Νυχτερινές... επισκέψεις στο Νεκροταφείο του Αγ. Νικολάου!

on .

-  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

 Διαβάζοντας το βιβλίο του σεβαστού κι αγαπητού φίλου Κώστα Ι. Φωτόπουλου, για τα Γιάννινα και ιδιαίτερα την ιστορία για τον καημό του Παπαζώη για το Ρωμαίικο, όπου, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται στο πρόχειρο υπαίθριο καφενεδάκι, που ήταν στον εξωτερικό κήπο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου Κοπάνων και στους θαμώνες του, θυμήθηκα δύο στοιχήματα που είχαν βάλει οι μποσταντζήδες, που σύχναζαν κι αυτοί σ' αυτό, όπως μας τα είχε διηγηθεί ο πατέρας μου, όχι φυσικά με χρήματα, αλλά ο χαμένος θα πλήρωνε το ρακί ή το κρασί που πίνανε στις συναντήσεις τους.
Η παραπάνω εκκλησία είχε επί Τουρκοκρατίας κτήματα γύρω της, τα οποία κυρίως ήταν μποστάνια και τα νοίκιαζε. Ένα απ' αυτά είχε νοικιάσει κι ο πατέρας μου όταν μεγάλωσε κι έγινε άντρας, για να βοηθήσει την πατρική του οικογένεια που έμενε στην Καραβατιά. Τα μεσημέρια και ιδιαίτερα τα βράδια σύχναζαν στο πιο πάνω καφενεδάκι όλοι σχεδόν οι μποσταντζήδες της περιοχής, αυτοί που αναφέρει στο βιβλίο του ο Κ. I. Φωτόπουλος και άλλοι Γιαννιώτες.
Στις διάφορες συζητήσεις που κάνανε, στους μισελέδες και στα αστεία που λέγανε, προσθέτονταν και τα διάφορα στοιχήματα που βάζαν μεταξύ τους με κέρδος το ρακί ή το κρασί της παρέας. Έτσι, αποφασίστηκε να βάλουν τα παρακάτω στοιχήματα, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, που είχαν σχέση με το Νεκροταφείο, το οποίο ήταν απέναντι από την εκκλησία, όπως είναι και σήμερα.
Το πρώτο ήταν: Ποιος από τους θαμώνες του καφενείου θα μπορέσει να διασχίσει τα δρομάκια του Νεκροταφείου μια σκοτεινή νύχτα του καλοκαιριού. Ύστερα από συζητήσεις γι' αυτό μερικές μέρες και κουτσοπίνοντας στο καφενεδάκι βρέθηκε ο θαρραλέος της συντροφιάς, που θα πήγαινε βράδυ στο Νεκροταφείο.
Μια νύχτα, λοιπόν, χωρίς φεγγάρι κι αφού αυτή είχε προχωρήσει πολύ, σηκώθηκε από την παρέα ο αποφασισμένος να διασχίσει τα δρομάκια του Νεκροταφείου, πέρασε το δρόμο που πηγαίνει για το Πέραμα και μπήκε από την είσοδο σ' αυτό, ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στην άκρη του δρόμου από την πλευρά της εκκλησίας παρακολουθώντας τον με το αχνό φως που σκόρπιζαν τ' άστρα από τον ουρανό.
Η μαύρη του σιλουέτα φαινόταν να προχωρεί σιγά - σιγά στο κάθετο δρομάκι του Νεκροταφείου και, φτάνοντας στο βάθος του, σταμάτησε στο σταυροδρόμι κι όλοι περίμεναν να πάει δεξιά ή αριστερά, στα δρομάκια δηλαδή, που ήταν προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Εκείνη τη στιγμή τον είδαν να ξεκινάει απότομα και να τρέχει προς την έξοδο του Νεκροταφείου, να περνάει τρέχοντας αλαφιασμένος από μπροστά τους και να πηγαίνει να κάθεται στο καφενεδάκι πίνοντας γρήγορα για να συνέρθει μια κούπα νερό. Σε λίγο συγκεντρώθηκε όλη η παρέα στο τραπέζι και περίμενε εξηγήσεις για το λόγο που επέστρεψε τόσο ξαφνικά από το νυχτερινό περίπατο που είχε αποφασίσει να κάνει στο Νεκροταφείο, κερδίζοντας έτσι το στοίχημα.
Εκείνος, πανιασμένος ακόμα από το φόβο του, είπε ότι γύρισε τρέχοντας γιατί είδε τις ψυχές των πεθαμένων να περπατάνε κρατώντας λαμπάδες αναμμένες. Όλοι οι υπόλοιποι ξέσπασαν σε γέλια κι ενώ πίνανε το κρασί που εκείνος θα πλήρωνε, του εξήγησαν για τις «ψυχές».
Ο πατέρας μαζί με δύο μποσταντζήδες είχαν μαζέψει από τα μποστάνια πέντε - έξι χελώνες της ξηράς, που το καλοκαίρι κυκλοφορούν πολλές, τις πήγαν αποβραδίς και τις άφησαν στο σημείο εκείνο του Νεκροταφείου, αφού προηγουμένως πάνω στα καύκαλά τους είχαν κολλήσει κομμάτια λαμπάδων.
Αυτά πήγε και τ' άναψε ένας της συντροφιάς, χωρίς να γίνει αντιληπτός, προτού ο «θαρραλέος» πάει στο Νεκροταφείο κι έτσι αυτός βρέθηκε μπροστά στο θέαμα των έξι χελωνών να προχωράνε με τις αναμμένες λαμπάδες, ήσυχες αυτές, σκορπώντας όμως το φόβο στο φίλο του πατέρα και των άλλων.
Το δεύτερο ήταν: Ποιος από τη συντροφιά θα πήγαινε ένα βράδυ, που θα είχαν νταβά με φαλαρίδες από τη λίμνη ή με χέλι απ' αυτή ή με σκωταριά, ένα ποτήρι κρασί στο μνήμα ενός φίλου τους, που πρόσφατα είχε πεθάνει, οπότε δεν θα πλήρωνε το μερίδιο του στο κρασί, αν έχανε όμως, θα πλήρωνε αυτός όλο το κρασί της παρέας.
Ο πεθαμένος (δεν θυμάμαι τ' όνομά του) ήταν κρασοπατέρας και δεν έλειπε ποτέ από τα τραπέζια που έκαναν με νταβά, ιδίως τα Σαββατόβραδα. Επίσης ήταν ετοιμόλογος και πείραζε όλους τους άλλους που ήταν μικρότεροι του.
Όταν βρέθηκε εκείνος που θα πήγαινε μια σκοτεινή νύχτα στο Νεκροταφείο, κανόνισαν και έκαναν ένα νταβά με καλό μεζέ για ένα Σαββατόβραδο χωρίς φεγγάρι. Η νύχτα είχε προχωρήσει όπως και το φαγοπότι και το καλό κρασί του καφετζή έφερε το κέφι στην παρέα, η οποία, μεταξύ των άλλων, θυμήθηκε και τον καλό και ανοιχτόκαρδο φίλο, που είχε πεθάνει. Έτσι, είπαν στoν σύντροφό τους να πάει το ποτήρι κρασί στο χαμένο φίλο τους στο Νεκροταφείο. Πρέπει εδώ να πούμε ότι τότε τα μνήματα δεν τα κάλυπταν με μάρμαρα, αλλά με σανιδένιο κιβούρι, που έμοιαζε με ορθογώνια σκάφη ανάποδα βαλμένη.
Ξεκίνησε λοιπόν ο φίλος του πατέρα και των άλλων μ' ένα ποτήρι κρασί και πέρασε απέναντι στο Νεκροταφείο, ενώ οι υπόλοιποι, πλην ενός, τον παρακολουθούσαν από μακριά. Φτάνοντας στο μνήμα και λέγοντας ότι του φέρνει ένα ποτήρι κρασί από την παρέα και τη στιγμή που έσκυβε να τ' αφήσει πάνω στο κιβούρι ακούει μια απόκοσμη φωνή να του λέει: «Να γίν'ς ξίκ’ κι πάστρα, ισείς ντιρλικώσαταν έναν πάτο κι έναν γύρο κι 'μένα μου φερν'σ’ μόνο ένα πουτήρ' κρασί;». (Να φύγεις από μπροστά μου, εσείς φάγατε και ήπιατε πάρα πολύ και μένα μου φέρνεις μόνο ένα ποτήρι κρασί;).
Του «θαρραλέου» φίλου έπεσε το ποτήρι με το κρασί απ' το χέρι και τρομαγμένος έφυγε σαν σφεντόνα και βρέθηκε στο καφενεδάκι τρέμοντας ακόμη από το φόβο του. Όταν συνήλθε και πλήρωσε το κρασί στον καφετζή, θέλησε να μάθει πώς «μίλησε» ο πεθαμένος φίλος τους.
Τότε του είπαν ότι την ώρα που αυτός ετοιμάζονταν να πάει απέναντι, ένας νέος και μικρόσωμος μποσταντζής της παρέας πήγε γρηγορότερα και ξάπλωσε δίπλα από το μνήμα. Αφού σκεπάστηκε με την μεγάλη ξύλινη σκάφη, που είχε στο μποστάνι του όπου έπλεναν τα ρεπάνια και τις ρέπες, από κει του μίλησε χαμηλόφωνα, αλλάζοντας τη φωνή του.