Παιδεία και Αθλητισμός στην αρχαία Ελλάδα...

on .

-  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

 Ίσως έχει γεννηθεί σε κάποιους από εμάς τους Νεοέλληνες η απορία γιατί ονομάζονται Γυμνάσια τα σχολεία που ακολουθούν αμέσως μετά την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση ή Δημοτική, όπως λεγόταν πριν.
Η Αθήνα, η πιο γνωστή πόλη-κράτος, εγκαινίασε την ισορροπημένη εξάσκηση του σώματος και του πνεύματος στο εκπαιδευτικό
σύστημά  της.  Οι  πατέρες  ήταν  υποχρεωμένοι  να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σε μουσική και γυμναστική, ακόμη και κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Ο απώτερος στόχος της αρχαίας ελληνικής παιδείας ήταν η καλοκαγαθία, η δημιουργία ενός καλού, γενναίου και αγαθού πολίτη, με άλλα λόγια, ενός κυρίου… Σαν αποτέλεσμα, οι περισσότερες πόλεις-κράτη δημιούργησαν τα δικά τους γυμνάσια (χώρους γυμναστικής), ή σχολές φυσικής αγωγής.
Οι νέοι περνούσαν πολύ από το χρόνο τους στα γυμνάσια, στα οποία σύχναζαν επίσης και μεγαλύτεροι άνδρες, όπως καθηγητές, φιλόσοφοι και ποιητές. Ήταν στα γυμνάσια που ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Αντισθένης ίδρυσαν τις Ακαδημίες τους, μετατρέποντας τα σχολεία σε χώρους φιλοσοφικών αναμετρήσεων. Η εκπαίδευση των νέων είχε ως κεντρικό στόχο να τους προγυμνάσει ώστε να μπορούν να αποκτήσουν μία αίσθηση ρυθμού και αρμονίας.
Η φυσική αγωγή, αρχικά του γυμνού σώματος σε φυσικό σκηνικό, σε αθλήματα όπως η πάλη, η πυγμαχία, η ρίψη ακοντίου και δίσκου, το τρέξιμο και το άλμα, συνοδευόταν από μουσική. Μουσική και τραγούδι είχαν σχεδιαστεί για να διαπλάσουν την αρμονική λειτουργία του σώματος και του πνεύματος. Ήταν μέσω αυτού του συστήματος εκπαίδευσης και άσκησης που οι Αθηναίοι πολίτες της εποχής του Περικλέους κατάφεραν να επιτύχουν τον πιο εκλεπτυσμένο τύπο δημοκρατίας που έχει δει ποτέ ο κόσμος.
Οι λέξεις «γυμνάζομαι» και «γυμνάσιο» αναφέρονται άμεσα στην ενέργεια της άσκησης «γυμνών». Ένα από τα κεντρικά στοιχεία της άσκησης ήταν η προσπάθεια να οδηγηθούν στην σωματική τελειότητα. Οι τέλειες αναλογίες, αρμονία, ομορφιά και δύναμη του σώματος μπορούσαν να ειδωθούν καλύτερα όταν ο  αθλητής ήταν γυμνός, απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά των ρούχων. Ο σκοπός της γυμνότητας ήταν όχι μόνο να επιτρέπει στο σώμα ελευθερία κινήσεων στη διάρκεια των αθλημάτων, αλλά και να παρέχει στους θεατές τη δυνατότητα να παρατηρούν τα ανθρώπινα σώματα τα οποία είχαν περιέλθει στην τελειότητα λόγω της συνεχούς άσκησης.
Επειδή κάθε νέος εξασκούσε τόσο το πνεύμα όσο και το σώμα του για να γίνει καλοκάγαθος (καλός και αγαθός, ωραίος στο σώμα, καλλιεργημένος στην ψυχή), η σωματική τελειότητα σήμαινε τότε για τους Έλληνες εξύψωση στο ίδιο επίπεδο με τους θεούς. Ο άνδρας ήταν το θεϊκό στην ορατή μορφή. Οι θεοί δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα του ανθρώπου, αλλά ήταν άνθρωποι σαν ιδέα με σωματική τελειότητα και το σφρίγος της νεότητας.
Ο ελληνικός όρος για την παιδεία είναι πολύ ευρύς και μεταφράστηκε από τον μεγάλο Γερμανό φιλόλογο και μελετητή Βέρνερ Γαίγκερ ως «καλλιέργεια του συνόλου του ανθρώπου». Και έδωσε τον ορισμό: «Παιδεία είναι η μόρφωση του Έλληνος ανθρώπου». Σε τελική ανάλυση, η παιδεία δεν μπορούσε να διαχωριστεί σε σωματική και πνευματική, απλά και μόνο γιατί το πνεύμα δεν υπάρχει δίχως το σώμα και το σώμα δεν έχει νόημα δίχως το πνεύμα.
Η σημασία της άσκησης του σώματος και του πνεύματος, εικόνες της οποίας μπορούν να ειδωθούν στους πλατωνικούς διαλόγους και σε αναρίθμητες εικονογραφίες αγγείων εμπνευσμένες από σκηνές στην παλαίστρα και το γυμνάσιο, μπορεί να περιγραφεί καλύτερα με τα λόγια του Πηλέα που ζήτησε από τον Φοίνικα και το γιο του Αχιλλέα να τους «διδάξουν να είναι τέλειοι στα λόγια και στα έργα».
Στην αρχαία Ελλάδα το πνεύμα της άμιλλας και το αθλητικό ιδεώδες ήταν αποφασιστικοί παράγοντες της ελληνικής ιστορίας. Το πνεύμα αυτό απέκτησε θρησκευτικό βάθος που το εξύψωσε πολύ πάνω από το επίπεδο του απλού αθλήματος από το οποίο μπορεί να είχε προέλθει αρχικά.
Η ομηρική επιθυμία να είσαι ο καλύτερος και ανώτερος από τους άλλους (αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμεναι άλλων) ήταν μία κληρονομιά που πέρασε μέσω των γενεών. Μετατράπηκε σε ένα ιδανικό το οποίο ακόμα και οι θεοί αγωνίζονταν να επιτύχουν. Ο ελληνικός κόσμος αγωνιζόταν να επιτύχει «ανδραγαθήματα» και όλοι οι Έλληνες ανέπτυξαν την σωματική και πνευματική δύναμή τους στο μέγιστο επιστρατεύοντας όλες τις «αρετές». Ωστόσο, το πνεύμα του ανταγωνισμού στους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν περιορισμένο μόνο στα αθλητικά επιτεύγματα: καλλιτέχνες, ποιητές, ηθοποιοί και ο κόσμος των τεχνών συμμετείχαν σε αγώνες και κέρδιζαν έπαθλα.
Γενικά, στην αρχαία Ελλάδα, η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες συνιστούσε ένα αναπόσπαστο τμήμα της παιδείας κάθε άνδρα. Οι Έλληνες καλλιεργούσαν τη φυσική κλίση των ανδρών στην άμιλλα προκειμένου να αναπτύξουν αρμονικά το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του καθενός, καθώς πίστευαν ότι η γυμναστική συνέβαλλε στη σωματική υγεία.
Η άμιλλα έδινε στους συμμετέχοντες μία εσωτερική δύναμη για να φτάσουν στο απαραίτητο επίπεδο τελειότητας και προσωπικής ολοκλήρωσης που επιτυγχανόταν μέσω της νίκης. Οι θεατές τότε αντλούσαν από την ενέργεια των αθλητών και τα κατορθώματα και τους μιμούνταν ως πρότυπα στη ζωή τους.
Αρχαιολογικές ανασκαφές δείχνουν ότι οι Έλληνες είχαν αναπτύξει διάφορα αθλήματα ή αγώνες, που κυρίως σχετίζονταν με μία γιορτή, που τιμούσε έναν από τους θεούς ή ένα νεκρό ήρωα. Οι Κρήτες διεξήγαγαν αγώνες στη Μινωική περίοδο και οι Σπαρτιάτες είχαν αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του Λεωνίδα και των 300 στρατιωτών του που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Ο Όμηρος περιγράφει επίσης αγώνες στην Οδύσσεια και στην Ιλιάδα.
Τέσσερις από αυτούς τους αγώνες, ωστόσο, έγιναν πολύ σημαντικοί, σπάζοντας τα φράγματα του τοπικού και εμπλέκοντας Έλληνες από όλη τη χώρα: οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ολυμπία, τα Πύθια στους Δελφούς, τα Ίσθμια στον Ισθμό και τα Νέμεα στην Νεμέα. Στη Δωδώνη έχουμε τα Νάια.
Είναι γεγονός ότι οι αγώνες είχαν έναν ιερό και πνευματικό χαρακτήρα για τους αρχαίους Έλληνες, καθώς έφερναν τον άνθρωπο σε επαφή με τους θεούς. Αυτό, φυσικά, εξηγεί το γιατί οι αγώνες πάντοτε διεξάγονταν υπό την εποπτεία τους στους πιο ιερούς τόπους λατρείας. Οι αθλητικοί αγώνες, ωστόσο, ήταν μόνο μία μορφή άμιλλας. Μουσικοί αγώνες διεξάγονταν ταυτόχρονα σε γειτονικά ιερά, όπου το θέατρο και το στάδιο μαζί ήταν τόσο απαραίτητα όσο και ο βωμός και ο ναός των θεών. Η πνευματική παρουσία στην εκτέλεση των αγώνων, προσέδιδε σε αυτή την εμπειρία ένα υψηλότερο επίπεδο συνολικής συμμετοχής και ιδεαλισμού που ενίσχυε το δεσμό μεταξύ ανθρώπων και κοινωνίας.
Οι Ολυμπιονίκες κατά κάποιο τρόπο μοιράζονταν την θεία μεγαλοπρέπεια και την αιώνια ζωή των πρώτων μυθικών νικητών. Για το λόγο αυτό, πολλοί από αυτούς λατρεύονταν ως ήρωες μετά το θάνατο στις πατρίδες τους. Η νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν η ανώτερη αρετή και τιμή που θα μπορούσε να αποκτήσει ένας θνητός. «Μόνον ο λαμπερός παράδεισος είναι απρόσιτος για εκείνον», έλεγε ο Πίνδαρος για τον Ολυμπιονίκη Φιρικία από την Θεσσαλία.
Είναι γνωστή η περίπτωση του Ολυμπιονίκη σε πολλά αγωνίσματα, Διαγόρα από τη Ρόδο. Όταν οι δύο γιοι του, Ακουσίλαος και Δαμάγητος, νίκησαν στην 83η Ολυμπιάδα, σήκωσαν ψηλά τον πατέρα τους και τον περιέφεραν στο στάδιο, αφού έθεσαν τα δάφνινα στεφάνια τους στο κεφάλι του. Ανάμεσα στις επευφημίες ακούστηκε: «Κάτθανε, Διαγόρα, ουκ ες ‘Ολυμπον αναβήσει» (= Πέθανε, Διαγόρα, δε θα ανέβεις στον Όλυμπο, δε θα γίνεις θεός). Μετά από λίγο, πέθανε εκεί στο Ολυμπιακό στάδιο…
Οι συμμετέχοντες στα Ολυμπιακά αθλήματα δεν ασχολούνταν με τη βελτίωση των αθλητικών επιδόσεων, που επαφίονταν στην τύχη, όπως αποδεικνύει η ιστορία. Ήταν καλύτερα ο τίτλος του «πρώτου ανάμεσα στους καλύτερους», που ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει ότι ο νικητής θα περικλειόταν στη μεγαλύτερη τιμή και δόξα. Ήταν για τον ίδιο λόγο που το πένταθλο, το οποίο επέφερε ισορροπημένη ανάπτυξη των άκρων και των δυνάμεων του σώματος, θεωρείτο από τους Έλληνες ως το ιδανικό αγώνισμα. Η αφομοίωση του ανθρώπου με τους θεούς και ήρωες που ίδρυσαν τους Αγώνες ήταν η κυριότερη λειτουργία του ιερού της Ολυμπίας, όπως συνέβαινε και με τους υπόλοιπους τόπους λατρείας στην Ελλάδα.
Το πνευματικό έργο τους ήταν να διδάξουν ότι μόνο μέσα από το αγώνισμα ο άνδρας μπορούσε να επιτύχει να απελευθερωθεί από την «κτηνώδη ζωή», να αφυπνιστεί και να αναπτύξει τις αστείρευτες πνευματικές και σωματικές δυνάμεις και αρετές με τις οποίες τον είχε προικίσει η φύση για να γίνει ελεύθερος.
Τόσο σημαντικοί ήταν οι αγώνες στην Ολυμπία για τη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, που σύντομα χρησιμοποιούνταν ως βάση για τη χρονολόγηση όλων των γεγονότων στη μακρά και ένδοξη ιστορία της Ελλάδος. Ένα χρόνο πριν την έναρξη της νέας Ολυμπιάδας, οι αξιωματούχοι της Ήλιδος (της κοιλάδας της Ολυμπίας που ονομάστηκε από τους Ηλείους, τους κατακτητές του ιερού κατά τον 12ο αιώνα π.Χ.) υπεύθυνοι για τους αγώνες, έστελναν σπονδοφόρους σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και σε όλες τις ελληνικές αποικίες που ήταν διασκορπισμένες στη Μεσόγειο, από τους Στύλους του Ηρακλή στη Μεγάλη Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη θάλασσα) και την Αζοφική θάλασσα, για να ανακοινώσουν την ημέρα έναρξης των Αγώνων.
Ο βασιλιάς της Ήλιδας, Ίφιτος, αναδιοργάνωσε τους αγώνες, καθιέρωσε και την πανελλήνια «εκεχειρία», δηλαδή ανακωχή, που ήταν διακοπή όλων των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια των αγώνων μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών.
Όπως είδαμε πιο πάνω, το ιδεώδες της Παιδείας των αρχαίων Ελλήνων συνοψιζόταν στη δημιουργία ανθρώπων  όπως προέβλεπε το σύνθημα «καλός καγαθός». Το καλός σημαίνει ωραίος στο σώμα, ενώ το αγαθός αναφέρεται στην καλλιέργεια της ψυχής, στο χαρακτήρα. Αυτός είναι ο «Έλλην Άνθρωπος», που διακήρυξε ο μέγας Γερμανός φιλόλογος Βέρνερ Γαίγκερ.
Το πρώτο επιτυγχάνεται με την κατάλληλη γυμναστική. Το δεύτερο με την κατάλληλη Αγωγή.