Άνοδος του τουρκικού εθνικισμού και διωγμός του Ελληνισμού Μ. Ασίας…

on .

Οι ελληνικοί πληθυσμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν της Μικρασιατικής Καταστροφής συνδέονται άμεσα με την κορύφωση του τουρκικού εθνικισμού. Οι Νεότουρκοι ζητούσαν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και διατήρηση της ενότητας της αυτοκρατορίας. Εκτός από την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού που υπήρξε ο κύριος παράγων, στη δίωξη του ελληνικού στοιχείου συνετέλεσαν και οικονομικοί λόγοι. Οι Έλληνες, με τη συγκέντρωση του εμπορίου και της βιομηχανίας στα χέρια τους, ήταν φυσικό να αποτελούν εμπόδιο στην επιδίωξη της Γερμανίας να ολοκληρώσει την οικονομική τους διείσδυση στην υπανάπτυκτη Τουρκία. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων άρχισαν οι συστηματικοί διωγμοί των Ελλήνων που με αποκορύφωμα την Μικρασιατική Καταστροφή, κράτησαν σχεδόν δέκα χρόνια (1913-1922).
Στη θέση των Ελλήνων που ξεριζώθηκαν, εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από εδάφη που έχασε η Τουρκία στους Βαλκανικούς Πολέμους. Για την εκκένωση της περιοχής που βρίσκεται απέναντι από τα επίμαχα ελληνικά του Ανατολικού Αιγαίου προβλήθηκαν λόγοι «στρατιωτικής άμυνας», ενώ η τουρκική Κυβέρνηση ζητούσε επίμονα από τους εκτοπισμένους πιστοποιητικά ότι εγκαταλείπουν θεληματικά τα σπίτια τους. Όσοι δεν μπόρεσαν να διασωθούν στην Ελλάδα, μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της αφιλόξενης Μ. Ασίας. Ιδιαίτερα τραγική ήταν η επιχείρηση εκκένωσης που συνοδεύτηκε από αθρόες σφαγές. Βέβαια, εκτός των άλλων, παρατηρήθηκε μείωση των μαθητών στα Ελληνικά Σχολεία (στην Κων/πολη 30-40%) και η Ελλάδα δέχτηκε πολλούς πρόσφυγες που αρκετοί από αυτούς κατατάχτηκαν στο στρατό Εθνικής Άμυνας του Ελ. Βενιζέλου.
Επιπλέον, εξοντωτικές ήταν οι συνθήκες εργασίες στα «τάγματα εργασίας» στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Παραθέτουμε σε μετάφραση ένα τουρκικό ντοκουμέντο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός από 1913 ως 1941, σελ. 101):
«Λουτφή εφένδην αρχιεργοδηγόν εις Άργανα. Επληροφορήθημεν ότι οι προδόται της πατρίδος Ρωμιοί στρατιώται δεν οδηγούνται εις εργασίαν οσάκις βρέχει. Επειδή ούτω αφ’ ενός μεν το Δημόσιον Ταμείον επιβαρύνεται ημερησίως με 860 γραμ. σίτου κ.λπ. αφ’ ετέρου δε αδυνατούμεν να επιτύχωμεν τον σκοπόν μας, εντελλόμεθα υμίν όπως του λοιπού, κατόπιν συνεννοήσεως μετά του διοικητού των εργατικών ταγμάτων, αποστέλλητε αυτούς άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως να εργάζωνται υπό βροχήν και χιόνια.
(υπογρ.) Ομέρ αρχιμηχανικός των Δημοσίων Έργων. Παραπέμπεται εις τον διοικητήν Εργατικών Ταγμάτων Αργάνων αρχιεργοδηγόν Λουτφή».
Στην ουσία τα εργατικά τάγματα ήταν στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξόντωση του δυναμικότερου στοιχείου του ελληνικού πληθυσμού. Για να τα αποφύγουν οι Έλληνες εξαγόραζαν την στρατιωτική θητεία ξεπουλώντας την περιουσία τους και οι φτωχότεροι κατέφευγαν στα βουνά, όμως χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες και οι οικογένειές τους αντιμετώπιζαν τα σκληρά αντίποινα της εξουσίας. Η χωροφυλακή συγκέντρωνε τους κατοίκους στην πλατεία και τους διέτασσε να ετοιμαστούν αμέσως για αναχώρηση. Ο εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα.
Ενώ η πομπή ξεκινούσε για άγνωστο προορισμό, στα ελληνικά σπίτια έμπαιναν Τούρκοι των γειτονικών περιοχών. Οι σταθμεύσεις γίνονταν σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να αποκλείεται ο ανεφοδιασμός. Δυστυχώς απαγορευόταν η περιποίηση των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Και η πορεία συνεχιζόταν με πλήρη ασιτία. Επίσης απαγορευόταν επί ποινή θανάτου η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη. Οι νέοι τόποι εγκατάστασης ήταν απομονωμένα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Εκεί, μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς Δασκάλους, οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες οδηγούνταν στον εξισλαμισμό.
Σε σύγκριση με την απροκάλυπτη γενοκτονία των Αρμενίων, που είχε προηγηθεί προκαλώντας την ευρωπαϊκή κατακραυγή, η εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού με την στρατολόγηση και τις εκτοπίσεις ήταν αργός θάνατος που μεθοδεύτηκε, για να αποφευχθεί η δημιουργία αναλόγων εντυπώσεων στη διεθνή Κοινή Γνώμη. Οι εκτοπίσεις άρχισαν από την περιοχή του Μαρμαρά, επεκτάθηκαν στις παραλιακές πόλεις της Ιωνίας και κατέληξαν στον Πόντο.
Μαρτυρική τύχη επιφυλάχτηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στις Κοινότητες Μάκρης και Λιβισιού, που στην πολιτιστική τους άνοδο συγκρίνονταν μόνο με τη Σμύρνη. Εκκενώθηκαν πολλά χωριά και οι κάτοικοί τους λιμοκτονούσαν, μία έξοδος απελπισίας πνίγηκε στο αίμα. Η έκκληση για βοήθεια στον Άγγλο Πρόξενο, προκάλεσε καινούργιο διωγμό των κατοίκων που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Από τις βιαιότητες και τις εκτοπίσεις απέμειναν στη Μάκρη και στο Λιβίσι μόνο 36 οικογένειες από τις 1.400 που ήταν εγκατεστημένες εκεί στην αρχή του πολέμου.