Τα Νικολοβάρβαρα κι άλλες περιπέτειες...

on .

- Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

Εντάξει! Μπορεί το σύμπαν να συστέλεται και να διαστέλεται. Μπορεί ο Τσίπρας να ξανακάνει εκλογές. Μπορεί τα φετινά μας μελομακάρονα νάναι καλύτερα και από της Βέφας… Μπορεί… Πολλά μπορεί αλλά ένα είναι σίγουρο: Ο χρόνος προετοιμασίας για τα Χριστούγεννα, είναι εξαιρετικά υποκειμενικός.
Μόλις το ημερολόγιο δείξει 1η του Δεκέμβρη νιώθεις σαν κάποιος να γυρίζει το διακόπτη του πλανήτη!
Από κείνη τη στιγμή και μετά μετράς αντίστροφα λες και πρόκειται να εκτοξεύσεις το Απόλλων 11 στο ακρωτήριο «Κανάβεραλ».
Εκεί που μέχρι τούδε η καθημερινότητά σου περιελάμβανε τις γνωστές υποχρεώσεις… Δηλαδή: Να πας στη δουλειά. Να βγάλεις βόλτα το σκύλο ή να σε βγάλει αυτός. Να πας το αμάξι της γυναίκας σου για σέρβις… (Αμάν βρε γυναίκα! Πάλι τόσπασες το μπροστινό φλας…). Να περάσεις το βράδυ τάχα μου διακριτικά από το φροντιστήριο, για να τσεκάρεις αν τα βλαστάρια σου είναι εκεί… Ή την έχουν κάνει για φρέντο – καπουτσίνο στον Παραλίμνιο… Να δεις το λογιστή σου για την δόση του ΕΝΦΙΑ. Να πας τράπεζα για το καταναλωτικό… Να σε παίρνει –εν τω μεταξύ- η συμβία σου τηλέφωνο στο γραφείο… -Χρυσέ μου, άκου να δεις… Τάχα μου κάτι θέλει να σου πει, που δεν στόπε το πρωί. Στην πραγματικότητα σε γυροφέρνει, γιατί ξέρει ότι στο διαφημιστικό τμήμα, έχουν προσλάβει μια καινούργια, τη Λελέ, με μαλλί τύπου «Ξανθό του Βορρά» και καμπύλες τύπου «δώσε και σ’ εμένα μπάρμπα»… με συνέπεια να νιώθει μια αόρατη απειλή να την βαραίνει στο στήθος. Σε αντίθεση βέβαια με τη Λελέ, που είναι 20 something, απολύτως χαλαρή και με σταθερή αδυναμία στις «τυρόπιτες»…
-Ναι, Νίκο μου, όταν σχολάσεις πέρνα από το φαρμακείο να πάρεις τα φάρμακα της μαμάς… Ναι, ναι τα ομοιοπαθητικά… Εμ, βέβαια, η πεθερούλα κάνει πλέον εναλλακτική ιατρική… Βελονισμό για τον αυχένα. Σιάτσου για τη μέση. Ενέσιμο υαλουρονικό για λείο και απαλό δέρμα…
Καλά, θα τα πάρω. Σου είπε τελικά η μάνα σου, τι θα κάνει στις γιορτές; (Εδώ πασχίζεις να βγάλεις είδηση). Έχεις κρυφό καϋμό μήπως τελικά πραγματοποιήσει την επιθυμία της, να πάει με τις φιλενάδες της να δει το Ροβανιέμι… Να φωτογραφηθεί με τους τάρανδους και τον Αϊ – βασίλη της Κόκα – Κόλα. Μάταια ελπίζεις. Σιγά μη ξεκουνήσει. Σιγά μην αφήσει το πόστο του τοποτηρητή, για να κάνει χειμερινό τουρισμό. Αν θα κάτσει λέει. Θάναι όλες τις μέρες των γιορτών πρώτο τραπέζι πίστα. Αυτή θα οργανώσει τα πάντα. Αυτή θα τυλίξει τα γιαπράκια, θα σιροπιάσει το κανταΐφι, θα ψήσει το πουλί… με τις γλυκοπατάτες! Και στο τέλος θα προσπαθήσει ν’ ανάψει το τζάκι. Αλλά δεν θα τα καταφέρνει. Αυτό επιμόνως θα καπνίζει…
Και τότε φυσικά θα φωνάξει: Νικολάαακηηη… έλα εσύ που τα καταφέρνεις. Και βγαίνεις τώρα εσύ με τα τζάμπερ’ς και τις παντόφλες – κουνελάκια (δώρο από τα παιδιά σου στα γενέθλια) πάνω που τον «γλυκόπαιρνες» στον καναπέ, για να ξεκουράσεις το κεφαλάκι σου, που βούιζε λες και πέρναγαν από μέσα αεροπλάνα και βαπόρια κι αρχίζεις να κάνεις φου… φου… Και σίμπατα, σίμπατα… Και τ’ άτιμα να μην λεν να πάρουν… και να γκρινιάζει η γυναίκα σου: «Πάλι χάλια θα γίνουν οι κουρτίνες με τόσο καπνό»!
TTT
Κι όσο οι μέρες περνάνε τόσο πιο συχνά αποζητάς την παρέα του Johnnie Walker και του Jack Daniels.
Κι όσο το πρόγραμμα φορτώνεται τόσο πιο πολύ λαχταράς το «νερό που καίει». Να τόχεις λέει σε αφθονία και να κάθεσαι αμέριμνος στο Τέννεσσι. Να πετάς φελούς μέσα στα βαρέλια μέχρι να ωριμάσει…
Νικολάαακηηη, να κατεβάσεις τα στολίδια. Μάλιστα, να τα κατεβάσω. Δηλαδή να χωθώ στο πατάρι. Να βγάλω αμέτρητα κουτιά… Να συναρμολογήσω. Να μην ανάβουν τα λαμπάκια. Να μην στέκεται ο χιονάνθρωπος… Να πάω λέει στην ταράτσα να κρεμάσω και τ’ αστέρι! Τι να το κάνουμε βρε γυναίκα το αστέρι στην πολυκατοικία;
-Να μας βρούνε οι τρεις Μάγοι. Εμάς θα ψάξουν οι Μάγοι; Κουρασμένοι άνθρωποι… Σε τίποτα Starbucks θ’ αράξουν. Να πιούν κανά εσπρεσάκι, για να ξανασάνουν από το ταξίδι.
Και εν τω μεταξύ φτάνει και της Αγίας Βαρβάρας, που γιορτάζει το Πυροβολικό.
Κι αναπολεί ο Νικολάκης τις αντιαεροπορικές βολές που ρίχνανε στο Λιτόχωρο Πιερίας… Πώς τον έλεγαν μωρέ το Λοχία; Εξαιρετικό παιδί, από τη Θεσσαλονίκη. Ο Κυρατζής. Ναι, ο Δημήτρης ο Κυρατζής… Και δώστου όλοι μαζί οι σκοπευτές να προσπαθούν να χτυπήσουν το ανεμούριο. Αχ! μονολογεί ο Νικολάκης, μας έφευγε το κεφάλι να κοιτάμε τον ουρανό…
Νικολάαακηηη, έλα τώρα που οι λουκουμάδες είναι ζεστοί.
Α, όλα κι όλα, η γυναίκα του τους πετυχαίνει τους λουκουμάδες. Και κανέλα από πάνω κι άχνη ζάχαρη… Κι η μυρωδιά να φτάνει μέχρι την πλατεία Πάργης…
TTT
Παιδιά θα πάμε στην Αστερούπολη; Ναι σιγά μην μας βάλεις και στο τρενάκι, απαντά ο γιος του. –Βρε μπαμπά, μεγαλώσαμε. Εκεί πάνε τώρα τα πιτσιρίκια… Τον επιπλήττει τρυφερά η κόρη του.
Α μπα! Μεγάλωσαν! Πότε μεγάλωσαν; Δηλαδή πώς δεν το κατάλαβε; Από τον Αϊ – Νικόλα μέχρι τον Άγιο Σπυρίδωνα και τον Άγιο Λευτέρη… Αυτά μεγαλώνουν. Κι όσο μεγαλώνουν, τόσο λιγότερο τον χρειάζονται… Δηλαδή τι; Δεν θα πάνε όλοι μαζί στα παιχνιδοκαταστήματα; Δεν θα τους πάρει καραμελωμένους ξηρούς καρπούς και μπαλόνια, από περιπλανώμενους Αϊ – Βασίληδες;
Και καλά, αφού τα παιδιά του μεγάλωσαν, γιατί ο ίδιος όσο περνάνε τα χρόνια νιώθει να ξαναγίνεται παιδί; Ποιος είναι τελικά; Ο Μπέντζαμιν Μπάτον;
Γιατί πάντα τόση νοσταλγία αυτές τις μέρες; Γιατί η μνήμη φυλάττει με τόση στοργή, ασήμαντα γεγονότα… Σκόρπιες κουβέντες… Και βόλτες στα ίδια πάντα μέρη, με φίλους και συμμαθητές;
Τι είναι τελικά αυτό με το οποίο οι γιορτές τροφοδοτούν το παρελθόν και το κάνουν τόσο ελκυστικό… Τόσο μοναδικό;
Χμ, ο Νικόλας δεν έχει απάντηση. Δεν ξέρει γιατί ο νους του γυρίζει στην παλιά του γειτονιά… Στη Ναπολέοντος Ζέρβα…
Σ’ εκείνο το πρώτο μικρό ισόγειο διαμέρισμα όπου έμενε με τους γονείς του…
Τι δρόμος κι αυτός! Οι πολυκατοικίες τότε ελάχιστες. Τα μικρομάγαζα όμως πολλά. Και τα σπίτια με μεγάλες αυλές κι ένα σωρό διαδρόμους, που οδηγούσαν σε χώρους ακάλυπτους, γεμάτους από δέντρα και άναρχη βλάστηση. Τ’ αυτοκίνητα σπανίζαν, η ανθρώπινη παρουσία όμως περίσσευε. Τέτοιες μέρες γίνονταν χαμός… Εκείνο το μεγάλο ψιλικατζίδικο έφερνε κάθε λογής παιχνίδια κι ένα σωρό δεντράκια για το στόλισμα… Ήταν βέβαια ψεύτικα, πασπαλισμένα τάχα μου με χιόνι… Κι ο μαγαζάτορας τα’ στηνε στη σειρά έξω στο στενό πεζοδρόμιο, σαν στρατιωτάκια.
Πιο πάνω, περίπου στο 80 της Ναπολέοντος Ζέρβα ήταν ο φούρνος! Ήταν δηλαδή το κέντρο του κόσμου. Το απόλυτο στέκι κάθε χρυσοχέρας νοικοκυράς. Εκεί ο μάστορας έδινε τα ρέστα του. Το σωστό ψήσιμο αφορούσε όλη τη γειτονιά κι όλες τις φαμίλιες… Τα σνιά με τις πίτες πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα. Οι λαμαρίνες με τους κουραμπιέδες αναστέναζαν άχνη… και τα ταψιά με το Κυριακάτικο ψητό τραγάνιζαν και τσιτσίριζαν…
Όσο για το ψωμί… Τον έστελνε η μάνα του να πάρει ένα κιλό, από κείνο το μακρόστενο «το μπαστούνι»… Κι ως που να φτάσει σπίτι ξεπάστρευε κιόλας το μισό!
Κι ύστερα; Ύστερα, λίγα μέτρα παραπάνω, ήταν το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Θανάση! Πέρναγε απ’ έξω πιτσιρικάς κι έλεγε: Όχι, δεν πρέπει να κοιτάξω. Να μην χαλάσω το χαρτζιλίκι από τα κάλαντα… Μα πάντα η ματιά ξεγλύστραγε… Στέκονταν από μέσα τα κοκ και τα εκλέρ και οι γκανάζ και οι νέγροι και οι λόφοι από τρούφες… σαν οι σειρήνες που πλάνεψαν το πλήρωμα του Οδυσσέα. Τι εξαίσιες μυρωδιές!
TTT
Ο Νικόλας χαμογέλασε ευχαριστημένος. Τον πήρε ο ύπνος και το κεφάλι του έγειρε στον καναπέ. Το όνειρο ήρθε ακάλεστο.
Είχε πάει λέει να περάσει ΚΤΕΟ. Μα καθώς περίμενε στη σειρά, του έφραξε το δρόμο ένα μεγάλο έλκυθρο! Καλά, ρώτησε, είναι υποχρεωτικό το ΚΤΕΟ και για τον Αϊ – Βασίλη;
-Βεβαίως, το έλκυθρο είναι όχημα, απάντησε ένας κύριος με γυαλιά.
Πώς είναι δυνατόν;
-Νικολάαακηηη… Ο Νικολάκης αναπήδησε. Έλα στην κουζίνα να σπάσεις τα καρύδια και μετά να τα χοντροκόψεις…
«Αμέσως»! Φόρεσε τις παντόφλες – κουνελάκια και τράβηξε σιγοτραγουδώντας για την κουζίνα.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.