Ο Σεπτέμβριος και οι παραδόσεις του...

on .

-  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

Η λέξη ίνδικτος είναι ελληνοποίηση της λατινικής λέξης indictio (=επιβολή φόρων). Και αυτό γιατί στη ρωμαϊκή εποχή την ημέρα αυτή εκδίδονταν τα διατάγματα (indictiones) με τα οποία καθορίζονταν οι φόροι του έπους. Συγχρόνως ήταν και η αρχή της νέας παραγωγικής χρονιάς (αρχή σποράς των χωραφιών).
Το 312 μ. Χ. που ήταν αυτοκράτορας ο Μέγας Κωνσταντίνος η πρώτη Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε ως πρώτη του νέου έτους, ενώ μέχρι τότε πρώτη του έτους ήταν η πρώτη Μαρτίου. Γι’ αυτό ο Σεπτέμβριος ήταν ο έβδομος μήνας του χρόνου (septem= επτά: Από το septem και ο Σεπτέμβριος ως έβδομος μήνας του χρόνου). Από το octo (οκτώ) Οκτώβριος (όγδοος μήνας), novem = εννέα, ο Νοέμβριος, Decem= δέκα, ο Δεκέμβριος, που ήταν ο δέκατος μήνας.
Αργότερα, όταν καθιερώθηκε η πρώτη Ιανουαρίου ως αρχή του νέου έτους, η πρώτη Σεπτεμβρίου παρέμεινε ως αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους. Έτσι, από την ημέρα αυτή αρχίζουν τα εκκλησιαστικά ημερολόγια και τα «Ωρολόγια» βιβλία των Λειτουργιών.
Ο Σεπτέμβριος, στο αρχαίο λατινικό ημερολόγιο λεγόταν Σεπτέμπερ, δηλαδή έβδομος. Ο Νουμάς Πομπήλιος (715-672 π. Χ.) πρόσθεσε στο αρχαίο λατινικό ημερολόγιο του Ρωμύλου και δύο άλλους μήνες, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο. Τον πρώτο με 29 και τον δεύτερο με 28 και τους τοποθέτησε πριν από το Μάρτιο. Ο Ιανουάριος πήρε το όνομα του θεού Ιανού, που είχε δύο όψεις μία ειρηνική και μία πολεμική. Οι πύλες του ναού του άνοιγαν όταν άρχιζε ένας πόλεμος και έκλειναν όταν τελείωνε.
Ο Φεβρουάριος ονομάστηκε έτσι από το λατινικό ρήμα februo (=καθαίρω, εξαγνίζω) και επειδή τον μήνα αυτόν γινότανε θρησκευτικοί καθαρμοί ονομάστηκε Φεβρουάριος, δηλαδή μήνας των θρησκευτικών εξαγνισμών.
Ο Μάρτης ήταν αφιερωμένος στον θεό του πολέμου Άρη. Στα λατινικά ο Άρης λέγεται Μάρς, γι αυτό και ο μήνας ονομάστηκε Μάρτης (ονομαστική Μars, γενική Martis). Το μήνα αυτόν αρχίζει η Άνοιξη και επομένως άρχιζαν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Σήμερα και στο μεσοχείμωνο μπορούν να γίνουν…
Ο Απρίλιος από το ρήμα aperio=ανοίγω. Και αυτό επειδή το μήνα αυτόν ανοίγουν τα κλαριά.
Ο Μάιος από τη Μαία (μητέρα του Ερμή), διότι σαν θεά της γονιμότητας προστάτευε την γονιμότητα και την αύξηση των καρπών.
Ο Ιούνιος ήταν αφιερωμένος στη θεά του γάμου Ήρα, η οποία στα λατινικά λεγότανε Juno (Γιούνο) και από αυτό Ιούνιος.
Από τα παραπάνω είδαμε πως ο Σεπτέμβριος από έβδομος έγινε ένατος μήνας, χωρίς όμως να αλλάξει όνομα.
Ο Σεπτέμβριος, από την εποχή του Νουμά μέχρι του Ιουλίου Καίσαρα, είχε είκοσι εννιά μέρες έως όταν ο Έλληνας αστρονόμος Σωσιγένης, που έλαβε εντολή από τον Καίσαρα να διορθώσει το ημερολόγιο, του πρόσθεσε και μία ακόμη ημέρα. Έτσι, ο Σεπτέμβριος έχει μέχρι σήμερα τριάντα μέρες.
Στην Κων/πολη την πρώτη Σεπτεμβρίου γινόταν μεγάλη τελετή στα Πατριαρχεία και υπογράφονταν «επί τούτω» από τον Πατριάρχη και τους παρεπιδημούντες αρχιερείς, ένα πρακτικό.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης γράφει ότι η Εκκλησία γιορτάζει την Ινδικτιώνα για τρείς λόγους: α) Σαν αρχή του χρόνου, δηλαδή του εκκλησιαστικού έτους, β) Σε ανάμνηση της μεταβάσεως του Χριστού στη συναγωγή των Ιουδαίων. Τότε του δόθηκε το βιβλίο του προφήτη Ησαία για να αναγνώσει. Εκείνος, αφού το άνοιξε, άρχισε την ανάγνωση από την αρχή του 61ου κεφαλαίου: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισε με». Η συνέχεια: «Ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απεσταλκέμε, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν…», γ) Όπως δια μέσου της υμνωδίας και ικεσίας ο Θεός γένη ίλεως και ευλογήση τον νέον ενιαυτόν. Άλλωστε ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας της σοδειάς, αλλά συγχρόνως και ο μήνας που αρχίζει η νέα παραγωγική χρονιά γιατί αρχίζει η σπορά των χωραφιών.
Ο Ελληνικός λαός τον Σεπτέμβριο τον λέει και τρυγητή, γιατί τον μήνα αυτόν αρχίζει ο τρύγος στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Από τους αρχαιότατους χρόνους η βασικότερη δουλειά του αγρότη τον μήνα αυτόν είναι ο τρύγος.
Από πολύ παλιά, από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια, άρχισε ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί τον οίνον. Την τετάρτη προ Χριστού χιλιετηρίδα οι Αιγύπτιοι γνώριζαν ήδη την παρασκευή του και τον χρησιμοποιούσαν ευρύτατα, όπως αποκαλύπτεται από διάφορες περιγραφές της εποχής εκείνης. Η καλλιέργεια του αμπελιού είχε εισαχθεί στην Αίγυπτο από τη Συρία μαζί με τα σιτηρά και το λινάρι.
Η Αγία Γραφή αναφέρει τον Νώε σαν τον πρώτο που φύτεψε αμπέλι μετά τον κατακλυσμό και σαν τον πρώτο που παρουσιάζει μια άσχημη εικόνα της μέθης.
Στην αρχαία Ελλάδα από τα προϊστορικά της ακόμα χρόνια βρίσκουμε διαδεδομένη τη χρήση του κρασιού. Στα Ομηρικά έπη το κρασί καταλέγεται στην καθημερινή τροφή. Οι ήρωες του Ομήρου, τόσο οι Αχαιοί όσο και οι Τρώες, έπιναν οίνο μόνον από τους κρατήρες, δηλαδή συγκεκριμένον (ανακατεμένον) με νερό. Ο κρατήρας ήταν αγγείο, μέσα στο οποίο στη διάρκεια των συμποσίων ο οινοχόος «συνεκεράννυε» (=ανακάτευε) τον οίνο με το νερό. Από το γεγονός αυτό (του συγκερασμού του οίνου με το νερό) προήλθε η λέξη κρασί.
Σκέτο κρασί, δηλαδή άκρατον οίνον χρησιμοποιούσαν στο φαγητό τους μόνον σε μια περίπτωση στο πρόγευμα, το οποίο λεγότανε ακράτισμα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή χρησιμοποιούσαν άκρατον οίνον, στον οποίον βουτούσαν ένα κομμάτι ψωμιού (τεμάχιον άρτου) και το έτρωγαν. Το δείπνον λεγότανε δόρπον.
Στις θυσίες προς τους θεούς χρησιμοποιούσαν απαραιτήτως μόνον άκρατον οίνον. Επίσης, για τους θρησκευτικούς καθαρμούς, στις σπονδές και για να πλένουν τους νεκρούς. Με το κρασί που πήρε από τη Θράκη ο Οδυσσέας μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο.
Οι αρχαίοι πολιτισμοί εγνώριζαν τον άκρατον οίνον ως «φάρμακον». Με οίνον έπλεναν τις πληγές τους και οίνον χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των οστών μετά την καύση των νεκρών. Και στους μεταγενέστερους χρόνους οι Έλληνες αποκαλούσαν τον Διόνυσον ιατρόν, η δε Πυθία τον αποκαλούσε υγιάτην. Το κρασί το θεωρούσαν και σαν θεραπευτικό μέσο για ορισμένες παθήσεις του πεπτικού συστήματος…
Ο πατέρας της Ιατρικής Επιστήμης Ιπποκράτης ο Κώος (από την Κω) στο «Βιβλίο της Υγείας» αναφέρει με λεπτομέρειες τη σημασία που έχει η χρήση του. Το ανέρωτο κρασί κρύο, ζεστό ή σε κανονική θερμοκρασία ανάλογα με το κλίμα και το περιβάλλον το θεωρεί σαν διεγερτικό όχι μόνον για την πέψη αλλά και για τα νεύρα, την καρδιά και τα νεφρά.
Για τους αρχαίους Έλληνες οι κρατήρες είχαν μεγάλη αξία στη ζωή τους. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι ένας κρατήρας ήταν το πολυτιμότερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει κανείς σε αγαπητό του πρόσωπο ή σε κάποιο επίσημο πρόσωπο.
Οι Ρωμαίοι έκαναν αρκετή χρήση οίνου, δεν τον είχαν όμως και σε μεγάλη εκτίμηση και δεν επέτρεπαν τη χρήση του στις γυναίκες. Κατά τον Κάτωνα, οι οικείοι τους για να βεβαιωθούν ότι δεν μύριζαν κρασί τις φιλούσαν. Ο ιστορικός Πλίνιος χαρακτηρίζει το κρασί «υγιεινότατον». Ο ποιητής Οράτιος το θεωρεί σαν αιτία που ελαττώνει την εξυπνάδα το θεϊκό αυτό δώρο…
Αργότερα η Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο στο ιατρικό της βιβλίο χαρακτηρίζει το κρασί σαν ένα πραγματικό φάρμακο που διώχνει τις σκοτούρες, βοηθάει την πέψη, οξύνει το πνεύμα, δυναμώνει την όραση, οξύνει την ακοή, καθαρίζει το αίμα και δυναμώνει τον οργανισμό. Η ίδια, όμως, σχολή δεν παραλείπει να κάνει τη σύσταση να χρησιμοποιείται με μέτρο.
Τον 16ο αιώνα, το κρασί το έδιναν στους ασθενείς, στα νοσοκομεία της Ρώμης. Στις οδηγίες που κυκλοφόρησαν στις 11 Οκτωβρίου 1696 διαβάζει κανείς: «Το κρασί πρέπει προηγουμένως να το δοκιμάζουν οι γιατροί, για να ελέγχουν μήπως το προσωπικό το ενόθευσε προσθέτοντας νερό».
Ο Παστέρ, ο μεγάλος αυτός Γάλλος μικροβιολόγος, υπήρξε κατηγορηματικός: «Το κρασί είναι το πιο αγνό και το πιο υγιεινό από όλα τα ποτά». Ο μεγάλος του αυτός ενθουσιασμός ίσως προέρχονταν από το γεγονός ότι εκείνη την εποχή το κρασί ήταν το μοναδικό ποτό που ήταν αγνό από βακτηριολογική άποψη.
Φίλος του κρασιού ήταν και ο μεγάλος Ιταλός παθολόγος του 18ου αιώνα Τζούλιο Μπισοτζέρο, που έλεγε: «Σ’ αυτήν την κοινωνία που ζούμε, όταν σχεδόν κάθε μέρα που περνά διαψεύδει τις ελπίδες μας, όταν τα ανθρώπινα ιδανικά δεν μας κάνουν να νοιώθουμε ζεστασιά ή δεν μας πείθουν όσο θα έπρεπε, ποιος είναι εκείνος ο οποίος θα τολμήσει να ρίξει ανάθεμα εναντίον του κρασιού που μας φέρει τη γαλήνη». Αυτό θα το τολμήσει ένας άλλος σοφός Ιταλός ο Ρέντι που σ’ ένα του αφορισμό βεβαιώνει: «όποιος θέλει να πεθάνει πριν της ώρας του ας πίνει».
Ανάμεσα σε εκείνους που επαινούν το κρασί και σε εκείνους που κατακρίνουν τη χρήση του ο «Αφορισμός» του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για το κρασί στέκει ο πιο σωστά τοποθετημένος: «Το κρασί είναι έργο του Θεού, η μέθη έργο του Διαβόλου».