Το Ασφαλιστικό, χαριστική βολή για τους δικηγόρους!

on .

Με την οικονομική κρίση στη χώρα μας και με τα τρία μνημόνια, οι δικηγόροι, όπως  και πολλά άλλα επαγγέλματα και ιδίως οι ελεύθεροι επαγγελματίες, υφίστανται τραγικές επαγγελματικές και οικονομικές συνέπειες. Αυτό, διότι, δυστυχώς, οι πελάτες δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν προς τους δικηγόρους στα ελάχιστα των υποχρεώσεών τους. Γι’ αυτό, εξάλλου, παρατηρείται το φαινόμενο στα Δικαστήρια και ιδίως στα ποινικά, να μην παρίστανται καθόλου δικηγόροι ή στα κακουργήματα να  υποχρεούνται τα δικαστήρια να διορίζουν αυτεπαγγέλτως δικηγόρους από το σχετικό κατάλογο των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων.
Η χαριστική, όμως, βολή της σημερινής, πράγματι, τραγικής οικονομικής και επαγγελματικής κατάστασης των δικηγόρων, είναι το τελευταίο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, το οποίο καθιερώνει ως εισφορές πολύ μεγάλα, εξωφρενικά και ιδιαίτερα δυσβάσταχτα ποσά, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, είναι και 4πλάσια από αυτά που ισχύουν σήμερα.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το κατατεθέν σχετικό Ν/Σ, ο κάθε δικηγόρος θα πρέπει: 1. Να καταβάλει για κύρια σύνταξη το 20% επί του εισοδήματος από την ασκούμενη δραστηριότητα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. 2. Επίσης, να καταβάλει, επί πλέον, και το ποσό των 7,5% για επικουρική σύνταξη. 3. Ομοίως, πρέπει να καταβάλει και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη. 4. Τέλος, θα πρέπει να καταβάλει ακόμη 4% για το εφάπαξ. Άρα, συνολικά θα πρέπει  ο κάθε δικηγόρος να καταβάλλει μόνο για ασφάλιστρα ετησίως (20 + 7,5 + 6,95 + 4=) 38,45%.
Ειδικότερα, εάν ένας δικηγόρος δηλώσει ως εισόδημα 50.000 €, θα κληθεί να καταβάλει, μόνο για ασφάλιστρα, το ποσό των 17.485 € και εάν δηλώσει 70.000 € θα κληθεί να καταβάλει επίσης μόνο για ασφάλιστρα το ποσό των 24.576 €.
Πέραν, όμως, αυτών, ο δικηγόρος, ως ελεύθερος επαγγελματίας, θα πρέπει να καταβάλει και φόρο εισοδήματος, ο οποίος σήμερα είναι 29% και για εισοδήματα άνω των 50.000 φτάνει στο ποσοστό του 33%. Ήτοι, το σύνολο του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών θα φτάνει στο ποσοστό των (38,95 + 33=) 71,95%.
Όμως, οι δικηγόροι στις περισσότερες φορές, αν όχι στο σύνολο, εκ των πραγμάτων, υποχρεώνονται να καταβάλλουν οι ίδιοι και το Φ.Π.Α., που είναι 23%, καθόσον αυτός, στην πράξη, ενσωματώνεται, κάθε φορά, στην αμοιβή του δικηγόρου και οι πελάτες δεν δέχονται να επιβαρυνθούν επιπλέον και το Φ.Π.Α. Έτσι, η επιβάρυνση του δικηγόρου, στην πράξη θα είναι (33 + 38,95 + 23=) 94,95%. Εάν δε, υπολογισθεί και η, όπως ανακοινώθηκε, προκαταβολή του φόρου, η οποία θα φτάνει και στο ποσοστό του 70%, του καταβληθέντος φόρου εισοδήματος, γίνεται αντιληπτό, ότι ορθώς γίνεται λόγος για τελείως αρνητικό αποτέλεσμα για κάθε δικηγόρο.
Η κατάσταση γίνεται τραγικότερη για τα κάπως οργανωμένα και με συνεργάτες δικηγορικά γραφεία, τα οποία επιβαρύνονται και με σοβαρά λειτουργικά έξοδα, αλλά, κατόπιν των ανωτέρω, είναι αδύνατη η συνέχιση της λειτουργίας τους.
Ίσως υπάρξει σε κάποιους η σκέψη, και μάλιστα, γίνονται δημόσια και σχετικοί υπαινιγμοί, ότι οι δικηγόροι φοροδιαφεύγουν ή ότι αμοίβονται με «μαύρα» χρήματα, τα οποία δεν δηλώνουν και επομένως δεν θα υπάρχουν οι παραπάνω επιβαρύνσεις. Η απάντηση στο θέμα αυτό είναι, ότι και εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο και όπου συνέβαινε στο παρελθόν, σήμερα, εκ των πραγμάτων, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, διότι , όπως είναι γνωστό, δεν κυκλοφορούν στην αγορά μετρητά χρήματα και οι πληρωμές γίνονται πάντοτε μέσω τραπεζικών λογαριασμών, οπότε όλα δηλώνονται και  ορθώς κανονικά και υποχρεωτικά.
***
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σήμερα πολλούς δικηγόρους σε πρόωρη σύνταξη ή ορισμένα γραφεία κλείνουν ή συρρικνώνονται, αλλά και νέοι δικηγόροι οδηγούνται σε άλλα επαγγέλματα, που είναι άσχετα με τις σπουδές τους και τα προσόντα τους. Έτσι, η κατάσταση πλέον για τους δικηγόρους είναι τραγική και οι περισσότεροι και ιδίως οι νέοι, βρίσκονται σε πλήρη απόγνωση. Καλό και επιβεβλημένο, όμως, είναι, η Κυβέρνηση να συζητήσει υπεύθυνα με τη Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και να βρει μία βιώσιμη και υποφερτή λύση, διότι διαφορετικά οι ευθύνες της θα είναι τεράστιες για ένα επιστημονικό κλάδο, που έχει προσφέρει πάρα πολλά, τόσο στην απονομή της Δικαιοσύνης, όσο και στην πολιτική και τη Δημοκρατία.