«Την υπογραφή μου θέτω δεν θυμώνεις υποθέτω»

on .

Θαυμάζω την τεχνολογία, αν και ομολογώ πως δεν την κατέχω, θαυμάζω και το... «πάνσοφο» Ίντερνετ που έφερε τόσο κοντά τη γνώση, που αχρήστευσε τις βιβλιοθήκες.
Η τεχνολογία μεσουρανεί στις μέρες μας, τόσο που εμείς οι μεγάλοι να θεωρούμαστε… αγράμματοι! Και λες, με νοσταλγία, λες με παράπονο πισωγυρίζω στα χρόνια που το βιβλίο πήγαινε από χέρι σε χέρι. Κι έβλεπες στην τελευταία σελίδα αφιερώματα καλλιγραφικά, σαν δώρο για τον επόμενο.
«Την υπογραφή μου θέτω, δεν θυμώνεις υποθέτω». Και είχαμε έγνοια να εξασφαλίσουμε τα βιβλία της επόμενης χρονιάς. Ταλαιπωρημένα, σημειωμένα, λαδωμένα, άλλα «ακριβά» και πολύτιμα. Και τα σεβόμαστε αυτά τα βιβλία που τότε ήταν η μόνη πηγή γνώσης.
Αφήνω δε τις ταλαίπωρες μεταφράσεις των αρχαίων και τις λύσεις των μαθηματικών, καταγραμμένες, σημειωμένες καθώς βγάζαμε όλη την οργή μας σ’ αυτές. Φυλάω και φυλλομετρώντας τώρα στην τρίτη ηλικία με πόνο ξαναγυρνώ σ’ εκείνα τα καρδιοχτύπια τα μαθητικά των διαγωνισμών και των εξετάσεων.
Προσωπικά, τα βλέπω με συμπάθεια σαν καλούς παλιούς φίλους αν και ευτυχώς δεν χρειαζόταν να τις χρησιμοποιήσω μια και το διάβασμα ήταν η «αδυναμία» μου που με ακολουθεί ως τα γεράματα.
Kαι θυμάμαι τα παρακάλια, τις εξαγορές με πενταροδεκάρες ή με πίτες της μάνας απ’ το χωριό, με τυρί από τα λίγα γιδάκια.
Επενέβαιναν κι οι μάνες:
«Δώσε χ’σομ τ’ μιτάφρασ’ στου πιδί κι γω θα σου στείλω πίτα και άμα ντουμπολίσω βούτ’ρο ν’ αλείφ’ς του ψουμί..
Αιώνια Ζαγορίσια μάνα, μάνα των γραμμάτων και της περηφάνιας, της προκοπής των παιδιών της. Και μια η έγνοια, «να μαθς γράμματα να γενς άνθρωπος μακριά απ’ τη χερολάβα και τ’ γλίτσα». Δύσκολα χρόνια που δεν είχαμε τίποτε και τα είχαμε όλα. Γιατί οι ανάγκες μας είχαν όρια.
Οι καιροί άλλαξαν και τα γράμματα «καλά και χ’σα», αλλά είναι στη μπάντα, κι όλο έρχεται στο προσκήνιο η γκλίτσα και το αλέτρι, έστω και με σύγχρονα μηχανήματα.
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Γιατί έπεσε στα χέρια μου ψάχνοντας τα βιβλία μου τ’ ασκόλαγα, μια παλιά μετάφραση «Λυσίου Λόγοι» με υπογραφές, ημερομηνίες, ζωγραφιές, καρδιές με βέλη, στιχοπλάκια ερωτικά, όλα αγνά, αφού ο... παραλήπτης ήταν άγνωστος...
Και σκέπτομαι πως σήμερα δεν φτάνει μόνο που με το πάτημα ενός κουμπιού βρίσκεις κάθε πληροφορία αλλά αποκτάς και γνωριμίες και φιλίες κι αυτό είναι άλλοτε ευχή κι άλλοτε κατάρα.
Γιατί όλο σε καθηλώνουν στην καρέκλα ενός δωματίου στην οθόνη ενός υπολογιστή.
Αυτός όλος κι όλος ο κόσμος σου, δέκα τετραγωνικά. Γιατί όλο σε απομονώνουν από την ανθρώπινη ανάσα, την ανθρώπινη επαφή, την παρέα, το αθώο πείραγμα.
Χωρίς το μάτι σου να χορταίνει ουρανό, χωρίς να φουσκώνουν οι πνεύμονές σου από μυρωδιές, χωρίς ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα πόδια βράχια, χωρίς να τεντώνεις τα χέρια σου να κόψεις ένα κορόμηλο, να σημαδέψεις με τη σφεντόνα ένα «τσιαμπί», να μυρίσεις τη μυρωδιά του οργωμένου χωραφιού, του κοπαδιού που βόσκει αμέριμνο στο λιβάδι, να κόψεις μια αγκαλιά αγριολούλουδα. Τη φύση, τον παράδεισο, ο Θεός τον έπλασε να τον χαίρεται ο άνθρωπος.
Κι ύστερα, μπορεί τάχα το κομπιούτερ να σε αγκαλιάσει, να σε φιλήσει, να σου σκουπίσει τα δάκρυα, να σε μαλώσει, να σε δείρει;
Μπορείς να παλέψεις μαζί του στο γρασίδι, να σου σταματήσει τα αναφυλλητά; Μπορείς;
Γιατί να γράψω όλα αυτά; Από ζήλεια; Ίσως. Από φόβο; Σίγουρα.
Γιατί φοβάμαι, φοβάμαι που προσπαθούμε να κάνουμε τον άνθρωπο εξάρτημα μιας μηχανής.
Κι η μηχανή δεν έχει ψυχή. Γι’ αυτό φοβάμαι.