Η στάση των Τούρκων έναντι του θεσμού των Κοινοτήτων…

on .

Οι Έλληνες που συνέζησαν για ολόκληρους αιώνες με ξένους λαούς (Φράγκους στα νησιά, Σλάβους, Αλβανούς και Τούρκους), ήταν επόμενο να δεχτούν κάποια ξένα στοιχεία και κάποιες επιδράσεις.
Ο κοινοτικός θεσμός κληροδοτήθηκε από το Βυζάντιο ή την Αρχαιότητα. Μετά από κάποιες εκλείψεις, εξαιτίας πολεμικών γεγονότων και άλλων περιπετειών, συντηρείται η ιστορική συνέχεια του θεσμού. Η ιδέα της αυτοδιοίκησης κατά την τουρκική κατάκτηση ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει. Και, βέβαια, ο θεσμός των Κοινοτήτων κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας υπέστη μεταβολές, Ο θεσμός απέφυγε τουρκικές ή μουσουλμανικές επιδράσεις, επειδή ο ελληνικός λαός διέθετε γραπτή και προφορική παράδοση του δικαίου, που τον έσωσε.
Κύρια πηγή δικαίου για τους ανώτερους κληρικούς ήταν και επί τουρκοκρατίας το ρωμαϊκό δίκαιο, που είχε συνοψιστεί στο Πρόχειρον ή στην Εξάβιβλον του Κων/νου Αρμενοπούλου (14ος αι.). Το βιβλίο αυτό παρουσιάζεται σχεδόν ως το μόνο γραπτό δίκαιο του ελληνικού έθνους.
Την Εξάβιβλο και τα άλλα νομικά βιβλία απλά τα συμβουλεύονταν. Οι διατάξεις τους δεν αποτελούσαν τυφλοσούρτη. Σε πολλές περιπτώσεις επικρατούσε η κοινή γνώμη και το εθιμικό δίκαιο. Έρευνες για τη συλλογή των νομικών εθίμων απέδειξαν ότι πολλά από αυτά διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή Τουρκοκρατίας.
Οι Τούρκοι Σουλτάνοι έβλεπαν τις κοινότητες σαν ένα καλό όργανο για την είσπραξη των φόρων και την ευκολότερη διοίκηση των εκατομμυρίων ραγιάδων της αυτοκρατορίας. Η επιβίωση των θεσμών αυτών υπήρξε παρήγορο στήριγμα για τον ελληνισμό, γιατί διαφύλαξε τους πυρήνες του λαϊκού πολιτισμού.
Επειδή η κοινότητα είχε απομείνει ως ο μόνος πολιτικός οργανισμός των Ελλήνων αποκτά μεγαλύτερη δύναμη. Σε πόλεις και χωριά οι Έλληνες αποτραβιούνται σε ξεχωριστούς μαχαλάδες και κάπως απομονώνονται.
Η σκλαβιά ευνοεί την οικογενειακή πατριαρχική ζωή και τη διατήρηση των σχετικών εθίμων. Τα μέλη της οικογένειας συσπειρώνονται κάτω από τον αρχηγό, τον αφέντη, τον κύρη. Η συσπείρωση αυτή είχε ευεργετικές συνέπειες, γιατί αντιμετώπιζαν πιο αποτελεσματικά τις αυθαιρεσίες και καταπιέσεις. Γενικά οι κοινοτικοί θεσμοί είχαν ευεργετικές επιδράσεις σε κάθε εκδήλωση της ζωής των ραγιάδων.
Μέσα στην μεγάλη κοινοτική ομάδα, διακρίνονται και μικρότερες ενώσεις βιοτεχνών, οι οποίες συσπειρώνονταν στα λεγόμενα ρουφέτια ή ισνάφια (συντεχνίες). Τέτοιες συντεχνίες δραστηριοποιούνταν κατά τα μεσαιωνικά χρόνια και ως τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Οι τεχνίτες είναι οι θεματοφύλακες της αρχαίας παράδοσης και φορείς νέων στοιχείων, δημιουργοί της λαϊκής τέχνης. Είναι γεροί οι δεσμοί αυτών των επαγγελματικών ομάδων με την κοινότητα.
Η παράδοση των συντεχνιών του βυζαντίου κληροδοτείται στην Τουρκοκρατία, η οποία όμως, λόγω των καταπιέσεων, της φτώχειας και της κατάθλιψης ανέκοψε την πορεία της μακραίωνης παράδοσης. Η προσέλευση πολλών χιλιάδων Χριστιανών στον Ισλαμισμό, είχε ως συνέπεια να μεταφέρουν στην νέα τους κοινωνία, την μουσουλμανική, τις τεχνικές τους γνώσεις.
Οι αλληλεπιδράσεις κατακτητών και κατακτημένων δεν μπορεί να αγνοηθούν. Οι Τούρκοι προσέλαβαν και αφομοίωσαν την πείρα των προηγμένων λαών. Να πούμε ότι Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Αρμένιοι έχουν ξεχωριστά ρουφέτια. Υπάρχουν και μεικτά ρουφέτια, όπως το ρουφέτι των γουναράδων της Κων/λης, που αποτελείται από Έλληνες και Τούρκους. Οι Έλληνες προσπαθούσαν να περιφρουρήσουν τα επαγγελματικά τους συμφέροντα. Οι συντεχνίες ήταν απαλλαγμένες από τον στενό έλεγχο του κράτους και βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για εξέλιξη. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανταγωνισμός, αλλά ο καθένας ελέγχεται από την ομάδα. Πολλά στοιχεία των οργανώσεων αυτών επιζούν από τη βυζαντινή παράδοση.
Μέλη των ρουφετιών ήταν μόνο οι μαστόροι, αυτοί δηλ. που είχαν τα εργαστήρια. Δίπλα στον μάστορα εργαζόταν ο Κάλφας (βοηθός) και το μαθητούδι ή τσιράκι. Επικεφαλής του ρουφετιού ήταν ο πρωτομάστορας (πρωτομαΐστωρ).
Κάθε ισνάφι είχε έναν άγιο προστάτη και κάθε χρόνο στη γιορτή του γινόταν πανηγύρι στην εκκλησία ή στο μοναστήρι του, όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Ορισμένα ρουφέτια ή ισνάφια ακμάζουν, όπως των γουναράδων της Καστοριάς, των ταγιαδόρων (ξυλογλυπτών) της Αθήνας, του Τυρνόβου Ηπείρου, των κτιστών (γνωστών ως κονδαραίων της Πυρσόγιαννης και της Βούρμπιανης), των ασημιτζίδων και χρυσοκεντητάδων των Καλαρυτών, κλπ. Ήταν επόμενο, μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, ανάλογα με την οικονομική άνοδο των μελών των ρουφετιών, να παρατηρηθεί η τάση να πάρουν μέρος στην διαχείριση των κοινών.
Η επικράτηση των αντιπροσώπων μέσα στους κόλπους της κοινωνίας γενικεύεται. Οι βιοτέχνες διαχειρίζονται τα ζητήματα της κοινότητας, αναλαμβάνοντας και τα οικονομικά βάρη. Μάλιστα, πολλές φορές, η δράση ορισμένων ρουφετιών, κυρίως στα μεγάλα κέντρα, απλώνεται και στα γενικότερα ζητήματα του έθνους. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται με τις συντεχνίες της Κωνσταντινούπολης. Εκεί τα ισνάφια, με την οικονομική τους άνοδο, απέκτησαν επιρροή στα κοινά πράγματα. Βοηθούν τους ομοεθνείς τους που υποφέρουν και έχουν την εποπτεία στις εκκλησίες, στα σχολεία, στα νοσοκομεία. Με τους αντιπροσώπους τους παίρνουν μέρος ακόμη και στην εκλογή του Πατριάρχη, μέχρι τα μέσα του 19ου αι.
Μέχρι τον 19ο αι., που μειώθηκαν τα δικαιώματά τους, οι συντεχνίες της Κων/πολης, θεωρούνταν και από την τουρκική κυβέρνηση και από ολόκληρο το Γένος, ως οι νόμιμοι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Χριστιανών (Ελλήνων, Βουλγάρων, Αλβανών). Οι αντιπρόσωποι των βιοτεχνιών, οι άρχοντες του Φαναρίου με επικεφαλής την δωδεκαμελή σύνοδο και τον Πατριάρχη, αποτελούσαν ένα είδος εθνικής συνέλευσης των Ορθοδόξων Χριστιανών, με φανερό τον ελληνικό χαρακτήρα.
Από τις συντεχνίες της Κων/λης εκείνη που είχε ισχυρότερη οικονομική επιφάνεια ήταν η συντεχνία των γουναράδων. Το επάγγελμα του γουναρά ήταν κερδοφόρο. Η γούνα ήταν σημάδι πλούτου και ανώτερης κοινωνικής τάξης. Πολλοί γουναράδες της Κων/λης και της Καστοριάς αποκτούσαν δύναμη.
Οι γουνέμποροι της Κων/λης είχαν κοινό ταμείο, το λεγόμενο «κυτίον των Γουναράδων». Το ταμείο αυτό είχε ιδρυθεί για αγαθοεργούς σκοπούς, για την ίδρυση σχολείων, προστασία ορφανών, χηρών και αδυνάτων, κλπ. Οι γουναράδες και άλλα ρουφέτια της Κων/λης είχαν και ξεχωριστά «κυτία» για τις ανάγκες του Παναγίου Τάφου.
Εκτός από τις συντεχνίες μέσα στην ελληνική χριστιανική κοινότητα αναφέρονται και οι Αδελφότητες ή τα Αδελφάτα, οι οποίες σκοπό έχουν την ενίσχυση των αδύνατων μελών και την ίδρυση εκκλησιών, σχολείων, κλπ. Οι Αδελφότητες λόγω των σκοπών τους δραστηριοποιούνται στα πλαίσια της Εκκλησίας. Με την Εκκλησία διατηρούν πολύ στενό σύνδεσμο.