Το πιτσιρικάκι φουμάρει τσιγαράκι… SANTE!

on .

Ομορφόπαιδο, μου δίνεις τη φωτιά σου;.. Η χαρακτηριστική βραχνή φωνή της Σπεράντζας Βρανά, στην Κάλπικη Λίρα, όταν προσπαθεί να «ψαρέψει» πελάτη στο ίδιο πεζοδρόμιο με τον «αόματο» Μίμη Φωτόπουλο… Σηματοδοτεί μια εποχή, που το τσιγάρο εκτός από προϊόν απόλαυσης, ήταν και μέσο «κοινωνικής δικτύωσης».
Για παράδειγμα, ένας καθώς πρέπει κύριος της εποχής, με μεταξωτή γραβάτα και κασμιρένιο παλτό, έβγαζε σίγουρα να καπνίσει από μια πολυτελή κασετίνα. Αντίθετα τα φτωχαδάκια καπνίζανε σέρτικα. Τα περίφημα σέρτικα Λαμίας… Κι αυτά αγορασμένα χύμα… Οι εντελώς μπατίρηδες πάλι, επιδίδονταν με πάθος στην αναζήτηση της μισοκαπνισμένης «γόπας»…
Όσο για τα «ξυπόλητα τάγματα» της κάθε γειτονιάς, που μπορεί μεν να φόραγαν κοντοπαντέλονο και να παίζαν ολημερίς μπάλα και ξυλίκη… αλλά ήταν συνάμα και θεριακλήδες από 10 και 12 χρονών… Αυτή λοιπόν η πιτσιρικαρία ήταν αδιανόητο να μείνει άκαπνη…
Ο Παπαστράτος συνειδητοποίησε πρώτος την ανάγκη τους κι από τα χρόνια της Κατοχής κυκλοφόρησε το 3άρι του. Κι ο Kεράνης επίσης το δημοφιλέστατο «ΕΘΝΟΣ»… Και χυμέ και σε πακέτο παρακαλώ.
Κάθε μαθητής που σέβονταν τον εαυτό του έπρεπε νάχει καβάτζα 2-3 τσιγαράκια, για να ξεχαρμανιάσει αλλά και για ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ στον κοινωνικό του περίγυρο, ότι είναι πλέον άντρας! Άντρας με τα όλα του! Ικανός να κάνει κουμάντο στην αυλή του σχολείου. Στην αλάνα της γειτονιάς… Και να υποκαταστήσει, όποτε αυτό κρίνονταν απαραίτητο, την πατρική φιγούρα στο σπίτι του, ανάμεσα στην μάνα του και τις αδερφές του.
Αυτό το τελευταίο ήταν και το πιο δύσκολο. Γιατί πώς αλλιώς να επιβληθείς στις αδερφές σου, που έχουν όλη την ημέρα το μυαλό τους στους καλλωπισμούς και τα γλυκοκοιτάσματα με τον κάθε διερχόμενο φαντάρο… Αν ακόμη (λόγω ηλικίας) δεν έχεις αποκτήσει έναν αξιοπρεπή μύστακα! Ε, λοιπόν, να πως: Αφήνεις να κρέμεται από τα χείλη σου ένα σέρτικο και κανένας πλέον δεν τολμά να σε αμφισβητήσει.
***
Και καλά η καθοριστική σημειολογία των «σιγαρέτων» όσον αφορά τις λαϊκές μάζες, που ανέκαθεν ανταγωνίζονταν την πλουτοκρατία… Εκεί που το «φουμάρισμα» γνώρισε πεδίον δόξης λαμπρόν… ήταν χωρίς άλλο ο ανίκητος στη μάχη ΕΡΩΤΑΣ…
…Κι ίσως μου χάρισες
αυτή την ταμπακέρα,
για να μου γίνει και
το κάπνισμα βραχνάς…
«Διαμαρτύρεται» με την αξεπέραστη ερμηνεία της η μοναδική Σοφία Βέμπο. (Τι κρίμα. Τι άδικο, που τη Σοφία Βέμπο την έχουμε συνδέσει μόνο με το Αλβανικό Έπος).
Πόσα πακέτα άδειασαν αλήθεια ύστερα από ένα ερωτικό καυγαδάκι… Έναν πρόσκαιρο ή οριστικό χωρισμό… Με πόσες γόπες δεν γέμισε το πεζοδρόμιο από κάποιον βαθύτατα ερωτοχτυπημένο, που για ώρες στέκονταν περιμένοντας να ανοίξει ένα παράθυρο… Να διακρίνει ένα νεύμα, μια ενθάρυνση, από το αντικείμενο του πόθου του.
Είπα γόπες στο πεζοδρόμιο! Α, καλά. Αγαπημένη Ελληνική συνήθεια.
Όλα κι όλα, ο Έλληνας καπνιστής βάζει πάντα με συνέπεια το λιθαράκι του στην «τσαπατσουλιά» και την περιφρόνηση των κανόνων.
Στο παρελθόν είναι αλήθεια πως ο Πατακός προσπάθησε να το συμμαζέψει ορίζοντας 500 δρχ. πρόστιμο σε όποιον «συλλαμβάνονταν» να πετάει το αποτσίγαρό του στο δρόμο. Πεντακόσιες δρχ. ήταν πολλά λεφτά στην περίοδο της επταετίας. Κι όμως ο Έλληνας δεν πειθάρχησε. Συνεχίζει αρειμάνιος να προσαρμόζει τακτικές και υποχρεώσεις «κατά το δοκούν».
Γέμισε δηλαδή το τασάκι στο αυτοκίνητο; Χρατς, κάνει μια και το αδειάζει ακριβώς εκεί που έχει παρκάρει… Έξω από ένα φούρνο, ένα σχολείο… ή ακόμα και το σπίτι του γείτονα. (Το δικό του το θέλει αυστηρά καθαρό). Άδειασε το πακέτο του; Χρατς! Το τσαλακώνει. Το κάνει μπαλάκι και στοχεύει με δαύτο από μακριά τον κάλαθο των σκουπιδιών… Ύστερα το πετάει τύπου «είμαι Φασούλας και βάζω τρίποντο»! Φυσικά αστοχεί. Φυσικά δεν σκύβει να το μαζέψει…
Αλλά το χειρότερο… Το χειρότερο είναι βεβαίως το κατακαλόκαιρο… Όταν τσιμπάει η θερμοκρασία 38άρι και ο λίβας καίει τα σπαρτά. Βάζει λοιπόν ο τζες τη βερμουδίτσα του. Αγοράζει το κύπελο – γίγας με στιγμιαίο καφέ… Ανοίγει τα Pioneer ηχεία του για να απολαύσει Οικονομόπουλο και οδεύει με το Ibiza σε κοντινή παραλία προκειμένου να καταπλήξει τα πλήθη με την θεϊκή του κορμάρα και το καινούργιο του τατού.
Καθ’ οδόν εκτοξεύει ανέμελα το αποτσίγαρό του σε παράπλευρο χάντακα! Τα βατσούνια αρπάζουν ασκαρδαμυκτί. Η Πυροσβεστική παρεμβαίνει άμεσα… Οι χελωνίτσες όμως δεν προλαβαίνουν να την κάνουν… Και το χορτολίβαδο γίνεται φλαμπέ!
***
Αφορμή γι’ αυτούς τους κοινότυπους στοχασμούς στάθηκε η είδηση ότι τα «SANTE» αποσύρθηκαν από την Ελληνική αγορά μετά από 85 χρόνια πετυχημένης διαδρομής.
Χμ… Και λοιπόν; Θα αναρωτηθεί κανείς… Εδώ έχουμε καθημερινά βαρύγδουπη ειδησεογραφία… Μπλόκα, τρακτέρ, φορολογικό, ασφαλιστικό, δικηγόροι, μηχανικοί… η Γεροβασίλη σε μεγάλα κέφια… Γιατί να μας απασχολεί το φινάλε των «SANTE». Γιατί έκλεισε μαζί τους και μαζί με την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, μια ολόκληρη εποχή… Πολυτάραχη, δύσκολη μα και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Μια εποχή που θα μπορούσε ίσως να τη χαρακτηρίζει η φράση – κλειδί: «Κάνε τσιγάρο». Δηλαδή, κάτσε δίπλα μου, πες μου τι σ’ απασχολεί και μαζί θα το λύσουμε.
Το «κάνε τσιγάρο» εμπεριέχει φιλία, συντροφικότητα, ανθρώπινη παρουσία… Για τα επόμενα πέντε λεπτά, μπορεί και δέκα, μπορεί κι ένα ολόκληρο βράδυ, δυο άνθρωποι παραμερίζουν το φόβο, την αβεβαιότητα και συνταιριάζουν τις σκέψεις τους.
«Κάνε τσιγάρο»… Κι έβγαινε από την τσέπη το κόκκινο πλακέ πακέτο των «SANTE», σαν ένα μαγικό αντίδοτο, για τις πίκρες και τους καϋμούς του κόσμου.
«Κάνε τσιγάρο»… Στη σκοπιά. Στη Μακρόνησο. Στη Γυάρο. Στο προαύλιο της φυλακής, στο σχόλασμα από τη φάμπρικα... Στο γήπεδο όταν ο διαιτητής σφύριζε πέναλτι εις βάρος της ομάδας σου.
«Έλα να κάψουμε ένα τσιγαράκι»… Στο σταθμό, στο Λεβερχούζεν, στο Μανχάιμ… στην ξενιτιά.
***
Κι η κοπέλα, η μορφή δηλαδή που απεικονίζεται στο πακέτο, πάντα εκεί. Σαγηνευτική, ορίτζιναλ ξανθιά, με μάτια πλάνα και χαμόγελο όλο υποσχέσεις.
Ήταν η Ζωζώ Νταλμάς. Μια γυναίκα θρύλος, που η παρουσία της, το ταπεραμέντο της και το ταλέντο της... έκανε τις μεγάλες ντίβες του Χόλιγουντ να μοιάζουν «σαν ολίγη από γιουβέτσι».
Η Ζωζώ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905. Σεργιάνισε σχεδόν όλο τον πλανήτη… Έπαιξε, χόρεψε και τραγούδησε στις καλύτερες και τις πλέον κοσμοπολίτικες θεατρικές σκηνές. Ο πανίσχυρος και ανατρεπτικός Κεμάλ Ατατούρκ την ερωτεύτηκε παράφορα.
Είναι γνωστή η ιστορία της γνωριμίας τους. Ο Κεμάλ παρακολούθησε ένα βράδυ στην Κων/πολη την παράσταση της Ζωζώς και φυσικά θέλησε να την «γνωρίσει καλύτερα». Πέρασαν λοιπόν τη νύχτα μαζί. Το πρωί ο Κεμάλ (που σηκώνονταν πάντα πολύ νωρίς) άφησε στο κομοδίνο ένα χαρτονόμισμα 1.000 λιρών, για να την ευχαριστήσει «για τις υπηρεσίες της».
Όταν η Ζωζώ ξύπνησε και το είδε, θύμωσε πολύ για την προσβολή! Πήρε αμέσως ένα ψαλίδι κι έκοψε τη φωτογραφία του Κεμάλ από το χαρτονόμισμα και την κράτησε. Το υπόλοιπο το άφησε στο κομοδίνο με το εξής σημείωμα: «Αξιότιμε κύριε, κράτησα αυτό που ήθελα. Ό,τι έμεινε μου είναι άχρηστο και περιττό»… Απίστευτη στρατηγική! Από κει κι ύστερα ο Kεμάλ τη λάτρεψε. Η Ζωζώ Νταλμάς ήταν τελικά το σωστό κορίτσι στο σωστό πακέτο!
***
Εμείς πάλι που δεν είμαστε καπνιστές, τα SANTE δεν θα μας λείψουν ως προϊόν… Θα μας λείψει μάλλον εκείνη η αίσθηση, ότι όλα προχωράνε… όλα εξελίσσονται αλλά όμως υπάρχουν πάντα οι «ΣΤΑΘΕΡΕΣ» και στα μικροπράγματα και στα μεγάλα.
Τα SANTE βλέπεις ανακαλούν στη μνήμη μας όλα όσα ο χρόνος με μαεστρία εξωραΐζει, δηλαδή «τα περασμένα».
Όσο για τα τωρινά; Χμ… Θα ήθελα μ’ όλη μου την καρδιά, νάχω ατέλειωτες κούτες με τσιγάρα SANTE (και όχι μόνο)… Να κάθομαι υπομονετικά στο λιμάνι! Σ’ αυτό το πανέμορφο λιμάνι στο Καστελόριζο… Κι όταν φτάνουν κάτι πλεούμενα άθλια… κάτι ημιβυθισμένες εξωλέμβιες και βγαίνουν μισοπνιγμένοι οι άνθρωποι στη στεριά… Παραπατώντας από το κρύο και την πείνα… Θα ήθελα να μπορούσα να τους προσφέρω μια κούπα τσάι ζεστό κι ένα τσιγαράκι.
Μόνο και μόνο για να νιώσουν έστω φευγαλέα, ότι εμείς οι Έλληνες δεν τους φτύνουμε. Δεν είμαστε Ούγγροι, Γερμανοί, Φινλανδοί… Δεν είμαστε «ανεπτυγμένοι», «προοδευμένοι» και «εκσυγχρονισμένοι»… Είμαστε όμως φιλότιμοι.
Και στη δύσκολη στιγμή… Ένα χέρι, όλο και κάποιος θα τ’ απλώσει, για να σε βγάλει από τη βάρκα, που βουλιάζει. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να σου πει: - Έλα κάτσε. ΚΑΝΕ ΤΣΙΓΑΡΟ…