Οι Σαρακατσάνοι, μια πανάρχαια ελληνική φυλή…

on .

Η πανάρχαια αυτή νομαδική ελληνική φυλή, σκηνίτες κτηνοτρόφοι, χρόνο με το χρόνο διαλύονται και εξαφανίζονται. Η προϊστορία αυτών των νομάδων χάνεται μέσα στους θρύλους. Όμως, η παράδοση παραμένει ζωντανή. Η καθημερινή τους ζωή, τα έθιμά τους, ο χώρος που κινούνται, η βιοτεχνία τους, γενικά οι επιδόσεις τους και όσα έχουν σχέση μ’ αυτούς, εξακολουθούν να υπάρχουν, σε μια συνεχή περιπλάνηση στους κάμπους και στα βουνά. Οι Σαρακατσάνοι, σύμφωνα με νεότερες επιστημονικές έρευνες, είναι οι πρώτοι κάτοικοι της ευρωπαϊκής Ηπείρου, οι πρωτοευρωπαίοι κατά τους ανθρωπολόγους. Είναι νομάδες κτηνοτρόφοι, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, χωρίς μόνιμη κατοικία και δική τους γη. Αποτελούν διάφορες πατριές, παρέες, μπουλούκια, επαγγελματικούς σχηματισμούς, με ελεύθερα συνεταιρισμένες οικογένειες, τα τσελιγκάτα. Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Παναγιώτης Αραβαντινός και ξένοι αποδέχονται την ελληνική καταγωγή των Σαρακατσάνων και τους ξεχωρίζουν από τους Κουτσόβλαχους, τους Βλάχους ή τους Καραγκούνηδες.
Οι Σαρακατσάνοι μέσα στους αιώνες διατήρησαν αναλλοίωτα τα ανθρωπολογικά τους χαρακτηριστικά. Ζουν στην Κεντρική Μακεδονία, σε τμήμα της Θράκης, στη Θεσσαλία. Γλώσσα τους η ελληνική, με ελληνική εθνική συνείδηση. Το μεγαλύτερο μέρος τους ζει σε περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας και πολύ λιγότεροι στα άλλα Βαλκανικά κράτη.
Οι ίδιοι είναι περήφανοι που ανήκουν στους πιο γνήσιους Έλληνες. Η διάλεκτος των Σαρακατσάνων ή Σαρακατσαναίων δεν περιέχει λέξεις με ξενική ρίζα, ενώ είναι γεμάτη από αρχαίες ελληνικές λέξεις. Πατρίδα των Σαρακατσαναίων είναι όλα τα ελληνικά βουνά, οι κάμποι και τα λιβάδια, που τα θεωρούν δικά τους και τα αγαπούν με ευλάβεια. Λαός φιλελεύθερος, ποτέ δεν υποτάχτηκε σε κατακτητές, ενώ η πίστη τους στα εθνικά ιδανικά είναι άσβεστη. Στον αγώνα της ανεξαρτησίας οι Σαρακατσάνοι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο. Έβγαλαν σπουδαίους καπεταναίους, αγωνιστές, αρματολούς και κλέφτες. Θαυμαστή υπήρξε η αντοχή τους στις τρομερές καιρικές συνθήκες των Βορειοηπειρωτικών βουνών στον πόλεμο του 1940-41, όπου υπηρετούσαν ως ημιονηγοί, ιπποκόμοι και ιππείς.
Η Αγγελική Χατζημιχάλη, στο σπουδαίο σύγγραμμά της με τίτλο «Σαρακατσάνοι», γράφει σχετικά: «Οι Σαρακατσάνοι απλοί και πρωτόγονοι, σπαρμένοι σ’ όλο τον κορμό της Ελληνικής Χερσονήσου, αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμιξίες, με οδηγό τους το ένστιχτο της αυτοσυντήρησης, διαγράφουν χιλιάδες τώρα χρόνια στον ίδιο χώρο την ιδιότυπη και ανεξάρτητη σταδιοδρομία τους… Στενά δεμένοι με τη φύση και τα φαινόμενά της, αλλά και με όσα βρήκαν καθιερωμένα από τους προγόνους τους, κλείνουν μέσα στη ζωή τους παμπάλαια μυστικά, που αντηχούν αντίλαλους από εποχές απροσδιόριστα μακρινές. Διατηρούν στα κοινωνικά ήθη και έθιμά τους, στις δεισιδαιμονίες, στην τέχνη τους, στοιχεία που η απαρχή τους πρέπει να ζητηθεί στ’ αρχέγονα ελληνικά φύλα. Η όλη πορεία της μελέτης μαρτυρεί πως η καταγωγή των Σαρακατσάνων ανεβαίνει σε ξεκομμένα τμήματα των πρωτοελληνικών φύλων που κατέβηκαν στην Ελλάδα. Τα τμήματα αυτά απομένουν σε περιοχές που πολύ αργά μπαίνουν στην ελληνική ιστορία. Τέτοιες περιοχές –αρκετά ξένες προς τους δρόμους του εμπορίου, ώστε να μην ευνοούν πυκνούς πληθυσμούς και άστεα, αρκετά ορεινές, ώστε να ευνοούν τον νομαδικό τρόπο ζωής και αρκετά απόμερες και αφιλόξενες, ώστε να μην κινούν τη βουλιμία των άλλων ελληνικών επικρατειών- είναι η περιοχή της Πίνδου και η περιοχή της Ροδόπης. Και προς τα κέντρα αυτά πρέπει να τοποθετήσουμε τις αρχικές κοιτίδες και αφετηρίες των Σαρακατσάνων».
Το όνομα των Σαρακατσάνων είναι δύσκολο να εξιχνιαστεί και να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Δεν μπορεί να δοθεί ετυμολογική ερμηνεία του. Ακριβή στατιστικά στοιχεία για τους Σαρακατσάνους δεν υπάρχουν. Γύρω στο 1950 θα υπήρχαν σε ολόκληρη την Ελλάδα γύρω στους 85.000 ανθρώπους. Σήμερα ασφαλώς θα είναι πολύ περισσότεροι. Ο Δανός διεθνολόγος Carsten Hoeg, συνέγραψε δίτομο έργο του για τους Σαρακατσάνους με τίτλο «Οι Σαρακατσάνοι, μια νομαδική ελληνική φυλή». Η Αγγελική Χατζημιχάλη στο βιβλίο της «Σαρακατσάνοι» (έκδοση 1957), υπολόγισε εφτά μέλη σε κάθε οικογένεια και κατέληξε σε 10.604 οικογένειες και 81.473 ψυχές. Στο βιβλίο της η Χατζημιχάλη σημειώνει ότι η έρευνά της δεν συγκεντρώνει τον συνολικό αριθμό των Σαρακατσάνων, ο οποίος χωρίς άλλο ξεπερνάει τις 10.604 οικογένειες. Γεγονός είναι ότι ένας σημαντικός πληθυσμός διασκορπισμένος σε βουνά και χειμαδιά από τη Θράκη ως τη Θεσσαλία.
Λατρεύουν κατά προτίμηση δύο Αγίους: Τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Δημήτριο. Οι δύο αυτοί Άγιοι για τους Σαρακατσάνους αποτελούν την πιο σημαντική αφετηρία της νέας χρονικής περιόδου, όταν ανεβαίνουν στα βουνά ή κατεβαίνουν στα χειμαδιά. Το καλοκαίρι στις στάνες, στα μαντριά, που είναι μακριά από τα κονάκια, έχουν αρκετές καλοκαιρινές δουλειές. Ο κούρος (το κούρεμα των προβάτων), το πότισμα, το βόσκισμα, ο αργαλειός. Έχουν το αλάτισμα. Όταν τελειώσει το κούρεμα στήνουν τους αργαλειούς για να υφάνουν τα χειμωνιάτικα ρούχα και τα προικιά των κοριτσιών. Στα ποτάμια πλένουν τις φλοκάτες, τις κουβέρτες, τα ταγάρια. Δουλειές από τα χαράματα ως τη νύχτα. Όταν έρθει του Αγίου Δημητρίου (26 οκτωβρίου) θα ξεκινήσουν τα τσελιγκάτα για τα χαμηλά, τα πεδινά μέρη. Την Άνοιξη, του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) ξεκινούν για τα βουνά.
Στις περιοχές που καταλήγουν στήνουν τις καλύβες, η μια κοντά στην άλλη, έτσι που να αποτελούν ολόκληρα χωριά. Στις περιοχές που στήνουν το κατοικιό τους σμίγουν πολλές οικογένειες κάτω από έναν αρχιτσέλιγκα.
Οι Σαρακατσάνοι διατηρούν τα ήθη και έθιμά τους. Το μοναδικό τους μουσικό όργανο είναι η φλογέρα. Έχουν πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια. Το κύριο διασκεδαστικό τους μέσο δεν είναι ο χορός, αλλά τα τραγούδια. Θαυμαστή είναι η τέχνη των Σαρακατσαναίων στις στάνες, στα κονάκια, στην ξυλογλυπτική, στην υφαντική, στην κεντητική, στις φορεσιές. Οι Λαϊκές τους διηγήσεις, τα τραγούδια τους, η λατρεία και οι γιορτές του χρόνου, οι δοξασίες και οι δεισιδαιμονίες, τα παραμύθια και οι παροιμίες, είναι θαυμάσια ελληνικά μνημεία. Διατηρούν οι Σαρακατσάνοι πιστά την παράδοση. Από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι ο γάμος.
Τα μεγάλα κοπάδια των Σαρακατσάνων περνούσαν ελεύθερα, σε παλιότερες εποχές, τα σύνορα των Βαλκανικών χωρών αναζητώντας βοσκοτόπους. Μετά τον μεγάλο Πόλεμο, η τεχνολογία, οι διαφοροποιήσεις από τα μηχανήματα, υπήρξαν πολύ έντονες και με τις διεισδύσεις τους αναστάτωσαν και τη ζωή των νομάδων, που για αιώνες ζουν παράμερα και απομονωμένοι. Και φυσικά οι νέοι τρόποι ζωής αναστάτωσαν και τους Σαρακατσαναίους με τον ιδιόμορφο νομαδικό τρόπο λειτουργίας τους.
Οι Σαρακατσάνοι, κάτω από την πίεση της ανάγκης, αφού βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους αγροτοκαλλιεργητές, βλέποντας ότι στα χωριά υπήρχε καλύτερη ζωή, εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία και τον νομαδικό τρόπο ζωής. Η μεταβολή τους γίνεται τόσο ραγδαία, ώστε μέσα σε είκοσι χρόνια εξαφανίστηκαν τα τσελιγκάτα από τη Θεσσαλία και από άλλες περιοχές. Στα μέρη που είχαν αγορασμένους βοσκοτόπους κατασκευάζουν σπίτια και δημιουργούν χωριά. Στον Θεσσαλικό κάμπο δημιουργήθηκαν περισσότερα από δεκαπέντε χωριά. Αντικατέστησαν τα πρόβατα με τα τρακτέρ και από τσελιγκάδες και βοσκοί γίνονται καλλιεργητές γης. Άντρες και γυναίκες πέταξαν την ωραιότατη πατροπαράδοτη φορεσιά και φόρεσαν σύγχρονη ενδυμασία.
Σήμερα σπάνια συναντάει κάποιος Σαρακατσάνους στη Θεσσαλία από τις χιλιάδες που υπήρχαν. Οι Σαρακατσάνοι, οι οποίοι για αιώνες είχαν αρνηθεί κάθε αλλαγή, παραμένοντας πιστοί στον δικό τους νομαδικό τρόπο ζωής, έγιναν καλλιεργητές και, μάλιστα, έδειξαν μεγάλη ικανότητα προσαρμογής. Και σήμερα, όσοι παρέμειναν ακόμη στους τόπους που εγκαταστάθηκαν, καλλιεργούν κατά τρόπο υποδειγματικό τη γη τους. Σε κεφαλοχώρια και σε πολλές πόλεις έχουν εγκατασταθεί πολλοί Σαρακατσάνοι. Οι νέοι έχουν στραφεί στις τέχνες και στα γράμματα και πάρα πολλοί σήμερα διαπρέπουν ως επιστήμονες, επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Ραγδαία, αλλά αθόρυβα, πραγματοποιήθηκε η μεταστροφή, η διαφοροποίησή τους με το πνεύμα της αδελφοσύνης που τους διακρίνει.