Κάνε «νάνι» Αϊλάν...

on .

ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

  Της ΕΛΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ-ΔΟΥΒΛΗ

•  Έχω μπροστά μου τη φωτογραφία σου Αϊλάν, ψυχούλα μου. Έτσι όπως την έστειλαν σ’ όλο τον κόσμο τα ανθρωποφάγα μέσα ενημέρωσης.
Βλέπω το κορμάκι σου ριγμένο στην αφιλόξενη ακτή. Μοιάζεις να κοιμάσαι βαθιά.
Σε δροσίζει ο μπάτης, σε νανουρίζει το κύμα, σε χαϊδεύει ο αφρός και δεν ξυπνάς; Τι να ονειρεύεσαι και χαμογελάς;
Όμως, η καρδούλα σου δεν χτυπά... Το κορμάκι σου το άγουρο είναι κοκαλιασμένο...
Τα παπουτσάκια σου μου έχουν γίνει εφιάλτης, έτσι καθώς μοιάζουν σαν δύο βαζάκια που από μέσα τους ξεπροβάλουν σαν λουλούδια τα ποδαράκια σου, χρυσό μου. Δεν πρόλαβες καλά - καλά να περπατήσεις και να παίξεις σ’ αυτούς τους δρόμους της ζωής τους στρωμένους μ’ αγκάθι, μικρέ μου.
Πώς άντεξαν αυτά τα ποδαράκια να περπατήσουν μερόνυχτα, και για πού; Για τον Παράδεισο!
Έτσι σου είπαν, και δεν ήξερες πως ο παράδεισος που σου έταζαν ήταν κόλαση, χειρότερη απ’ αυτή που γκρέμισε το σπίτι σου. Αθώα η ψυχούλα σου πιασμένη απ’ το μητρικό φουστάνι έφυγε απ’ του πολέμου τη φωτιά…
Για πού Αϊλάν; Ποιος σε καρτερούσε, να σε καλοδεχτεί;
Ποια πόρτα ήταν ανοιχτή για σένα το προσφυγόπουλο της Συρίας;
Για πού ξεκίνησες αγγελούδι μου! Σε ποιόν κόσμο ήλπιζες;
Και δεν σου είπαν ότι οι άνθρωποι είναι θηρία! Αλλά ήσουν μικρός και τι να καταλάβεις!
Κοιμήσου Αϊλάν που απ’ το γάλα της μάνας σου γνώρισες της προσφυγιάς το ξεροκόμματο.
Δεν είδες και δεν χόρτασες τη ζωή και τον ήλιο. Γιατί τους ανθρώπους πρόλαβες και τους γνώρισες και απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη.
Κι ήθελες τόσο να ζήσεις! Να μεγαλώσεις, να μάθεις γράμματα, να χεις σπιτάκι δικό σου και παιδάκια γελαστά κι ευτυχισμένα!
Κι όμως σου έκοψαν το νήμα της ζωής σου, σου τσάκισαν τα όνειρα, σου γκρέμισαν τα παλάτια της φαντασίας σου κάποιοι κακοί, κι άγριοι και άπονοι και σκληροί και αδίστακτοι που μόνο άνθρωποι δεν έπρεπε να λέγονται. Σε σεβάστηκαν τα σκυλόψαρα και δεν σ’ άγγιξαν κι αναμέρισαν λυπημένα.
Μόνο οι άνθρωποι δεν σε σεβάστηκαν, δεν σ’ αγάπησαν, δεν σε λυπήθηκαν μικρό μου! Ούτε κι αυτή η θάλασσα δεν σε λυπήθηκε και σε ξέβρασε, σε πέταξε σκουπιδάκι άχρηστο στην έρμη ακρογιαλιά.
Κι έτσι που κείτεσαι ξέπνοο, μοιάζεις με παιχνιδάκι που κάποιο παιδάκι ξέχασε στην παραλία… Ίσως και να το πέταξε γιατί ήθελε να του πάρουν άλλο…
Και τώρα αγγελούδι μου κοιμήσου. Κοιμήσου!
Έτσι όπως ξεκίνησες με το φτηνό μπουφάν και τα όμορφα παπουτσάκια σου από το σπίτι σου κατ’ ευθείαν για τον ουρανό.
Σε καρτερά εκεί μ’ ανοιχτή αγκαλιά ο Θεός ή ο Αλλάχ! Για να σε ξεκουράσει, να σε γαληνέψει απ’ του πολέμου το φόβο και τη φωτιά και των ανθρώπων την κακία και την αδιαφορία!
Κοιμήσου τώρα αγγελούδι μου. Δεν έχεις πια κανέναν ανάγκη. Κι ούτε κανένας θα σε σκιάξει.
Κι ούτε πονάς κι ούτε διψάς κι ούτε πεινάς.
Μονάχα ονειρέψου καθώς ο ύπνος του θανάτου σε κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του!
Κοιμήσου παρέα με τ’ ουρανού τα’ αγγελούδια κι ας πιστεύουν σ’ άλλο Θεό. Αφού οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν Θεό.
Ας ήταν να μπορούσα να πετάξω από ένα μικρό Ελληνικό χωριό, να σε αγκαλιάσω, να σε μοσκοπλύνω, να σε στολίσω με μια αγκαλιά λουλούδια και να σε νανουρίσω:
«Νάνι νάνι το μωρό μου  νάνι νάνι το χρυσό μου
Έλα ύπνε αγάλι αγάλι στου Αϊλάν το προσκεφάλι
Έλα ύπνε ύπνωσέ το, και γλυκά αποκοίμισε το».
***
Το προσφυγάκι μου το ρούσο θα τα’ αλλάξω θα το λούσω.
Θα το στείλω στη δασκάλα να ’ναι πι’ όμορφο από τα’ άλλα».
Σσσς ο Αϊλάν αποκοιμήθηκε...
Κάνε «νάνι» ψυχούλα μου.