο ξανθό κορίτσι από το κοντινό στα Γιάννινα χωριό.
Τούτη ήταν σχετικά αδύνατη και λίγο άσχημη μελαχρινή κοπέλα με μαύρα μαλλιά και πολύ μουδιασμένη από την αποκάλυψη ίσως της κοροϊδίας, που έκαναν στο Γιαννιώτη γαμπρό.
Ο Τάσιος στενοχωρημένος από το αναπάντεχο αυτό γεγονός το μόνο που μπόρεσε να πει χαμηλόφωνα στον αδερφό του ήταν: «Δεν ξέρω αν είναι άλλη γυναίκα, γιατί δεν ήμουν στον αρραβώνα σου, τώρα όμως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».
Και πράγματι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε μια κι ο γάμος είχε προχωρήσει. Θα μπορούσε ν' αντιδράσει αν είχε δει πριν τη στέψη ότι άλλη γυναίκα του δείξανε και άλλη του δώσανε. Έτσι τώρα και για να μη γίνει φασαρία και σούσουρο αναγκάστηκε και την πήρε.
Αυτό που έπαθε ο Τάκης το έφερνε βαριά και αν και έκανε μαζί της δυο παιδιά, συνέχεια στενοχωριόταν, γιατί εκτός αυτού, αποδείχτηκε ότι, δεν ήταν και τόσο καλή νοικοκυρά, όσο εκείνος την ήθελε.
Μετά από κάμποσα χρόνια και πάντα πικραμένος απ' την τύχη του και το ριζικό του, πέθανε από φυματίωση.