Η Εποποιία του Μπιζανίου...

on .

l Στις 8 Δεκεμβρίου 1912 έφθασε στην Πρέβεζα με το πλοίο «Πύλαρος» ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Λεν μαζί με τη σύζυγό του. Η Πρέβεζα ήταν πλέον ελεύθερη από τις 21 Οκτωβρίου. Από την Πρέβεζα με αυτοκίνητο πηγαίνει στην Φιλιππιάδα όπου είναι εγκατεστημένο το ελληνικό στρατηγείο. Η πρώτη του συνάντηση είναι με τον στρατηγό Σαπουντζάκη, αρχηγό του Ελληνικού Στρατού Ηπείρου, τον οποίο περιγράφει στην πρώτη του ανταπόκριση.
«Είναι ένας άνδρας, λέει, ψηλός, δυνατός, μεγαλοπρεπής, μέσα στη βαθυκύανη, πολύ απλή στολή του. Έχει άσπρα μαλλιά και μουστάκια. Το πρόσωπό του είναι αποφασιστικό και ήρεμο, τα μάτια του λαμπερά με βλέμμα υπερήφανο, αλλά επιεικές. Φορεί μακριά κυανή χλαίνη, ψηλές μπότες που εμπρός σκεπάζουν τα γόνατα. Μοιάζει με στρατηγό της Αυτοκρατορίας και επιπλέον μιλάει θαυμάσια γαλλικά».
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η σύζυγος του Σαπουντζάκη ήταν κόρη του Κολλίνου Κολοκοτρώνη του μικρότερου γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη...
Την επομένη 9 Δεκεμβρίου ο ανταποκριτής παρουσιάζεται στον διοικητή Σπηλιάδη, υπαρχηγό του επιτελείου: Είναι ένας λαμπρός αξιωματικός, γράφει, που με 1.800 άνδρες πήρε την Πρέβεζα. Όταν μπήκα στην Πρέβεζα, μου λέει, είπα στον εαυτό μου: «Παίρνω επιτέλους εκδίκηση για τους Έλληνες, αλλά και για τους 3.000 Γάλλους στρατιώτες που ο Αλή Πασάς έσφαξε το 1812 σ’ αυτήν την πόλη!». Το απόγευμα της 9ης Δεκεμβρίου, συνεχίζει ο Λεν, φύγαμε με αυτοκίνητο μαζί με τον στρατηγό για τα προκεχωρημένα φυλάκια.
Στην τοποθεσία Σεφέκ Μπέϋ, πίσω από ένα γυμνό λόφο, έχουν στηθεί τα μοναδικά τέσσερα κανόνια των 105 που έχει ο στρατός της Ηπείρου. Είναι παλιά Κρουπ. Ο στρατηγός Σαπουντζάκης εξετάζει ο ίδιος τη θέση.
Την επομένη το πρωί, 10 Δεκεμβρίου, πηγαίνουμε στη Νικόπολη να δούμε τι γίνεται στο αεροδρόμιο. Υπάρχουν δύο γαλλικά αεροπλάνα τύπου Φάρμαν και δύο Γάλλοι μηχανικοί που μόλις έχουν τελειώσει την επιθεώρηση των αεροσκαφών. Οι δύο πιλότοι είναι ο υπολοχαγός του Πεζικού Καμπέρος και ο υπολοχαγός του ιππικού Νοταράς.
Το θέαμα των σύγχρονων αυτών τελειοτάτου τύπου αεροπλάνων επάνω στο καταπράσινο λιβάδι ανάμεσα στα αρχαία ερείπια, είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Από τα περίχωρα έχει μαζευτεί ένα πλήθος περιέργων χωρικοί, γυναίκες και παιδιά που κοιτάζουν άναυδα τα μεγάλα άσπρα πουλιά. Απορούν πως τέτοιες μηχανές πετούν στον ουρανό!.. Οι μηχανικοί κάνουν θαύματα. Το ένα αεροπλάνο είναι έτοιμο και το άλλο θα ετοιμασθεί μέχρι το βράδυ. Δοκιμάζουν τον κινητήρα. Όλα πάνε καλά.
Και ο Ζαν Λεν συνεχίζει: Στις 5 το απόγευμα ο υπολοχαγός Καμπέρος απογειώνεται. Το πλήθος ξεσπά σε ζητωκραυγές και κάνει το σταυρό του. Οι γυναίκες ψιθυρίζουν προσευχές. Στα πρόσωπα όλων είναι γραμμένη η έντονη έκπληξη από το γεγονός που φαίνεται σαν θαύμα. Στην κοντινή εκκλησία χτυπούν οι καμπάνες και οι στρατιώτες ρίχνουν ντουφεκιές στον αέρα.
Πριν από την πτήση ο ποιητής Ματσούκας ο επιλεγόμενος «εθνικός ζητιάνος» φθάνει στη Νικόπολη. Είναι ο άνθρωπος που με τις θριαμβευτικές περιοδείες του στην Αμερική και τους εράνους του, έδωσε στην Ελλάδα ένα αντιτορπιλικό, ένα πεδινό πυροβόλο και τρία αεροπλάνα. Προχωρεί στον αμαξιτό δρόμο απ’ όπου περνά ο στρατός και αρχίζει να απαγγέλλει με τέτοιον πατριωτισμό και με τέτοια συγκίνηση που μολονότι δεν καταλαβαίνω το νόημα των λόγων του αισθάνομαι τον πατριωτικό παλμό τους! Οι άνδρες χειροκροτούν και φωνάζουν ενθουσιασμένοι: «Ζήτω ο Ματσούκας μας».

Πώς πολεμούσαν
Την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου ξαναγυρίζουμε στο μέρος που επισκεφθήκαμε τη Δευτέρα με το στρατηγό. Οι άνδρες μάχονται σε όλη τη γραμμή. Δεξιά από την πλευρά των Πεστών, το κανονίδι είναι τρομερό. Δυστυχώς δεν μπορούμε να ιδούμε τι ακριβώς γίνεται, γιατί οι ψηλοί λόφοι μας κρύβουν εντελώς τη θέα. Από αριστερά η Β’ Μεραρχία στην κοιλάδα του Λούρου αποφάσισε να κάνει έναν ελιγμό από τα δεξιά των Τούρκων, γιατί από την κατεύθυνση αυτή δεν υπάρχουν τουρκικές δυνάμεις.
Στη 1 το μεσημέρι το κανονίδι σταματά. Στις 2 μερικές τουρκικές οβίδες σκάνε αριστερά πάνω σε μια πλαγιά προς την κατεύθυνση της Β’ Μεραρχίας που οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί την παρουσία της. Από τα αριστερά οι Τούρκοι έχουν ένα πολύ ενοχλητικό πεδινό πυροβολικό που πρέπει να σιγήσει. Του ρίχνουν, αλλά οι λόφοι μας εμποδίζουν να δούμε τα αποτελέσματα.
Στις 3 το απόγευμα ένα χωρικός προσδιορίζει την ακριβή θέση των Τούρκων. Τα κανόνια αμέσως διορθώνουν τη βολή τους. Φαίνεται ήταν καλά τα αποτελέσματα, γιατί οι Τούρκοι σιώπησαν. Εκείνος ο χωρικός είχε οδοιπορήσει τρεις ώρες μέσα στις τουρκικές γραμμές για να φέρει την πληροφορία.
Την επομένη προχωρούμε μέχρι το Εμίν Αγά, το οποίο είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι. Εκεί μαθαίνουμε ότι οι Έλληνες πήραν λάφυρα 8 ανέπαφα ταχυβόλα Κρουπ, από τα οποία τα 2 έχουν και τα κινητά ουραία τους. Στις 5 Δεκεμβρίου Κυριακή το κανόνι βροντά και από τις δύο πλευρές. Τα τουρκικά οχυρά του Αγίου Νικολάου και του Μπιζανίου, βοηθούν το τουρκικό πεζικό να ανθίσταται στην προέλαση των Ελλήνων. Μέσα στην κοιλάδα τα τρία κανόνα των 105 ρίχνουν συνεχώς. Τα έχουν τοποθετήσει τη νύχτα σε τέτοια θέση, ώστε οι ψηλοί λόφοι να τα κρύβουν από το τουρκικό πυροβολικό που βάλλει από το Μπιζάνι. Οι οβίδες τους χτυπούν καίρια τις τουρκικές θέσεις.
Στη μία το μεσημέρι, μετά από μία τελευταία κανονιά ακούγονται ζητωκραυγές. Η τελευταία ελληνική οβίδα έπεσε μέσα στα οχυρά του Μπιζανίου προκαλώντας τρομερές καταστροφές. Ο διοικητής Σπηλιάδης, που στέκεται δίπλα μου (γράφει ο Λεν) γυρίζει το κεφάλι και δύο χοντρά δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του.
Για μερικές στιγμές η μάχη κοπάζει. Οι Τούρκοι διορθώνουν τη βολή τους και όταν τελειώνουν αντηχεί πάλι το κανονίδι, αλλά οι τουρκικές οβίδες αστοχούν. Πέφτουν πότε δεξιά, πότε αριστερά, ή το πολύ πιο πίσω από τα ελληνικά πυροβόλα που είναι πολύ καλά κρυμμένα. Οι Έλληνες έχουν τόση αυτοπεποίθηση, ώστε, όταν περνά μια οβίδα, σηκώνουν το κεφάλι, της χαμογελούν, την χαιρετούν και της φωνάζουν κάτι που νομίζω πως σημαίνει: «Καλό κατευόδιο!..».
Ακόμα κι εκεί που πέφτουν τα θραύσματα βρίσκει ένα Σώμα πεζικού. Οι άνδρες έχουν ξαπλώσει ή κάθονται αμέριμνοι. Είναι ήρεμοι και αστειεύονται μεταξύ τους. Καθώς η μάχη συνεχίζεται με αυτόν τον τρόπο, από αριστερά μας, ψηλά στους λόφους οι Έλληνες επιτίθενται. Βγαίνουν πίσω από μια μυτερή ψηλή κορφή και κατεβαίνουν την πλαγιά τρέχοντας. Οι σάλπιγγες ηχούν. Γύρω οι εκρήξεις των οβίδων τυλίγουν τους στρατιώτες μέσα σε άσπρα ή μαύρα σύννεφα.
Είναι η αληθινή βροχή από θραύσματα που πέφτουν από το Μπιζάνι πάνω στους ευζώνους όλο το απόγευμα, χωρίς ούτε για ένα λεπτό να μπορέσουν να ανακόψουν τη διαβολική προέλασή τους! Τους βλέπουμε ευκρινώς, με γυμνό μάτι, να προχωρούν σαν μυρμήγκια στις πλαγιές και πάνω στην κοκκινωπή γη.
Οι Τούρκοι τα έχουν χαμένα. Αυτό φαίνεται από τις βολές τους. Οι οβίδες τους, που πέφτουν στην τύχη, κάνουν ελάχιστες ζημιές στις ελληνικές γραμμές. Στο γυρισμό μαθαίνουμε ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε κερδίσει πολύ έδαφος γύρω από το Μπιζάνι. Παρά τις βαρειές απώλειες η θαυμάσια προέλαση δεν είχε σταματήσει. Αν συνεχίσουν έτσι πολύ σύντομα θα μπούμε στα Γιάννενα.

Οι Έλληνες εμπρός στα Γιάννενα
Και ο πολεμικός ανταποκριτής Ζαν Λεν, συνεχίζει:
Το πλαίσιο παραμένει το ίδιο στη Φιλιππιάδα στο Χάνι Εμίν Αγά και στα Πέντε Πηγάδια, χωριά γύρω από τα Γιάννενα, όπου προσθέτει ένα ακόμα ευνοϊκό στοιχείο υπέρ των αμυνομένων Τούρκων, αλλά και εμπόδιο συνάμα για τους Έλληνες η τραχύτητα του εδάφους που παρουσιάζει τρομερές δυσκολίες στην τοποθέτηση των πυροβόλων πάνω στα απόκρημνα εκείνα βουνά...
Ένα πρωί ο υποσμηναγός Μουτούσης φεύγει από τη Νικόπολη με το Φάρμαν αεροπλάνο του και αμέσως υψώνεται πάλι στα 1.600 μέτρα. Τα οχυρά του Μπιζανίου βρίσκονται στα 800 μέτρα. Μπορεί, λοιπόν, να επισημάνει τη θέση τους. Γίνεται, βέβαια, στόχος για τα πυρά των Τούρκων. Απαντά ρίχνοντας 4 βόμβες (σαν σημερινές χειροβομβίδες) που, όπως μαθαίνουμε αργότερα από αιχμαλώτους, προκαλούν σοβαρές ζημιές. Μία σφαίρα χτυπάει το αεροπλάνο, αλλά ευτυχώς ο θαρραλέος αεροπόρος προσγειώνεται σε κάποιο χωράφι κοντά στο Εμίν Αγά και εκεί τον περιμένει ο στρατηγός Σαπουντζάκης, που τον παίρνει αμέσως με το αυτοκίνητό του για να μάθει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα κάθε πληροφορία που είναι σε θέση να του δώσει...
Συνεχίζοντας τη λεπτομερή περιγραφή του πολέμου ο Γάλλος ανταποκριτής Ζαν Λεν ασχολείται κατόπιν με το δύσκολο έργο της μεταφοράς των τραυματιών και των νεκρών στρατιωτών. Και καταλήγει: «Μερικοί πεθαίνουν στο δρόμο ή στα πρόχειρα ιατρεία. Τότε τα αδέρφια τους, οι σύντροφοί τους στη μάχη, πηγαίνουν παρακάτω σε ένα χωράφι να σκάψουν ένα πρόχειρο μνήμα. Ξαπλώνουν το φτωχό σώμα. Το σκεπάζουν. Ένας σταυρός και μερικές πέτρες και αυτό είναι όλο... Η ταφή δεν κρατά παρά ελάχιστα λεπτά. Ένας άγνωστος κοιμάται εκεί στην αιωνιότητα, αφού έκαμε το καθήκον του στην πατρίδα. Και όταν ο στρατός θα φύγει από τα μέρη αυτά και η ειρήνη θα χαμογελάσει στην κατεστραμμένη σήμερα χώρα, ο στρατιώτης στον τάφο του θα μείνει μόνος, ξεχασμένος, άγνωστος σ’ αυτούς που θα πατούν επάνω του, ενώ εκεί κάτω στην Ελλάδα, τη γλυκειά πατρίδα, σε κάποιο χωριό, θα μείνει για πάντα μια θέση άδεια σε ένα σπιτικό».
Στη συνέχεια ο Ζαν Λεν περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις φονικές μάχες που διεξάγονται όλον τον Ιανουάριο του 1913 και συνεχίζει:
«31 Ιανουαρίου 1913. Ο Διάδοχος Κων/τίνος ανέλαβε την αρχηγία του στρατού. Ο στρατηγός Σαπουντζάκης έμεινε υπό τας διαταγάς του, διοικητής της δεξιάς πτέρυγος (6η και 8η μεραρχία). Ο πρίγκιψ υιοθέτησε εν μέρει τα σχέδια του στρατηγού αλλά επέφερε μετατροπές που η εκτέλεσή τους θα απαιτήσει χρόνον.
Το χιόνι πέφτει εδώ και δύο ημέρες. Πόσο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς στρατιώτες! οι εφοδιοπομπές δεν φθάνουν κανονικά. Τα ζώα πεθαίνουν κατά δεκάδες. Οι δρόμοι ή ό,τι ονομάζονταν άλλοτε έτσι, είναι γεμάτοι πτώματα μουλαριών. Ολόκληρα τάγματα μένουν 48 ώρες χωρίς ψωμί...

Η τελική μάχη
Η κακοκαιρία έχει παραλύσει την επιτυχή προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων. Τα οχυρωματικά έργα των Τούρκων είναι ισχυρά γύρω από την επίμαχη πόλη. Η δύναμή τους δεν συνίσταται μόνον στον αριθμό των πυροβόλων, αλλά και στην ορεινή φύση του εδάφους εξαιτίας της οποίας είναι σχεδόν αδύνατον να αντιπαραταχθεί ελληνικό πυροβολικό. Αλλά, στην άμυνα των Τούρκων υπάρχουν δύο σοβαρές αδυναμίες. Πρώτα η απειρία και αδεξιότητα των πυροβολητών, ύστερα η ευφυΐα και η επιδεξιότητα των αντιπάλων τους Ελλήνων που καμία αντιξοότητα δεν εμποδίζει να τοποθετήσουν κανόνια στα απόκρημνα σημεία και να καταστρέψουν πυροβόλα και οχυρώματα στο Μπιζάνι... Η ευστοχία των Ελλήνων πυροβολητών παρά τη μεγάλη απόσταση κατέστησε άχρηστη τη γερμανική τακτική έστω και αν την έχει καταστρώσει το γερμανικό στρατηγείο.
21 Φεβρουαρίου. Χθες (20 Φεβρ.) το πρωί στις 6.30 το κανόνι βροντά πάλι. Η επίθεση άρχισε... Φεύγω από το Κοτόρτσι και πηγαίνω στο Λοζέτσι (Ελληνικό). Ανεβαίνω στο μοναστήρι της Τσούκας που είναι ένας θαυμάσιος φυσικός εξώστης για να παρακολουθήσω τη μάχη. Πραγματικά από εκεί πάνω φαίνονται οι κορυφές του Μπιζανίου, της Μανωλιάσας, τα οχυρά του Αγίου Νικολάου, Δουρουτίου, Σαδοβίτσας, η πόλη και η λίμνη των Ιωαννίνων και το οχυρό της Καστρίτσας με την πεδιάδα που το χωρίζει από το βουνό όπου βρίσκομαι.
Έχω μια εικόνα συνόλου πολύ καθαρή της κατασκευής του εδάφους και διαπιστώνω πόσο καλά η φύση οχύρωσε τα Ιωάννινα μόνη της. Οι εργασίες του Φον Ντερ Γκολτς δεν έκαναν άλλο από το να συμπληρώσουν το φυσικό οχυρωματικό έργο. Η υπεροχή των Τούρκων προέρχεται μόνον εξαιτίας της φυσικής οχυρώσεως της πόλεως...
Στις 6 μ.μ. κατεβαίνω από το μοναστήρι για να πάω στο Λοζέτσι (Ελληνικό). Όλοι οι αξιωματικοί πιστεύουν ότι η αυριανή επίθεση, που συμπίπτει με την άφιξη της 3ης Μεραρχίας θα προκαλέσει την πτώση των Ιωαννίνων.
Το αραιό κανονίδι δεν σταμάτησε όλη τη νύχτα. Στις 5 τα χαράματα εντείνεται. Πιστεύω ότι αυτό σημαίνει γενική επίθεση των Ελλήνων. Στις 5.30’ απλώνεται σιωπή. Ανεβαίνω πάλι στο μοναστήρι Τσούκας, το παρατηρητήριό μου. Ούτε μια κανονιά. Τι συμβαίνει; Πριν από λίγη ώρα οι άνδρες φώναζαν «ζήτω» από την Αετοράχη. Τώρα ακούω την κραυγή της χαράς κατά μήκος όλης της γραμμής. Κάτι σοβαρό έχει συμβεί. Κατεβαίνω από το μοναστήρι στο Λοζέτσι τρέχοντας. «Χριστός Ανέστη» φωνάζουν οι στρατιώτες. «Τα Γιάννενα έπεσαν!».
Η είδηση είναι επίσημη. Τη νύχτα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση. Ο Εσάτ Πασάς εζήτησε στην αρχή να μείνει ελεύθερος ο στρατός. Ο Διάδοχος αρνήθηκε και διέταξε γενική επίθεση στις 5 το πρωί. Στις 5.30’ ο Εσάτ δέχεται τους όρους. Τώρα ο στρατός θα καταλάβει το Μπιζάνι. Ύστερα το τάγμα Ευζώνων του συνταγματάρχου Ιωάννου θα μπει στα Ιωάννινα...

Μέσα στην απελευθερωμένη πόλη
...Επιτέλους στις 22 Φεβρουαρίου βλέπω τα Ιωάννινα στην άκρη της γαλανής λίμνης απέναντι από μια τεράστια οροσειρά που της κρύβει τον ορίζοντα προς βορράν (Μιτσικέλι).
Εμπρός στην πόλη στρατοπεδεύει η εμπροσθοφυλακή των Ευζώνων που έφθασε χθες βράδυ 800 μέτρα εμπρός από τα Ιωάννινα και σήμερα μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη. Στους δρόμους οι άνθρωποι κλαίνε και χειροκροτούν τον στρατό. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων φθάνει στο παραλήρημα...
Τα Ιωάννινα που κατείχαν οι Τούρκοι και που διεκδικούσαν οι Αλβανοί είναι μια πόλη πέρα για πέρα Ελληνική. Στο στρατηγείο μαθαίνω το σχέδιο των επιχειρήσεων που κατέληξε στην πτώση της πόλεως...
...Οι αιχμάλωτοι Τούρκοι αξιωματικοί τους οποίους συνάντησα μου είπαν: Η Ελλάς βρήκε στον μέλλοντα βασιλέα της έναν πραγματικό στρατηγό και στον Βενιζέλο έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς των νεωτέρων χρόνων...
Για τον Βαλκανικό πόλεμο μου είπαν: Ο φοβερότερος αντίπαλός μας δεν ήταν η Βουλγαρία, αλλά η Ελλάδα που ο στρατός της μας πήρε τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα και που ο στόλος της μας πήρε τα νησιά του Αιγαίου και μας εμπόδισε να μεταφέρωμε από την Τσατάλτζα τις 250.000 άνδρες που έχουμε στη Μικρά Ασία και που η έλλειψη δρόμων και σιδηροδρόμων έχει ακινητοποιήσει στη Σμύρνη. Αν δεν υπήρχε ο Ελληνικός στόλος θα είμαστε από καιρό τώρα στη Σόφια...».
* * *
Το εναργές, λιτό και απέριττο ρεπορτάζ του Γάλλου δημοσογράφου Ζαν Λεν από το μέτωπο του πολέμου στο Μπιζάνι το 1912-1913, μας δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα του επικού και πολύ σκληρού αγώνα του Ελληνικού Στρατού για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Μεταφερόμαστε νοερά στο μέτωπο του πολέμου και έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε με τα ίδια μας τα μάτια τον τιτάνιο εκείνο αγώνα για την ολοκλήρωση του 1821...