ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ 1914 Ο Αυτονομιακός Αγώνας

on .

Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, δημιούργημα της ταραγμένης εποχής των Βαλκανικών Πολέμων, έμελλε να μας απασχολήσει από το 1913 μέχρι σήμερα. Το 1913, δυστυχώς, η Βόρειος Ήπειρος έχασε την ευκαιρία της ενσωμάτωσης με τον μητρικό κορμό.
Τα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της Βορείου Ηπείρου εξελίχτηκαν ως εξής: Πριν ακόμη από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913) ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε τη Βόρειο Ήπειρο από τα ανατολικά. Στις 7 Δεκεμβρίου μπήκε στην Κορυτσά και ύψωσε τη σημαία του σταυρού. Λίγο αργότερα, στις 3 Μαρτίου 1913 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθερώνουν το Αργυρόκαστρο και το Δέλβινο και την επομένη το Τεπελένι.
Ο δρόμος προς την Αυλώνα ήταν ανοιχτός. Όμως ο ελληνικός στρατός δεν έφτασε σ’ αυτή την πόλη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τηλεγράφημά του στον διάδοχο Κωνσταντίνο όριζε ότι η νοητή γραμμή που δεν έπρεπε να ξεπεραστεί περνούσε κάτω από το Τεπελένι και κατέληγε στη Μοσχόπολη. Κάτω από την Μοσχόπολη εκτείνονταν περιοχές που τις είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός και των οποίων η ενσωμάτωση στην ελεύθερη πατρίδα εθεωρείτο βέβαιη. Προς Βορρά και μέχρι τον Γενούσο ποταμό οι περιοχές θα έμεναν αλύτρωτες. Η Αυλώνα περιλαμβανόταν στη δεύτερη ζώνη. Στην πρώτη ζώνη υπήρχαν ιστορικές πόλεις, όπως οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, η Χιμάρα, η Πρεμετή, η Κορυτσά, οι Μεγάλες Δυνάμεις «χρύσωσαν το χάπι» και η Ελλάδα, χωρίς τη θέλησή της το δέχτηκε.
Όμως και η ενσωμάτωση με την πατρίδα και αυτών των πόλεων και περιοχών δεν πραγματοποιήθηκε. Τον Μάιο του 1913 υπογράφηκε η συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Με τα άρθρα 2 και 3 της συνθήκης αυτής η Τουρκία παραχωρούσε στους ηγεμόνες της Βαλκανικής Χερσονήσου σχεδόν όλα τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκτός από την Αλβανία, τη φροντίδα της οποίας ανελάμβαναν συλλογικά οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία). Με το άρθρο 5 της ίδιας συνθήκης την ευθύνη για τον καθορισμό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου είχαν οι έξι Δυνάμεις. Το τραγικό δίλημμα είχε τεθεί. Τον Ιούλιο του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις έθεταν «υπό την εγγύησή τους» την Αλβανία, η οποία γινόταν κληρονομική ηγεμονία, κυρίαρχη και ουδέτερη. Το Δεκέμβριο του 1913 υπογράφηκε το επαίσχυντο «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας», σύμφωνα με το οποίο το Βόρειο τμήμα της Ηπείρου επιδικαζόταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Η δραματική αυτή στροφή πρέπει να αναζητηθεί στη διαμόρφωση των βόρειων και ανατολικών συνόρων του υπό εκκόλαψη κράτους. Η Βόρειος Ήπειρος θυσιάστηκε για να γίνει η γειτονική χώρα βιώσιμη. Στην αφύσικη αυτή ανατροπή οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αντέδρασαν. Μετά τη δυσμενή διαμόρφωση της κατάστασης σχηματίστηκαν σε πόλεις και χωριά «Επιτροπές Εθνικής Αμύνης» που συγκρότησαν «Ιερούς Λόχους» και «Επιμελητείες».
Στις 31 Ιανουαρίου 1914 επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία αξίωναν την αποχώρηση του στρατού από την Βόρειο Ήπειρο, μέσα σε τακτή προθεσμία. Σε αντίθετη περίπτωση τα νησιά του Αιγαίου δεν θα τα παραχωρούσαν στην Ελλάδα. Η Αθήνα συμμορφώθηκε και ο στρατός μας αποχωρούσε από την Βόρειο Ήπειρο.
Μετά την άσχημη εξέλιξη των πραγμάτων για την Βόρ. Ήπειρο οι βορειοηπειρώτες εξεγέρθηκαν. Πρώτη ξεσηκώθηκε η Χιμάρα (9 Φεβρουαρίου 1914) με τον Σπυρομήλιο. Ταυτόχρονα συνήλθε στην Αθήνα Πανηπειρωτικό Συνέδριο. Αποφασίστηκε αντίσταση και ορίστηκε επικεφαλής του Αγώνα ο Γεώργιος Ζωγράφος, γιος του Μεγάλου Ευεργέτη Χρηστάκη Ζωγράφου από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου.
Ο Γεώργιος Ζωγράφος είχε σπουδάσει στο Παρίσι και στο Μόναχο. Το 1905 εκλέχτηκε βουλευτής Καρδίτσας. Το 1909 ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου ο Βενιζέλος τον τοποθέτησε Γενικό Διοικητή της. Όταν του ανατέθηκε η αρχηγία του αυτονομιακού αγώνα παραιτήθηκε από τη θέση του. Στις 12 Φεβρουαρίου 1914 έφτασε στο Αργυρόκαστρο. Αμέσως σχημάτισε την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου. Πρόεδρος ανέλαβε ο ίδιος, Υπουργός Εξωτερικών ο Αλέξ. Καραπάνος, Οικονομικών ο Ιωάν. Παρμενίδης, Στρατιωτικών ο Δημήτριος Δούλης, Παιδείας και Θρησκείας ο Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως Βασίλειος και μέλη της Κυβέρνησης οι Μητροπολίτες Κορυτσάς Γερμανός και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων. Μετά τον σχηματισμό της προσωρινής κυβέρνησης τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία. Στις 16 Φεβρουαρίου κηρύχτηκε η αυτονομία στους Αγίους Σαράντα και το Δέλβινο. Όλα έδειχναν ότι η εξέγερση θα γενικευόταν σε ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο.
Το μεγάλο ερώτημα που ανέκυψε ήταν η στάση του ελληνικού στρατού. Ο Βενιζέλος κατηγορηματικά διαβεβαίωνε τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από την Βόρειο Ήπειρο και «δεν θα προέβαλαν, ούτε θα υποστήριζαν, ούτε θα ενεθάρρυναν άμεσα ή έμμεσα, καμία αντίσταση κατά «της στάσης πραγμάτων» που είχαν διαμορφώσει οι Μεγάλες Δυνάμεις. Το πρόβλημα, κυρίως, είχε επικεντρωθεί στις δύο μεγάλες πόλεις: το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά. Διοικητής της Κορυτσάς ήταν ο συνταγματάρχης Αλέξ. Κοντούλης, άτομο ιδιόρρυθμο, με δικές του απόψεις όσον αφορά την προσέγγιση Ελλήνων και Τουρκαλβανών. Ο Κοντούλης παρέδωσε την πόλη στους Αλβανούς. Με την εκκένωση της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό, με ενέργειες πάλι του Κοντούλη, παραδόθηκαν στους Αλβανούς και οι περιοχές Μοσχοπόλεως και Κολωνίας.
Στο Αργυρόκαστρο τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Εκεί Διοικητής ήταν ο υποστράτηγος Αναστ. Παπούλας, ο οποίος, όταν διέγνωσε ότι οι κάτοικοι δεν επρόκειτο να παραδώσουν την πόλη στους Αλβανούς, δεν επέμεινε. Πανηγυρικά στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχτηκε στο Αργυρόκαστρο η Αυτονομία και υψώθηκε σημαία με τον σταυρό και δικέφαλο αετό.
Στο μεταξύ, στις 20 Φεβρουαρίου κηρύχτηκε η Αυτονομία στο Λεσκοβίκι και στις 23 του ίδιου μήνα στην Πρεμετή. Στην περιοχή της Πρεμετής έγιναν οι πρώτες σοβαρές μάχες με τους Αλβανούς. Η νίκη των αυτονομιακών στην Πρεμετή προκάλεσε έκπληξη στη διεθνή Κοινή Γνώμη και κατέδειξε ότι η επαναστατική κίνηση δεν ήταν τυχαία.
Η τελική έκβαση του αγώνα κρίθηκε στο Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά. Στην Κορυτσά στις 19 Μαρτίου 1914 άρχισε η ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων κατά των Αλβανών και των Ολλανδών αξιωματικών τους. Η εξέγερση αυτή τελικά απέτυχε από έλλειψη εφοδίων. Σ’ αυτή την εξέγερση σκοτώθηκαν 114 Έλληνες, ανάμεσά τους 7 (εφτά) γυναίκες και ο διάκονος της Μητρόπολης Βασίλειος Γκιώνης. Λίγο αργότερα έφτασε στην Κορυτσά ο γνωστός Μακεδονομάχος Γεώργιος Τσόντος-Βάρδας, ταγματάρχης πυροβολικού. Με την άφιξή του αναθερμάνθηκε ο αγώνας και ύστερα από επιτυχείς μάχες με τους Αλβανούς, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου, πολιόρκησε στενά την Κορυτσά.
Στον τομέα Αργυροκάστρου η ισχυρή αλβανική πίεση είχε ως αποτέλεσμα την μετακίνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης στο χωριό Γεωργουτσάτες. Στη σκληρή μάχη που έγινε από 20 έως 23 Απριλίου στη Μονή Τσέπου, υπερίσχυσαν οι αυτονομιακοί. Ο αλβανικός στρατός υποχώρησε προς βορρά. Από τις εξελίξεις αυτές φάνηκε καθαρά ότι οι Αλβανοί δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τις περιοχές Κορυτσάς και Αργυροκάστρου. Οι Αλβανοί, κάτω από τον κίνδυνο οριστικής συντριβής τους ζήτησαν την παρέμβαση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου για σύναψη ανακωχής. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα. Τα μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εκπρόσωπος της αλβανικής κυβέρνησης και οι: Γεώργιος Ζωγράφος, Αλέξ. Καραπάνος και εκπρόσωποι της Αυτονόμου Ηπείρου, συναντήθηκαν στους Αγίους Σαράντα. Από εκεί πέρασαν στην Κέρκυρα, όπου στις 17 Μαΐου 1914 (νέο ημερολόγιο) υπέγραψαν Πρωτόκολλο, με το οποίο δικαιωνόταν ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών. Με το «Πρωτόκολλο της Κερκύρας» εξασφαλιζόταν ειδική ελευθερία και συγκρότηση ειδικού σώματος χωροφυλακής. Κατοχυρωνόταν η χρήση και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και απαγορευόταν η είσοδος και η στάθμευση στις δύο επαρχίες Κορυτσάς και Αργυροκάστρου «στρατιωτικών μονάδων μη αυτοχθόνων».
Με τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου αυτού η Βόρειος Ήπειρος αποκτούσε ευρεία αυτονομία μέσα τα όρια της αλβανικής επικράτειας. Το Πρωτόκολλο συνυπογράφηκε από όλες τις πλευρές. Από την πλευρά των Ηπειρωτών η κύρωση επιτεύχθηκε στο Πανηπειρωτικό Συνέδριο που συνήλθε στο Δέλβινο. Στο Συνέδριο αυτό συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τις περιοχές Χιμάρας, Αγίων Σαράντα, Αργυροκάστρου, Πρεμετής Πωγωνίου, Λεσκοβικίου, Ερσέκας και Κορυτσάς. Οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας αρνήθηκαν να προσυπογράψουν τις συμφωνίες. Έφυγαν από τη Συνέλευση ζητωκραυγάζοντας το σύνθημα που είχε συνυφανθεί με τους αγώνες και την καθημερινή τους ζωή: Ένωσις ή θάνατος.
Μετά τον θριαμβευτικό αγώνα των Βορειοηπειρωτών και την επιτευχθείσα αυτονομία οι Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) συγκατατέθηκαν στην κατάληψη των Επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό. Στις 24 Οκτωβρίου 1914 παραδόθηκε όλη η περιοχή στα ελληνικά στρατεύματα. Τον Ιανουάριο του 1916 αντιπρόσωποι της Βορείου Ηπείρου έλαβαν μέρος στις εργασίες της Α’ Συνόδου της ΚΑ’ Περιόδου της Βουλής των Ελλήνων. Να μνημονεύσουμε το από 3 Μαρτίου 1916 σημαντικό Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως ισχύος του 258 νόμου εις την Βόρειον Ήπειρον» (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, Α’, 17 Μαρτίου 1916, αρ. 54).
Δυστυχώς, η Ελλάδα του 1916 δεν ήταν η Ελλάδα του 1914. Είχε διαβρωθεί από τον διχασμό. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1916 η Ιταλία, με τη συγκατάθεση των Δυνάμεων της Συνεννόησης κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. Το ίδιο έκαναν ένα μήνα αργότερα και οι Γάλλοι στην Κορυτσά. Το 1917 οι Ιταλοί επέβαλαν κατοχικό καθεστώς και στα Ιωάννινα, από όπου τελικά αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Η Βόρειος Ήπειρος είχε χαθεί. Μια προσπάθεια να δοθεί τέλος στην τραγωδία των Βορειοηπειρωτών έγινε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1919. Τη χρονιά αυτή ήρθε σε συμφωνία με τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ιταλίας Tommaso Tittoni οι επαρχίες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς να ενωθούν με την Ελλάδα, όμως η Ρώμη αθέτησε τις συμφωνίες. Το Δεκέμβριο του 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) και τον Νοέμβριο του 1921 επανέφεραν το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» και η Βόρειος Ήπειρος επιδικάστηκε και πάλι στην Αλβανία.
Όπως είναι γνωστό, η Σημαία του Σταυρού υψώθηκε για άλλη μια φορά στην Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, αλλά οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις και πάλι αντέδρασαν και απέτρεψαν την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Στο Παρίσι το 1946 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων. Στο Συμβούλιο των Υπουργών των Εξωτερικών και πάλι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα της Ελλάδος και η Βόρειος Ήπειρος παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια. Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα παραμένει ανοιχτό ηθικά και νομικά.
Ήδη, μετά την κατάρρευση του προηγούμενου επονείδιστου καθεστώτος, οι Έλληνες του Βορειοηπειρωτικού χώρου εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες για καλύτερη ζωή, μεταναστεύοντας στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να απογυμνώνεται ο τόπος, με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Η εγκατάλειψη του τόπου, κυρίως από το έμψυχο νεανικό δυναμικό, δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους, γιατί κρύβει οδυνηρές εκπλήξεις.

* * *

Εκδήλωση στο ΙΒΕ για την Αυτονομία Βορ. Ηπείρου

• Εκδήλωση για την 102η Επέτειο της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου θα πραγματοποιήσει το Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών σήμερα, Τετάρτη, ώρα 6.30 μ.μ. στα γραφεία του (Κουγκίου 1Α, 6ος όροφος). Σ’ αυτήν θα μιλήσει ο φιλόλογος και πρ. βουλευτής Μιχάλης Παντούλας με θέμα «Οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις μέχρι σήμερα». Θα ακολουθήσει η κοπή πίτας του Ι.Β.Ε. για το 2016.