«Παρά φύσιν» κυβέρνηση!..

on .

- Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ,
πρ. Δημοτικός Σύμβουλος Ιωαννίνων

  • Για πρώτη φορά μετεκλογικά κανείς δεν υποστηρίζει ότι «ο λαός ψήφισε σοφά». Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Είναι αδικαιολόγητη η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως γιατί το πρώτο κόμμα έχει μεγάλη διαφορά από το δεύτερο; Ή μήπως πρόκειται για πολιτική ανωριμότητα των ψηφοφόρων επειδή έστειλαν πολλά κόμματα στη Βουλή; Θα αποφύγω να ερμηνεύσω το αποτέλεσμα, αν και υπάρχουν πολλές και πειστικές εξηγήσεις.
  Μονάχα θα επικαλεστώ ως βάση της προσωπικής μου ανάλυσης αυτό που σημειώνει σε βιβλίο του ο μεγάλος στοχαστής Κορνήλιος Καστοριάδης: «Η δημοκρατία προϋποθέτει το δικαίωμα του λαού να σφάλει βαριά». Ανάλογη άποψη έχει διατυπώσει και στα αρχαία χρόνια ο Ξενοφώντας στα «Ελληνικά»: «Είναι κακό να εμποδίζεται ο λαός να πράττει αυτό που επιθυμεί».
Άρα, το να επιχειρούμε την αξιολόγηση της ψήφου του λαού με κριτήριο τις εκλογές του αντιβαίνει στο βαθύτερο περιεχόμενο της δημοκρατίας. Αφού στη σύγχρονη αστική δημοκρατία η πλειοψηφία αποφασίζει και η μειοψηφία ελέγχει. Αν το δίκιο και το ορθό βρίσκεται στις προτιμήσεις εκείνου που αποφασίζει ή αυτού που ελέγχει θα κριθεί από το παραγόμενο έργο και από την αποτίμηση της κοινωνίας, όταν θα έχουμε αποτελέσματα.
Βεβαίως έχουμε την πολιτική υποχρέωση και το δικαίωμα να αναλύουμε θεωρητικά το αποτέλεσμα των εκλογών, τη σύνθεση της κυβέρνησης και το κυβερνητικό πρόγραμμα, εφόσον αυτό έχει παρουσιαστεί προεκλογικά στον λαό. Άλλωστε η προσωπική θεώρηση των κοινωνικών πραγμάτων φανερώνει πολίτη ενεργό και σκεπτόμενο, όσο ακριβώς χρειάζεται ο τόπος και απαιτεί η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Γιατί η κριτική εκ μέρους των πολιτών συμβάλλει ώστε και η κυβέρνηση να διαχειρίζεται ορθότερα την εξουσία, αλλά και οι συμπολίτες να κατανοούν ουσιαστικότερα τα γενόμενα και τα μελλούμενα.
Κατ’ αρχήν δεν πρόκειται για νέα κυβέρνηση, αφού τα ίδια πρόσωπα ανακυκλώνονται και εναλλάσσονται σε ρόλους. Τι κι αν η κοινωνία περίμενε ν’ αξιοποιηθούν άνθρωποι με γνώσεις, με κύρος και με σοβαρότητα; Τι κι αν στις σημερινές συνθήκες της φτώχειας και της απόγνωσης οι πολίτες περίμεναν ένα ευέλικτο και ολιγομελές κυβερνητικό σχήμα. Ο πρωθυπουργός έδειξε πως νοιάζεται περισσότερο να τακτοποιήσει τους συνεργάτες και τον Καμμένο παρά πώς θα οδηγήσει την ταραγμένη κοινωνία σε απάνεμο λιμάνι.
Και το πλέον προκλητικό είναι η αλλόκοτη χημεία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Θεωρώ ότι ο κ. Τσίπρας, προτιμώντας για κυβερνητικό συνέταιρο τον Καμμένο, διέπραξε για δεύτερη φορά μείζον πολιτικό λάθος. Πρόκειται για μια συνειδητή πολιτική πράξη, η οποία δημιουργεί πολιτικό υπόβαθρο λίαν επικίνδυνο για το μέλλον της ελληνικής δημοκρατίας και της χώρας γενικότερα. Κανείς δεν μπορεί να δώσει μια λογική και πειστική απάντηση σ’ αυτή την εμμονή του κ. Τσίπρα γιατί δέχεται τη συνεργασία με τον Καμμένο, ο οποίος πλαισιώνεται από στελέχη με ρατσιστικές και αντιευρωπαϊκές ιδέες. Να γιατί ο κόσμος φωνάζει ότι όλοι είναι ίδιοι!
Και πράγματι θα μπορούσε στο παρελθόν να φανταστεί κάποιος τον Κ. Καραμανλή, τον Α. Παπανδρέου και τον Σημίτη να συνεργάζονται με ένα ακροδεξιό κόμμα; Γιατί ύστερα από τον εμφύλιο πόλεμο είχαν τεθεί τα ιδεολογικά σύνορα των κομμάτων και με βάση το γεωγραφικό του στίγμα διαμορφωνόταν το εκάστοτε κυβερνητικό σχήμα. Μοναδική εξαίρεση το 1989, το οποίο και έχει κριθεί κι αφύσικο και βλαβερό για το πολιτικό μας σύστημα. Μα και σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν συμβαίνει το ίδιο; Συνεργάζονται κόμματα με συγγένεια σε ιδέες, σε αξίες και σε στρατηγικό προσανατολισμό. Πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο δεν συναντάμε ανάλογο πολιτικό ανοσιούργημα.
Όσοι έχουμε περάσει από τα πανεπιστήμια και έχουμε εντρυφήσει σε πολιτικά κείμενα γνωρίζουμε τη σχέση της ιδεολογίας με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό το κυβερνητικό μόρφωμα «Αριστεράς» και ΑΝΕΛ είναι πρωτόγνωρο και αφύσικο. Ίσως η Ελλάδα για μια φορά ακόμη επιχειρεί να ξεχωρίσει και στο πολιτικό πεδίο για να ξαναφωτίσει τους Ευρωπαίους, όπως το έκανε στην περίοδο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού!
Όλα τα ευρωπαϊκά κόμματα απορούν και αδυνατούν να κατανοήσουν τις πρακτικές του κ. Τσίπρα για να στεριώσει τον σέμπρο με τον Καμμένο και την παρέα του. Ίσως η δικαιολογία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να ήταν ότι η χώρα βρίσκεται σε μη κανονική κατάσταση και χρειάζεται και κυβέρνηση με κανονική!
Αναρωτιέμαι πώς ένας αριστερός πολιτικός ή ένας δημοκρατικός πολιτικός δέχεται να συγκυβερνά με ένα ακροδεξιό, ρατσιστικό και φασίζον κόμμα. Γιατί υπάρχει κάτι το κοινό στην μαρξιστική σκέψη του Τσίπρα και στον ακραίο λαϊκισμό του Καμμένου;
Να γιατί δεν πρέπει να απορούμε που και στα Καλάβρυτα ακόμα έχει αύξηση του ποσοστού της η Χρυσή Αυγή.
Μακάρι να μην πληρώσει η κοινωνία αυτό το αταίριαστο πολιτικό ζευγάρι, αυτή την «παρά φύσιν» κυβέρνηση.