Η χαμηλή πτήση του Γεωργίου Αντωνάκου...

on .

7 Νοεμβρίου 1940. Στρατιωτικό Αεροδρόμιο Παραμυθιάς. Μεσημέρι. Το ξεροβόρι περονιάζει. Η μέρα είναι όμως καθαρή και ηλιόλουστη.
O σμηναγός Γεώργιος Αντωνάκος βηματίζει πέρα-δώθε στον αεροδιάδρομο. Πότε-πότε κοντοστέκεται και στήνει αυτί. Τίποτα. Κανένας ήχος. Κανένας θόρυβος από κινητήρα... Μόνο ένα απόμακρο βουητό, καθώς ο βοριάς μαλώνει ακατάπαυστα με το πετροβούνι που καταλήγει στην άκρη του αεροδρομίου.
Τις τελευταίες δύο ώρες, ο πάντα ψύχραιμος Αντωνάκος, νιώθει ένα κακό προαίσθημα. Ένα πολύ κακό προαίσθημα... Ο συνάδερφός του έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Πετά μ’ ένα άθλιο αεροπλάνο που έχει ξεμείνει στη βάση από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο... Αστειεύονται μεταξύ τους κάθε φορά που μιλάνε γι’ αυτά τα ένδοξα απομεινάρια, τα οποία για χρόνια είχαν παροπλιστεί.
Και τώρα, στην ανάγκη, επιστρατεύτηκαν, για να καταδιώξουν, για να βομβαρδίσουν, για ν’ αναχαιτίσουν.
Στη μοίρα τους, δεν έχουν καν δεύτερο αλεξίπτωτο! Η εκάστοτε αποστολή περιμένει να επιστρέψει η προηγούμενη, για να τους δώσουν το αλεξίπτωτο.
Δεν έχουν δεύτερη μανιβέλα. Υπάρχει στο αεροδρόμιο μία και μοναδική μανιβέλα με λάστιχο, για όλα τα αεροπλάνα.
Έχουν ελάχιστα βοηθήματα. Οι πτήσεις, είναι κατά κανόνα πτήσεις εξ όψεως.
Οι χειριστές πετάνε πιότερο με το ένστικτό τους παρά με τους κανόνες πλοήγησης. Πολλοί απ’ αυτούς, για να εξοικονομήσουν χώρο προκειμένου να κουβαλήσουν περισσότερες σόμπες, αφαιρούν ακόμα και το μοχλό διεύθυνσης! Το «στικ» δηλαδή που έχει μπροστά του ο πυροβολητής, για να κατευθύνει το αεροπλάνο σε περίπτωση, που χτυπηθεί ο πιλότος.
Ο Αντωνάκος χαμογελάει λίγο, όταν θυμάται τις κουβέντες του συναδέρφου του «Ρε Γιώργη, αυτό είναι φουλ στα τρωκτικά. Κάθε φορά που κάνω ελιγμό τα ποντίκια μετακινούνται από τη μία πλευρά στην άλλη...».
* * *
Είναι περασμένες μία όταν ακούγεται επιτέλους αμυδρά ο θόρυβος του κινητήρα. Ο Αντωνάκος στηλώνει τα μάτια στον ορίζοντα. Δόξα σοι ο Θεός, επιστρέφουν! Λίγο υπομονή, να τροχοπεδήσουν... να σκατζάρει το αλεξίπτωτο και να φύγει για το Μόραβα. Γιατί η σημερινή αποστολή του αυτή είναι: Να βομβαρδίσει τους Ιταλούς στο Μόραβα. Το αεροπλάνο πλησιάζει «σταμπιλάροντας» από τον αέρα και μπαίνει στην τελική του. Ο Αντωνάκος κουμπώνει το τζάκετ και τρέχει προς το μέρος του.
Ο πιλότος χειρονομεί και φωνάζει: - Μας χτυπησαν, μας χτύπησαν... Ο πυροβολητής είναι νεκρός... Μ’ ένα σάλτο ανεβαίνει στη θέση του πυροβολητή και πιάνει το σφυγμό του. Καμία ένδειξη. Ταυτόχρονα, φτάνουν και οι τραυματιοφορείς... Ο Αντωνάκος αφηνιασμένος αρπάζει το καταματωμένο αλεξίπτωτο και τρέχει στο δικό του σκάφος. Ένα P.Z.L. από τα 78 που διέθετε τότε η πολεμική μας αεροπορία. (Τα P.Z.L. είχαν κατασκευαστεί από τους Πολωνούς για ψεκαστικά και ήδη στην περίοδο του 1940-41 θεωρούνταν πεπαλαιωμένα).
Απογειώνεται με κατεύθυνση το βορρά.
T T T
Ο σμηναγός Γ. Αντωνάκος είναι πλέον μόνος του. Το φορτίο μέσα στο P.Z.L. είναι βαρύ. Είναι γεμάτο βόμβες. Το φορτίο όμως στην ψυχή του είναι ασήκωτο! Εκείνη τη στιγμή, εκείνο το απομεσήμερο του Νοέμβρη, ο Γιώργος Αντωνάκος από τη Μάνη πετάει στον ανοιχτό ορίζοντα μαζί με την τιμή της πατρίδος του... Λίγα λεπτά πριν έκλεισε ο ίδιος με τα χέρια του τα μάτια του συμπολεμιστή του... Δίπλα του έχει το νοτισμένο με αίμα αλεξίπτωτο... Μπροστά είναι ο εχθρός. Δεν βλέπει τίποτα άλλο. Μόνο το στόχο. Τα μάτια του είναι υγρά. Μόνο το στόχο. Δεν υπάρχει φόβος. Δεν υπάρχουν αγαπημένα πρόσωπα που τον περιμένουν να γυρίσει... Υπάρχει ο στόχος, τίποτα άλλο.
- Αλήτες, ουρλιάζει, φασισταριό, αλήτες, έρχομαι...
Το αεροπλάνο βογκάει. Η δύναμη του κινητήρα στα όρια. Το P.Z.L. πετάει κιόλας πάνω από τον Μόραβα.
Οι αλπινιστές της 3ης Μεραρχίας, της περιβόητης «Τζούλια» διακρίνονται πλέον ξεκάθαρα... Όμως όχι – Όχι, δεν σκοπεύει να χαλαλίσει τις βόμβες του για δαύτους. Ο σμηναγός έχει πάρει κιόλας την απόφασή του: ΔΕΝ ΘΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΟΥ. Θα χτυπήσει εκεί που θέλει αυτός.
- Θα χτυπήσει το αεροδρόμιο της Κορυτσάς -
Το σχέδιό του είναι πέρα από κάθε λογική. Είναι πράξη αυτοκτονίας:
1ον) Γιατί το αεροδρόμιο απέχει πολύ από την Παραμυθιά και θα αντιμετωπίσει πρόβλημα με τα καύσιμα.
2ον) Γιατί φυλάσσεται καλά, με αντιαεροπορικά πυροβόλα.
3ον) Η ώρα έχει περάσει. Σουρουπώνει. Και ο γυρισμός θα είναι ακατόρθωτος.
T T T
Ο Δεβόλης ποταμός φαίνεται από ψηλά σαν ασημένιο δαχτυλίδι που περιβάλλει το Μόραβα. Αφήνει πίσω του και την τελευταία κορυφή του βουνού. Κι αρχίζει την τολμηρή του κάθοδο. Οι αισθήσεις του οξύνονται. Οι χειρισμοί στο πηδάλιο έχουν χειρουργική ακρίβεια... Τα χέρια του είναι πιο σταθερά κι από τον άξονα της γης.
Για μια στιγμή μόνο έρχεται στο νου του ο πατέρας του... Τέτοια ώρα κάθεται πάντα στην αυλή. Στο χωριό τους. Στο χωριό Κοίτα. Αγναντεύει και περιμένει... Ύστερα γρήγορα περνάνε από τα μάτια του χαρούμενα πρόσωπα, χαμογελαστά... Οι συμφοιτητές του στη Σχολή Ικάρων τη μέρα της ορκωμοσίας... Χειραψίες και σιωπηλές υποσχέσεις. Πάντα ο ένας για τον άλλο κι όλοι μαζί για την πατρίδα.
Αμφιθεατρικά τα πρώτα σπίτια της Κορυτσάς διακρίνονται στο θάμπος. Κατεβάζει το P.Z.L. στα 700 πόδια. Ο ήλιος έχει χαθεί στη θάλασσα της Αδριατικής. Το σκοτάδι πυκνώνει. Τα Ιταλικά Cant αραδιασμένα στο αεροδρόμιο σαν νυχτοπούλια, έχουν κλείσει τη μέρα τους. Οι άντρες ανυπόμονοι έχουν πάρει κιόλας τη θέση τους στην τραπεζαρία. Είχε φτάσει η ιερή στιγμή της μακαρονάδας.
Ο Γιώργης Αντωνάκος ξεχύθηκε από πάνω τους, σαν μονομάχος σε Ρωμαϊκή αρένα. Άρχισε να πετάει τις βόμβες φωνάζοντας μ’ όλη του τη δύναμη... ΑΕΡΑ, ΑΕΡΑ...
Το αεροδρόμιο γέμισε φλόγες και καπνούς. Ένας Ιταλός προσπάθησε να τρέξει στο αντιαεροπορικό πυροβόλο αλλά τα θραύσματα από τις βόμβες τον χτύπησαν θανάσιμα. Αλαφιασμένοι όλοι τους τρύπωναν όπου εύρισκαν, πιστεύοντας πως τους επιτίθεται σμήνος.
Ο Αντωνάκος άδειασε το φορτίο του και χάθηκε στο σκοτάδι. Το ίδιο αναπάντεχα όπως ήρθε.
Την άλλη μέρα ο Ιταλικός Τύπος έγραψε: «Ένας παλαβός Έλληνας πιλότος βομβάρδισε νυχτιάτικα το αεροδρόμιο της Κορυτσάς».
* * *
Το επόμενο πρωί στην αναφορά ο Αντωνάκος ρωτήθηκε από τον διοικητή του αν εκτέλεσε την αποστολή με επιτυχία.
Ο Αντωνάκος απάντησε: «Όχι, δεν βομβάρδισα τον Μόραβα. Βομβάρδισα την Κορυτσά!».
- Είκοσι μέρες φυλακή, είπε ο διοικητής, για ανυπακοή.
Λίγες μέρες αργότερα κι ενώ ο διοικητής είχε στείλει την απόφασή του στο Επιτελείο, του απαντούν:
- Αίρεται η απόφαση. Θα τιμηθεί ως ήρωας.
Ο Αντωνάκος ήταν ο πρώτος Έλληνας «καμικάζι». Προηγήθηκε των Ιαπώνων. Η τόλμη και η γενναιότητά του έγιναν αφορμή να επιταχυνθούν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Και έτσι στις 22 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, 2 η ώρα το μεσημέρι, ο Ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Παλαιοδημόπουλο, μπήκε θριαμβευτικά στην Κορυτσά.
* * *
Την άνοιξη του 1945 ο Αδόλφος Χίτλερ δηλώνει: «...Εάν δεν μας είχαν δημιουργήσει δυσκολίες οι Ιταλοί με την ηλίθια εκστρατεία τους στην Ελλάδα... θα είχα επιτεθεί στη Ρωσία μερικές εβδομάδες ενωρίτερα...».
Ώστε, ηλίθια εκστρατεία! Χμ, πικρόχολος και μικρόψυχος χαρακτηρισμός... Βλέπεις, ο Αδόλφος δεν είχε ποτέ του την εντιμότητα και την οξυδέρκεια για να κατανοήσει πως:
Εκεί που ισιώνει ο Αετός
οι γλάροι δεν πετάνε.
Γι’ αυτό κι ο ίδιος έχασε τον πόλεμο.


Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.