Παρατσούκλια των παλιών Γιαννιωτών μποσταντζήδων!..

on .

- Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΑΚΗΣ

  Στα παλιά Γιάννινα συνηθίζονταν πολύ το παρατσούκλι, δηλαδή το παρανόμι ή το πειραχτικό ονομάτισμα ενός ατόμου, που, όταν το χρησιμοποιούσαν συνέχεια, πολλοί ξεχνούσαν, μερικές φορές, το επίθετο του. Έτσι, ήταν πολλοί παλιοί Γιαννιώτες που είχαν παρατσούκλια και οι περισσότεροι ήταν γνωστοί τότε στη μικρή μας πόλη μ' αυτά.
Από τους παραπάνω δεν εξαιρούνταν και οι μποσταντζήδες εκείνης της εποχής, που σήμερα είναι μακαρίτες. Με μεγάλη ευλάβεια στη μνήμη τους θα θυμηθώ μερικούς, που τότε μικρός ακούγοντας να τους φωνάζουν με το παρατσούκλι νόμιζα ότι είναι το επίθετο τους. Αυτοί ήταν: ο Μιχάλης Σαχάλας, ο Νάσιος Κεντρομύτης, ο Κίμωνας και ο Λευτέρης Καμτσάνης, ο Μιχάλης Μπάκακας, ο Πάνος Πανολάμπρος, ο Νίκος Ντουμπορτόης, ο Νίκος Κόκκινος, ο Αλέξης Γύφτος και ο περιβόητος Γιώργος Ζαηκός, ο επονομαζόμενος γιατρός, γιατί με τα γιατροσόφια του είχε σώσει πολλούς από διάφορες αρρώστιες και ιδιαίτερα δερματικές.
Ο Νάσιος Κεντρομύτης ήταν ο αγαπημένος, σεβαστός κι αξέχαστος πατέρας μου. Όταν ζούσε κι όταν, εγώ και τ' αδέλφια μου, ήμασταν μικρά, μας εξηγούσε πώς οι φίλοι του του «κόλλησαν» το παρανόμι «Κεντρομύτης».
Επί Τουρκοκρατίας, μας έλεγε, κατοικούσε στο πατρικό του σπίτι που ήταν στη συνοικία της Καραβατιάς στην άκρη του βουνού και πάνω από το δρόμο, που σήμερα λέγεται Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το βουναλάκι αυτό των Γιαννίνων τότε δεν είχε δέντρα παρά μόνο θάμνους και συχνά ήταν το πεδίο των πετροπόλεμων, που γίνονταν ανάμεσα στα Ελληνόπουλα της συνοικίας και τα Τουρκόπουλα από άλλες συνοικίες.
Σ' έναν τέτοιο πετροπόλεμο, που γίνονταν κοντά στην τρύπα του Τζινέλη, μια πέτρα χτύπησε τον πατέρα στη μύτη, η οποία μάτωσε, πρήστηκε και στράβωσε λίγο, οπότε η παρέα του τον φώναζε πλέον Κεντρομύτη.
Χαρακτηριστικές της επικράτησης του παρανομίου αντί του επιθέτου είναι οι παρακάτω δύο περιπτώσεις: Όταν το 1958 χρειάστηκε να βγάλω μια ακτινογραφία θώρακα, απαραίτητη για το διορισμό μου ως διοικητικού υπαλλήλου στο τότε Δημοτικό Νοσοκομείο της πόλης μας, πήγα στο Ακτινολογικό Εργαστήριο του Νοσοκομείου «Γ. Χατζηκώστα». Ο μακαρίτης ακτινολόγος γιατρός Βασίλειος Λάππας, που ήταν Διευθυντής του παραπάνω Εργαστηρίου, με ρώτησε πώς λέγομαι και ακούγοντάς με ότι λέγομαι Δημήτριος Κοράκης και ότι είμαι γιος μποσταντζή, απορημένος μου είπε: «Ποιανού μωρέ μποσταντζή είσαι; εγώ δεν ξέρω κανέναν που να λέγεται Κοράκης». Όταν άρχισα να του εξηγώ ότι το μποστάνι μας ήταν κοντά στη Λιμνοπούλα και κάτω από το σπίτι του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα και ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει με διέκοψε συγκινημένος με μια ελαφριά κατακεφαλιά λέγοντας: «Βρε είσαι γιος του καλού μου κι αξέχαστου φίλου Νάσιου Κεντρομύτη, που ήταν σύντροφος στις παρέες και στα κυνήγια, ιδιαίτερα της λίμνης, γιατί μωρέ με παίδεψες και δεν μου είπες από την αρχή ότι είσαι παιδί του Κεντρομύτη, αφού έτσι περισσότερο ξέρουμε εμείς τον πατέρα σου;».
Στις αρχές του 1988 όταν ο σεβαστός και καλός μου φίλος Κώστας I. Φωτόπουλος μου πρόσφερε φιλικά κι εγκάρδια το βιβλίο του με τίτλο: «ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ, Οι Μαχαλάδες, τα σοκάκια και τα τοπωνύμιά τους με τις ιστορικές και λαογραφικές παραδόσεις και ανέκδοτα» μου είπε ότι, στη σελίδα 18 αναφέρει και τον πατέρα μου στους θαμώνες του μικρού πρόχειρου υπαίθριου καφενείου, που υπήρχε στον εξωτερικό κήπο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου Κοπάνων και ότι, δεν τον αναφέρει με το επίθετό μας, αλλά με το παρατσούκλι, γιατί έτσι ήταν περισσότερο τότε γνωστός.