Το βρέφος της Βηθλεέμ...

on .

Η γέννηση του Χριστού, από τους πρώτους κιόλας αιώνες, είχε αποτελέσει πηγή εμπνεύσεως για συγγραφείς και λογοτέχνες. Στην ημέρα «Της του Χριστού Γεννήσεως» θα αφιερώσουμε λίγα ευλαβικά λουλούδια, προσφέροντάς τα στη φάτνη του Θείου Βρέφους.

Να ξεκινήσουμε από το γραφικό νησί των Βόρειων Σποράδων, τη Σκιάθο, όπου πλανάται η σκιά του «Αγίου των Νεοελληνικών Γραμμάτων», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Οι ευσεβείς γυναίκες του Παπαδιαμάντη, με ευλάβεια στολίζουν τους ναούς και τα εξωκκλήσια από τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων, όπως και ο ξενιτεμένος γιος ή πατέρας επιστρέφουν «εις την πάτριον γην» ή στέλνουν το έμβασμα (ποτισμένο με ιδρώτα) για τα Χριστούγεννα στη μητέρα ή στην καρτερική σύζυγο. «Ο Αμερικάνος» που επιστρέφει στο πατρικό σπίτι την παραμονή των Χριστουγέννων. Γονατίζει μπροστά στο ερειπωμένο σπίτι και προσκυνάει στα χαλάσματα. Να και ο βαρκάρης, ο μπαρμπα-Διόμας, που επιστρέφει την παραμονή της Άγιας Νύχτας «ίνα εορτάση αγαλλόμενος τα Χριστούγεννα, με τη μοναχοκόρη του, την Ουρανιώ του. Η θεία Αχτίτσα, η γνωστή «σταχομαζώχτρα» πήγε στην εκκλησία με τα δυο εγγόνια της ανήμερα των Χριστουγέννων, με την ίδια να φοράει «καινουργή μανδήλαν εις την κεφαλήν» και τα εγγόνια της «καινουργή ενδύματα και υποδήματα». Την λυπήθηκε το Θείο Βρέφος και την παραμονή της Γιορτής Του της έστειλε ένα τσεκ δέκα λιρών «από τον υιόν της τον ξενητευμένον, ο οποίος είκοσι όλα έτη είχε να της γράψη και τον εθεώρει νεκρόν». Είναι ανεξάντλητος ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης σε περιγραφές και αφηγήσεις παρουσιάζοντας τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα, τη θρησκευτική και λατρευτική ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, αλλά και για όσους θαλασσοδέρνονται, και για τους ξενιτεμένους. Η Γέννηση του Χριστού στα διηγήματα ταυτίζεται με τη ζωή των απλών ανθρώπων και κάνει πάντα τα θαύματά του για να απαλύνει τον πόνο των φτωχών ανθρώπων.

Αφήνουμε τον Παπαδιαμάντη για να σταχυολογήσουμε ελάχιστα ευλαβικά άνθη για το Θείο Βρέφος:

Όλη η κτίση κατά τον Ηλία Τανταλίδη τρέχει προς τη Βηθλεέμ για να δοξολογήσει την Θεία Φάτνη:

Εις την Φάτνην! Εις την Φάτνην! Εν τη Βηθλεέμ τη πόλει.

Εκεί σήμερον συντρέχει έκθαμβος η Κτίσις όλη!

Εις την φάτνην των αλόγων, εκεί δόξα, εκεί αίνος,

Και τι μείζον! Εκεί τίκτει μήτηρ του Θεού, παρθένος!

Και τον Γεράσιμο Μαρκορά η Χριστουγεννιάτικη χαρά είναι τυφλή, γιατί δεν προέρχεται από βαθύτερη πίστη:

Xαίρον’ όλοι – το βλέπω – αλλ’ εσβύστη

από κρύα παγωμένη πνοή

στις ψυχές των ανθρώπων η πίστη

κι είναι τώρα η χαρά του τυφλή!

Την παραδοσιακή εικόνα της Γεννήσεως του Θείου Βρέφους μας χαρίζει ο Ιωάννης Πολέμης:

Μια εικόνα ωραία, μεγάλη, με χρώματα παλιά,

που ανάμεσα προβάλλει μια φάτνη σε σπηλιά.

Η Παναγία η Παρθένα κι ο Ιωσήφ σκυφτός

με μάτια θολωμένα, προσεύχεται κι αυτός.

Ο Γεώργιος Δροσίνης υμνολογεί με μουσικούς στίχους «Το Θείο αστέρι των Μάγων»:

Την Άγια Νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη, ποιος δεν το ξέρει;

των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ’ αστέρι.

Κι όποιος το βρει μεσ’ στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει,

σε μια άλλη Βηθλεέμ, ακολουθώντας το,

μπορεί να φθάσει!

Και ο βουκολικός Κώστας Κρυστάλλης, πιστός στην παράδοση,

θυμάται το ξημέρωμα των Χριστουγέννων:

...Οι φωνές που βγαίνουν

από το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα.

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν

κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί, στις εκκλησιές μας σμίγουν.

Ο Στέλιος Σπεράντζας, ο λυρικός ποιητής καλεί την Αγάπη να θρονιαστεί στις καρδιές μας:

Ω Αγάπη, που προσκύνησαν βοσκοί,

μέσ’ την καρδιά μου ξαναγύρνα!

Λατρείας προσφοράς ευλαβική

Σου φέρνω για λιβάνι και για σμύρνα!

Ο Τέλης Άγρας ονειρεύεται την εικόνα της Γεννήσεως. Οι Άγγελοι, τα βόδια, οι Μάγοι, όλα τον συγκινούν:

Μα απ’ Αγγέλους κι από Μάγους

δεν ζήλεψ’ άλλο πιο πολύ,

όσο της Μάνας του το στόμα

και το ζεστό-ζεστό φιλί!

Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς ξαναβρίσκει την πίστη του όταν, εκστασιασμένος βυθίζεται στις Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις και ακούει τον μελωδικό ήχο της Χριστουγεννιάτικης καμπάνας:

Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει και μου φτερώνει την ψυχή

κι ανοίγετ’ η καρδιά μου και σκορπάει θυμίαμα και προσευχή.

Και ακόμη ο ποιητής προσεύχεται στο Θείο Βρέφος να τον κρατήσει καθαρό από τις κακίες του κόσμου:

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου·

στη φάτνη Βρέφος όσο ζω να σε λατρεύω δος μου·

κι όταν θαρθεί να με πάρει, κάμε σα βρέφος να σταθώ

μπροστά στη Θεία Σου χάρη.

Και αλλού πάλι ο ποιητής νοσταλγικά θυμάται το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι:

Αχ, αχ! Χριστουγεννιάτικο της φαμιλιάς τραπέζι,

που ταίρι-ταίρι η όρεξη με την αγάπη παίζει!

Ο Κώστας Παναγιώτου καλεί τους ανθρώπους, με οδηγό το αστέρι, να πλησιάσουν το Θείο Βρέφος, από το οποίο κρέμονται οι ελπίδες των απόκληρων της ζωής:

Ώριο της Ώριας Μαριάμ το Βρέφος πλημμυρίζει

μ’ ελπίδες των απόκληρων τα πονεμένα στήθια.

Χριστούγεννα... στη γη ζωή καινούργια λουλουδίζει

και φως στο ζόφο των ψυχών, τινάζει την αλήθεια!

Ο Μεσολογγίτης Μιλτιάδης Μαλακάσης υψώνει δέηση στο Θείο Βρέφος να διαλυθούν τα σκοτάδια της ανθρωπότητας (Χριστούγεννα 1939):

Τώρα, Κύριε, η γέννησή Σου η δοξασμένη

κάνε τη φρίκη να σκορπίσει όλων αυτών.

Το ανέσπερό Σου φως, νάτο προβαίνει

μεσ’ τα σκότη των καπνών και των βροντών.

Ο Στέλιος Σπεράντζας τον Δεκέμβριο του 1940 απευθύνει κατανυκτική δέηση στο Θείο Βρέφος να βοηθήσει τον ηρωικό ελληνικό στρατό:

Χιλιάδες χείλη ηρώων σου ψιθυρίζουν

τη νύχτ’ αυτή το Δόξα εν Υψίστοις.

Τη νίκη χάρισέ μας πέρα ως πέρα·

μονάχα αυτοί, που νόμο δεν γνωρίζουν,

ντροπιάζονται. Τη μέρα της γιορτής Της

Σου πίκραναν την Άχραντη Μητέρα.

Kαι ο Γεώργιος Βερίτης στο «Δόξα εν Υψίστοις» ζωγραφίζει τα κακά που χτύπησαν και χτυπούν τους ανθρώπους για να βρουν τελικά τη γαλήνη στη Θεία Φάτνη της Βηθλεέμ:

Δώσε γαλήνη Βασιλιά μας,

Παντού και μέσα στην καρδιά μας.

Στείλε γλυκιά παρηγοριά

σε πολιτείες και χωριά.

Δέξου, Χριστέ, την προσευχή μας,

κι ας γίνει φάτνη Σου η ψυχή μας·

κάνε ν’ ανθίσουν άσπροι κρίνοι

όπου περίσσεψαν οι θρήνοι.

Κι ας πουν το Δόξα εν Υψίστοις

γλώσσες, λαοί, φυλές της Γης.