Τα «καλούδια» του δρόμου μας...

on .

Τα παιδιά κείνον τον καιρό της ήρεμης κι απλής μικρής μας πόλης τα Γιάννινα ήταν καλά, αθώα και αφελή, αλλά σαν παιδιά έκαναν και ζαβολιές, που πείραζαν τους μεγάλους.
Τότε είχαν σαν διέξοδο το σχολείο και τα παιχνίδια, τα οποία συνδυάζονταν και με μικροδιαβολές, πλάκες και πειράγματα, γιατί δεν υπήρχαν τα ραδιόφωνα, τα κομπιούτερς και οι τηλεοράσεις, που έχουμε σήμερα και τα καθηλώνουν στην καρέκλα ή την πολυθρόνα. Εκτός από την ποικιλία των παιχνιδιών που έπαιζαν στους δρόμους και στις αλάνες των γειτονιών, σοφίζονταν κι ένα σωρό ζαβολιές για να διασκεδάσουν με τα παθήματα των άλλων.
Αυτά γίνονταν και στη γειτονιά μου του Αη-Γιώργη, αν και μεις τα παιδιά της είχαμε και τα παιχνίδια, που κάναμε στις πατωσιές, που ήταν μεταξύ των μποστανιών και της Λίμνης, όπου το καλοκαίρι κάναμε μπάνιο στα καθαρά τότε νερά της και ψαρεύαμε με καλάμι ή πετονιά και πιάναμε αρκετά ψάρια, γιατί τότε που ήταν καθαρή είχε και μπόλικο ψάρι.
Επίσης τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, πλην ελαχίστων, και οι χωριάτες έρχονταν στην πόλη μας με τα πόδια τραβώντας με το καπίστρι το σύντροφο της δουλειάς τους το ήμερο γαϊδουράκι ή το δυνατό μουλάρι, με τα οποία έφερναν τα προϊόντα του χωριού τους τα πουλούσαν κι αγόραζαν τα χρειαζούμενα για τα σπίτια τους.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο δρόμος, που ήταν ένας από τις εισόδους της πόλης μας, να γεμίζει κοπριές από τα παραπάνω ζωντανά, έστω κι αν κάθε μέρα ο οδοκαθαριστής του Δήμου με την τσακνένια του σκούπα τις μάζευε μαζί με άλλα σκουπίδια και τα έριχνε στον αραμπά (κάρο), που τον τραβούσε ένα άλογο.
Στον αραμπά αυτόν έριχναν και οι νοικοκυρές της γειτονιάς τα σκουπίδια των σπιτιών τους, που τα μάζευαν και τα φύλαγαν σε τενεκέδες ή τσίγκινους κουβάδες, όταν άκουγαν την κουδούνα του σκουπιδιάρη, που την είχε κρεμασμένη πάνω του.
Μερικές νοικοκυρές, με πρώτη και καλύτερη τη μακαρίτισσα κυρά-Τούλα, μάζευαν με τη σκούπα «στου φαρισιάν τ' φ'σκή» (στο φαράσι τη φουσκή-κοπριά) και την έριχναν στους μπαξέδες και στις αυλές τους, για να γίνονται καλά και νόστιμα τα λαχανικά κι ωραία τα λουλούδια.
Οι κοπριές των ζώων στο δρόμο της γειτονιάς μας έδωκαν την ευκαιρία να κάνουμε μια διαβολιά. Πήραμε από το μπακάλικο του κυρ-Νίκου ένα κουτί, το γεμίσαμε με κοπριές κι αφού κλείσαμε το καπάκι του το τυλίξαμε με μεράκι με μια πολύχρωμη κόλλα, το δέσαμε σταυρωτά με έναν χρωματιστό σπάγκο και το «δώρο» ήταν έτοιμο. Το αφήσαμε στην άκρη του δρόμου μπροστά στο σπίτι μου, που τότε ήταν στον κύριο δρόμο της γειτονιάς του Αη-Γιώργη κι εμείς τα παιδιά το παρακολουθούσαμε μέσα από το κλειστό παράθυρο του μαντζάτου (καθιστικού δωματίου).
Ο «τυχερός» δεν άργησε να βρεθεί. Ένας χωριάτης με το ένα χέρι κρατούσε το καπίστρι του γομαριού του και με το άλλο άρπαξε στα γρήγορα το κουτί αφού έριξε γύρω του φευγαλέες ματιές, μήπως τον είδε κανένας, προχώρησε στο δρόμο προς την πόλη έχοντας το κουτί παραμάσκαλα, ενώ εμείς βγαίνοντας από το σπίτι τον ακολουθούσαμε από μακριά για να δούμε τι θα κάνει το δέμα.
Εκείνος όταν έφτασε στο μικρό δασύλλιο του Γηροκομείου κοντοστάθηκε και το άνοιξε με λαχτάρα για να δει το περιεχόμενο, όταν όμως αντίκρισε τι είχε μέσα, το πέταξε μακριά αηδιασμένος και νευριασμένος, ενώ εμείς ξεσπούσαμε σε γέλια.
Ένα άλλο «παιχνίδι» - ζαβολιά που κάναμε, ήταν να δένουμε από μια τρύπα στην άκρη ενός χαρτονομίσματος, εκείνης της εποχής, ένα λεπτό από κουβαρίστρα άσπρο ράμμα (κλωστή), για να μη διακρίνεται εύκολα, το αφήναμε στο δρόμο και την άλλη άκρη της κλωστής την περνάγαμε από μια τρύπα του παραθυριού του σπιτιού και κρυμμένα από μέσα χαμηλά στο παράθυρο περιμέναμε τον τυχερό.
Μόλις βλέπαμε ότι ο περαστικός έσκυβε να πάρει το χαρτονόμισμα, το τραβούσαμε γρήγορα κι αυτό άλλαζε θέση. Εκείνος απορημένος για την μετακίνησή του, χωρίς να φυσάει αέρας, ξαναπροσπαθούσε να το πιάσει, ενώ εμείς από μέσα το τραβούσαμε με δύναμη κι έτσι του έφευγε σχεδόν από τα χέρια. Με τις κωμικές του σχετικά κινήσεις εμείς γελούσαμε κι όταν εκείνος μας έπαιρνε χαμπάρι, έφευγε γρήγορα και νευριασμένος για το πάθημά του και καμιά φορά μας έριχνε και μια μούντζα.
Αυτές οι ζαβολιές ενοχλούσαν τη μάνα μου, η οποία μας κυνηγούσε με τη σκούπα να μας χτυπήσει φωνάζοντας: «Δεν ντρέπιστι μωρέ κουπιασμένα που κουρουϊδεύιτι τουν κόσμου μ' αυτά;». Εμείς τρέχαμε να φύγουμε από το σπίτι για να μη φάμε ξύλο κι ιδιαίτερα με τη σκούπα, που αν τρώγαμε χτυπώντας μας μ’ αυτή θα μέναμε κοντοί, όπως λέγανε τότε.