Η εποποιία του 1940 (Από το ημερολόγιο του λοχία Γιάννη Θ. Πισιμίση)

on .

- Επιμέλεια ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΟΜΠΟΤΗ

• Ο αείμνηστος Γιάννης Θ.Πισιμίσης δάσκαλος-ιστορικός έζησε και κατέγραψε την κόλαση του έπους του 1940. Γεννήθηκε το 1915 στο Παλαιόκαστρο Γορτυνίας Αρκαδίας.
Απόγονος της μεγάλης οικογενείας των Πισιμισαίων, οι οποίοι είχαν συμμετοχή στους αγώνες του Έθνους για λευτεριά με αποκορύφωμα τον ήρωα Γιάννη Κ. Πισιμίση (1798-1821), σημαιοφόρο του Γ.Πλαπούτα, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στην πρώτη νικηφόρο μάχη του ’21, τη μάχη του Λάλα.
Ο συντάκτης του ημερολογίου υπήρξε καταξιωμένο μέλος των Αρκαδικών γραμμάτων, λαβών 25 τιμητικές διακρίσεις.
Διετέλεσε Επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων στην περιφέρεια Σύρου και Νάξου και μετέπειτα στην Περιφέρεια Πειραιώς. Υπηρέτησε σαν έφεδρος λοχίας διμοιρίτης πεζικού στην πρώτη γραμμή του πυρός στον πόλεμο του 1940, από τον οποίο μας παρουσιάζει ανάγλυφο το τοπίο των μαχών με τις φρικαλεότητες αυτού του πολέμου, γράφει στον πρόλογο του ημερολογίου ο Αντώνης Αλεξόπουλος, Πρόεδρος του Συλλόγου Κρυονεριτών.
Ο ίδιος ο συγγραφέας και συντάκτης του ημερολογίου, μεταξύ των άλλων γράφει, ότι οι κλάσεις του 1935 και 1936, που ανήκε κι ο ίδιος, ήταν οι δύο κλάσεις που αποδεκατίστηκαν τόσο, όσο καμία άλλη κλάση μεταξύ του 1930-1940… «Όσοι βγήκαμε ζωντανοί κερδίσαμε το μεγαλύτερο λαχείο της ζωής και όλου του κόσμου, τη ζωή!!!
ΕΙΚΟΝΕΣ ΦΡΙΚΗΣ  «Ποτέ όμως δε θα ξεχάσω το κόκκινο αχνάτο αίμα π’ άφηναν οι ξυπόλητες πατημασιές στο κάτασπρο χιόνι, τα σάπια από τα κρυοπαγήματα ποδάρια του παλικαριού που το κρατούσαν δύο στρατιώτες και το κατέβαζαν από το ύψωμα Παπακώστα για να το πάνε στο Λάμποβο.»
28 Οκτωβρίου 1940 (Πρώτη μέρα). Η φοβερή είδηση του αποχωρισμού: Ο συγγραφέας αφηγείται, ότι πριν ανοίξει το σχολείο (Βελανιδιάς Μεσσηνίας) άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά ασταμάτητα. Μπαίνοντας πληροφορήθηκε από το τηλεφωνητή του διπλανού χωριού την κήρυξη του πολέμου. Όσα παιδιά είχαν έρθει τα έστειλε να χτυπούν την καμπάνα φωνάζοντας συγχρόνως πόλεμος…
«Ο αποχαιρετισμός των μαθητών μου, που όλα έκλαψαν με λυγμούς μού ράγισαν την καρδιά». «Εγώ θα παρουσιαζόμουν στο 11ο Σύνταγμα Τριπόλεως στον 3ο λόχο του Ι’ τάγματος, στην πρώτη διμοιρία….».
Η αναχώρηση για το μέτωπο έγινε στις 3-11-1940 χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν, αναφέρει ο συντάκτης: Το βαγόνι του τραίνου (μουντζούρη) που επιβιβάστηκαν έγραφε απ’ έξω «ίπποι 4 άνδρες 18». Το δρομολόγιο που ακολούθησαν ήταν: Ρουφ (Αθήνα), Δομοκός, Παλιοφάρσαλα, Σοφάδες, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα.
Από εκεί κατά το Γιάννη Πισιμίση, αναχώρησε όλο το τάγμα στις 7-11-1940 με κατεύθυνση την Κατάρα πάντα με άσχημες καιρικές συνθήκες, με στάσεις και διανυκτερεύσεις. «Γλιστρούσαμε, πέφταμε, ξανασηκωνόμαστε για να πέσουμε στα λασπόνερα. Για ξαλάφρωμα των ζώων μοίρασαν σε μας τα πυρομαχικά». Στις 9-11-1940 έπειτα από πολλές περιπέτειες έφτασαν στον Κάμπο του Δεσπότη, όπου κατασκήνωσαν για 15 ημέρες.
Ένας λοχαγός μαυραγορίτης: «Εδώ ο λοχαγός του 3ου λόχου βρήκε την ευκαιρία να φάει το καταπέτασμα (τα έστελνε στη γυναίκα του πίσω)… πουλούσε όλα τα τρόφιμα στο χωριό (Μαλακάσι). Το κονιάκ μας το μοίραζε με το κουταλάκι. Τα κεφάλια το τυρί, όπως τα’ παιρνε, πήγαιναν κατευθείαν στο Μαλακάσι….».
23-11-1940:  Πέρασαν από την Κατάρα οι πρώτοι Ιταλοί αιχμάλωτοι :Μπόνο Γκραίκο» μας έλεγαν, όταν τους δίναμε τσιγάρα και κουραμάνες». Από εκεί αναχώρησαν για το Καλπάκι, στο οποίο έφτασαν στις 30-11-1940 , με ενδιάμεσες στάσεις, όπου «Η ημέρα μας έδειξε όλη τη φρίκη, που μένει στον τόπο ύστερα από μια φοβερή μάχη, που κράτησε πολλές μέρες… Βρήκαμε 11 νεκρούς Ιταλούς άταφους ακόμη σε κατάσταση τυμπανιαία. Αθώα θύματα ενός τρελού δικτάτορα, του Μουσολίνι…».
5 Δεκέμβρη 1940: ΜΑΞΙΛΑΡΙ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΙΤΑΛΟΥ
Αφού βρέθηκαν στα σύνορα στην Κακαβιά: «Το πρωί που ξύπνησα τι να ιδώ!! Το μαύρο κούτσουρο που είχα μαξιλάρι ήταν νεκρός Ιταλός τυλιγμένος με μια κουβέρτα..».
Η πορεία συνεχίστηκε πάνω στα ψηλά βουνά με χιόνια πάνω από 2 μέτρα, νηστικοί, χωρίς νερό, τρώγοντας χιόνι, που πρήζονταν τα χείλη τους.
«Μπορούσες η δεν μπορούσες έπρεπε να περπατάς» γιατί σε αντίθετη περίπτωση κινδύνευαν ν’ αποκοπούν και να χαθούν, χάνοντας τον προσανατολισμό τους.
«Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα. Τούτη τη στιγμή ο θάνατος θα ήταν λύτρωση»
Επιτέλους έφθασαν στο Αργυρόκαστρο, το οποίο είχε πέσει στις 8-12-1940 «μα εμείς δεν το είχαμε μάθει, τώρα το μαθαίναμε». Έπειτα από τόσες μέρες ταλαιπωρίας ζεστάθηκε το κοκαλάκι τους βρίσκοντας ζεστή φιλοξενία στο αρχοντικό σπίτι του Βορειοηπειρώτη Έλληνα φαρμακοποιού Τσέτση. Τους υποδέχθηκαν με ένα πλούσιο γεύμα. «Τι να σας πω βρε παιδιά. Μου φαίνεται θαύμα, που σας βλέπω» τους είπε ο Τσέτσης και συνέχισε: «Όταν οι Ιταλοί νικήθηκαν στην Κακαβιά, ξέρετε που κρατήθηκαν; Στο Τεπελένι.
Όταν είδαν όμως ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν τους ακολούθησε το βράδυ γύρισαν εδώ κι επί τρεις μέρες και νύχτες έτριζε ο τόπος κάτω στον κάμπο και μ’ όλα τα μηχανικά μέσα κουβάλαγαν ασταμάτητα όλο αυτό το υλικό στο Τεπελένι. Ό, τι δεν μπόρεσαν να πάρουν το έκαιγαν..». Δεν εκμεταλλεύτηκαν τη νίκη, δεν καταδίωξαν τον εχθρό. «Το λάθος τούτο το πληρώσαμε ακριβά σε έμψυχο και άψυχο υλικό..
Το Τεπελένι έγινε ο τάφος μας» γράφει ο συντάκτης του ημερολογίου. Ο φαρμακοποιός τους εξομολογήθηκε πως ήταν ένας στρατός σάπιος (ο ιταλικός) από το στρατηγό του έως τον τελευταίο φαντάρο, ήσαν όλοι τους γεμάτοι από αφροδίσια νοσήματα. Συνέχισαν προς το Τεπελένι από έναν καινούργιο χωματένιο δρόμο.
12-12-1940 Το βάπτισμα του πυρός: Την ήσυχη σιγαλιά του όμορφου αυτού τοπίου τη διέκοψαν απότομα ήχοι μηχανών ιταλικών αεροπλάνων «Από μπρούμυτα, που είχαμε πέσει εγκαταλείψαμε το δρόμο και πιάσαμε τους θάμνους, πέτρες..γιατί σε λίγο, αφού έριξαν τις βόμβες, θα άρχιζαν τα ταχυβόλα τους… Εκείνο που κατάλαβα όμως ήτο πως η καταστροφή ήταν μεγάλη κι οι απώλειες σε ζώα και ανθρώπους πρέπει να ήταν φοβερή..»
Συνεχίζοντας έφτασαν σε ένα καθαρό αλβανικό χωριό το Ζουλιάτι. Ανεβαίνοντας προς το Γκολέμι στις 13-12-40 άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Πήγαιναν να αντικαταστήσουν ολόκληρη τη Μεραρχία του κεντρικού τομέα μεταξύ Τεπελενίου-Χειμάρρας. Φτάνοντας στο Γκολέμι το χιόνι είχε ξεπεράσει το 1,50 μ.: «Σαν επικεφαλής τμήματος που ήμουν, κανείς δεν μου υπέδειξε που έπρεπε να σταθώ με το τμήμα μου και σε ποια κατεύθυνση ήταν ο εχθρός, ούτε που ήταν δρόμος.. Πρώτη φορά. Ξενύχτησα χωρίς να βγάλω παπούτσια… Το πρωί τα όπλα μας δεν άνοιγαν. Κατουρήσαμε στα «κινητά ουραία» για ν’ ανοίξουν και λειτουργήσουν..»
Το μεσημέρι στις 15-12-1940 βρέθηκαν σε απόσταση 100 μέτρων από τις ιταλικές γραμμές και όταν πήγαν να ξεμυτίσουν τους γάζωσε μια ριπή ταχυβόλου.
Μια φοβερή σκηνή μάχης: «Ένας όλμος έσκασε πέφτοντας κατακόρυφα μέσα στη μέση του σωρού, την ώρα που φώναζαν αέραααα! χωρίς να κάνουν επίθεση. Όλοι ,τους είδα να παίρνουν μια στροφή περί τον άξονά τους και να πέφτουν κάτω ακτινωτά. Τριάντα άνθρωποι έπεσαν όλοι τους νεκροί …είχαν βαριά πολυβόλα (οι Ιταλοί) που οι σφαίρες τους γάζωναν τις πλαγιές των λόφων μας»
Το βράδυ οι Ιταλοί έφυγαν απ’ αυτές τις θέσεις και τους δόθηκε εντολή να κατέβουν στο εγκαταλειμμένο στρατόπεδο των Ιταλών, στο οποίο είχαν αφήσει αρκετά υλικά.
Μια ανατριχιαστική εικόνα: «Υπήρχε κι ένας νεκρός Ιταλός τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Φορούσε βέρα χρυσή. Όταν γύρισα να φύγω είδα πως το δάχτυλο της βέρας ήταν κομμένο. Κάποιος το’ κοψε για να πάρει το δαχτυλίδι…».
18 Δεκέμβρη 1940 Κατά την πορεία τους προς τα χωριά Προγονάτι και Γκουσμάρι, μετά από 1-2 χιλιόμετρα άρχισαν να τους βάλουν τα εχθρικά πολυβόλα πρώτα και μετά γενικεύτηκε η μάχη. Τελικά το Γκουσμάρι και το Προγονάτι κατελήφθησαν. Μετά συνέχισαν την πορεία τους προς κατάληψη της Νιβίτσας, αριστερά από το Τεπελένι. Στις 23-24-25 και 26 Δεκεμβρίου έμειναν τελείως νηστικοί, χριστουγεννιάτικες μέρες. Τη Νιβίτσα μισή την κατείχαν οι Ιταλοί και την άλλη μισή ο Ελλ. Στρατός. Τους έβγαζαν από σπίτι σε σπίτι. Στις 27-12-1940 κατόρθωσαν να έρθουν τα μεταγωγικά και ο κάθε στρατιώτης πήρε από ¼ κουραμάνας, λίγο χαλβά, μισή ρέγκα και λίγες ελιές. Για νερό έλιωναν το χιόνι. Έπρεπε να καταληφθεί η Νιβίτσα για να κυκλώσουν το Τεπελένι και για να υπερφαλαγγίσουν τους Ιταλούς, ανέβαιναν πάνω στα χιονισμένα βουνά. Σε κάποια στιγμή ευρισκόμενοι σε απόσταση 40μ από τον εχθρό άρχισε η μάχη με τους Ιταλούς προσπαθώντας να κυκλώσουν τους δικούς μας, χωρίς επιτυχία: «Δεν μας είχε απομείνει παρά μια σφαίρα μόνο. Κρατήστε την για τον εαυτό σας, είπε ο επιλοχίας..». «Όλη την ημέρα δεν ήπιαμε νερό, δε βάλαμε μπουκιά στο στόμα μας, ούτε μπορούσαμε να σηκώσουμε κεφάλι. Είχαμε γίνει καταψυγμένοι πάνω στο χιόνι..» Η Νιβίτσα έπεσε στις 29-12-1940. Έστησαν τις σκηνές τους. Κοιμόνταν ντυμένοι. «Οι ψείρες εύρισκαν την ευκαιρία να ρουφούν όσο αίμα ήθελαν.. Το πρωί σε κάποιο απάγκιο( υπήνεμο μέρος) ψειριζόμαστε…»
«Στις 30-12-1940 γίναμε στόχος των Ιταλών, που κάπου λούφαραν και μας περίμεναν ...ώστε να μην υπερφαλαγγίσουμε το Τεπελένι… Πολεμούσαμε μέρα-νύχτα, άυπνοι, χωρίς φαγητό με λίγο ξερό ψωμί….
Τα κρυοπαγήματα άρχιζαν με το κοκκίνισμα των δαχτύλων.. Η γάγγραινα ήταν αναπόφευκτη και το πόδι έπρεπε να κοπεί στα δάχτυλα ή στον ταρσό ή στο μετατάρσιο….
Οι γιατροί έκοβαν πόδια νύχτα-μέρα….».
«Μέχρι τις 7 του Γενάρη 1941 οι απώλειες του 1ου τάγματος μας έφθασαν τον καταπληκτικό αριθμό 66% μέσα σε 22 μέρες… Δε γνωρίζεις αν στο επόμενο λεπτό θα ζεις.. Ποτέ δεν είπαμε πως πεινάμε, ακόμα κι όταν είχαμε 5 ημέρες νηστικοί κι άλλη μια φορά τρεις ημέρες και 4 μέρες….»
«Δε θυμούμαι από πότε είχα  να πλύνω τα χέρια μου με νερό.Στο πρόσωπό μου δεν είχα πλυθεί από τις 12-12-1940, στο σπίτι του φαρμακοποιού  στο Αργυρόκαστρο. Από τις 28 Οκτωβρίου δεν είχα κουρευτεί ούτε ξυριστεί…».
Στις 15-2-1941 η ευστοχία των ελληνικών αντιαεροπορικών ήταν καταπληκτική. Από τρία ιταλικά αεροπλάνα, που επέστρεφαν στη βάση τους κατερρίφθη το ένα . Στις 17-2-1941 ο ελληνικός στρατός έφτασε στο Λάμποβο.
Οι Ιταλοί στο Μάλισπατ διέλυσαν όμως το 2ο τάγμα του Συντάγματος. «Το Μάλισπατ είναι σπαρμένο με εκατοντάδες οστά Αρκάδων γενναίων….»
«Τώρα έχουμε εξοικειωθεί με το θάνατο και δε μας κάνει πλέον εντύπωση το γεγονός τούτο του θανάτου.
Καλώς να ρθει λέγαμε, μόνο να μην τραυματιστούμε στα πόδια εδώ επάνω».
«Βρισκόμαστε στην κορυφή του Γκόλικ (28-2-1941) με το χιόνι να έχει ύψος 1,5-2 μ. Ο πόλεμος εδώ δεν έχει ανάπαυλα ούτε μέρα ούτε νύχτα. Οι Ιταλοί είχαν σκληρύνει πολύ. Έχουν αλλάξει τρεις αρχιστράτηγους  ..Τα αεροπλάνα 30-35 μαζί μας ρίχνουν βόμβες. Μάχονται απεγνωσμένα. Μας έχουν καθηλώσει και δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα… το χιόνι είναι τρομερό, αντίσκηνα δεν καρφώνονται.. Αληθινή κόλαση. Μερικοί Κρητικοί άρχισαν κιόλας να πέφτουν κάτω σαν κοτόπουλα…»
-Το Τεπελένι, γράφει ο συντάκτης του ημερολογίου, είναι η πόρτα του Αώου. Η θέση είναι από τη φύση οχυρωμένη και δεν πέφτει ποτέ. Οι Ιταλοί είχαν σ’ αυτό 1200 κανόνια και 6000 βαρείς όλμους. «Κάτω από το χιόνι, οι νεκροί είναι άφθονοι δικοί μας και ξένοι…
Κοινός νεκροθάφτης είναι το χιόνι… Μας έφεραν κάπες σαν κι αυτές που φορούσαν οι τσοπάνηδες από τραγόμαλλο για τους σκοπούς που έμεναν ακίνητοι κι πάγωναν.
Για να καμουφλαριζόμαστε φορούσαμε λευκούς επενδύτες… Οι Ιταλοί μας κάνουν επιθέσεις και τη νύχτα ..Κάθε μέρα πιάνουμε Ιταλούς αιχμαλώτους..».
Την παραμονή της γενικής επίθεσης ο συνταγματάρχης Παυσανίας Κατσώτας τους συγκέντρωσε, για να τους εμψυχώσει και τους είπε μεταξύ άλλων: «Είμαι υπερήφανος που αύριο θα οδηγήσω το γενναιότερο στρατό της Ελλάδος στη νίκη: Εσάς τους Αρκάδες, τους Λάκωνες και τους Κρήτες. Με σας δεν μπορεί παρά αύριο να μπω στο Τεπελένι». Όλοι οι φαντάροι με ζωτωκραυγές φώναζαν «Θα μπούμε».
Φθάνοντας η Καθαρή Δευτέρα (3-3-1941) ο στρατός μας βρισκόταν σε αναμονή της εκτέλεσης της διαταγής όμως: «Ο εχθρός γνωρίζει τη θέση σου και βάλλει εύστοχα πυρά… Κάθε μέρα και λιγοστεύουμε Βορειοηπειρώτισσες Ελληνίδες και Βορειοηπειρώτες ζαλωμένοι κασόνια με φυσίγγια ανεβαίνουν το Γολγοθά τούτον όλη τη νύχτα, όλες τις νύχτες…»
Πριν ακόμη φέξει, τα χαράματα στις 7 Μαρτίου 1941 άρχισε η προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων σύμφωνα με το σχέδιο του Παυσανία Κατσώτα «Αν κάποιος ήθελε να βήξει έχωνε το μαντήλι του, στο στόμα για να μην ακουστεί. Η ημέρα έχει μάτια κι η νύχτα έχει αυτιά».
Μόλις ξημέρωσε για καλά άρχισε πρώτα η προπαρασκευή πυροβολικού κι έπειτα ακολούθησε η γενική επίθεση: «Σωστό μακελειό! Σφαγείο, φρίκη, κακό μεγάλο. Το Τεπελένι ξερνούσε φωτιά».
Η κόλαση της φωτιάς ήταν τόση, που η γη έτρεμε και η κοιλάδα βρόνταγε τόσο πολύ, που έλεγες πως ο Θεός γκρεμίζει τη γη.
Μ’ αυτές τις συνθήκες πολέμησαν οι ήρωες του 1940 κι όμως κατάφεραν κι έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία προκαλώντας το θαυμασμό στους Ευρωπαίους και όχι μόνον.
Δυστυχώς λόγω του περιορισμένου χώρου, δεν μπορώ να επεκταθώ περισσότερο στην παρουσίαση κι άλλων περιστατικών και γεγονότων της εποποιίας του 1940 από το ημερολόγιο του Γιάννη Θ.Πισιμίση.

ΥΓ. Ευχαριστώ θερμά τον εκλεκτό φίλο Π.Π. που μου παραχώρησε αντίγραφο του ημερολογίου.