Χάνονται ευκαιρίες σύγκλισης της Αλβανίας με την Ελλάδα!

on .

Πρόσφατα ο Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας Ντιτμίρ Μπουσάτι πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα. Έχοντας υπ’ όψιν την αναλογία των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και τις προκλήσεις της επικαιρότητας, η επίσκεψη είχε ιδιαίτερη σημασία. Όμως, αυτή τελικά εξελίχτηκε σε ιδιαίτερου είδους περίσταση. Αυτό επειδή, αφενός μεν, επιχείρησε να προκαλέσει το παραδοσιακό status quo στις διμερείς σχέσεις υπό τον όρο της αποστασιοποίησης από το παρελθόν, αφετέρου δε, οι δύο πλευρές δεν ήταν συγχρονισμένες προς το σκοπό αυτό.
Είναι γεγονός πως οι παράγοντες που χαράζουν την εθνική στρατηγική της Ελλάδος στα πλαίσια της ΕΕ, επί μακρό χρονικό διάστημα εργάζονται για την αλλαγή της πορείας της, με στόχο την αντιμετώπιση των γειτόνων και των αναγκών των λαών των Βαλκανίων με σημείο αναφοράς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η Αθήνα προ πολλού έχει αντιληφθεί πως δεν μπορεί να πετύχει τους προσδοκώμενους στόχους χωρίς να αποβάλει τα βαρίδια του παρελθόντος, χωρίς την αξιολόγηση και επαναθεώρηση των παλιών συμμαχιών στα Βαλκάνια, οι οποίες, παρά τις ομοιογενείς συμβατότητες, όντας ακόμα και θρησκευτικές, δεν εκπέμπουν ευρωπαϊκό πνεύμα και δεν εξυπηρετούν άμεσα τα συμφέροντά της. Με αυτό το πνεύμα η ελληνική εξωτερική πολιτική χειρίζεται και τον αλβανικό παράγοντα, όπως και την υπόθεση του Κοσσόβου.
Υπό την έννοια αυτή η επίσκεψη Μπουσάτι στην Ελλάδα αποτέλεσε ένα τεστ. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε υπολογίσει προς τούτο και το στοιχείο της παραδοσιακής διπλωματικής επιτυχίας, όπως, π.χ., το γεγονός φοίτησης στην Ελλάδα του ζεύγους Μπουσάτι. Η προσπάθεια όμως παρέμεινε στα όρια του τεστ. Η ελληνική πλευρά δεν τόλμησε να ανοίξει καθαρά τα χαρτιά της. Εκτός από την επιφύλαξη σχετικά με την αναμενόμενη αντίδραση των πολιτικών και μη παραγόντων που επιμένουν στα πρότυπα μιας ξεπερασμένης και ανελαστικής εξωτερικής πολιτικής (κατάσταση που ήταν πιθανόν να κομίσει όλες τις δυσαρέσκειες που παράγει η ελληνική κρίση), πρόσκρουσε και στην παντελή έλλειψη της πρόθεσης της αλβανικής πλευράς για κοινή πορεία στην κατεύθυνση αυτή. Εξάλλου, ο αρχηγός της  αλβανικής διπλωματίας, πέραν του ότι καταλάβαινε τον Έλληνα ομόλογό του χωρίς μεταφραστή, επέδειξε στάση που παραπέμπει μόνο στο παρελθόν.
Όπως ποτέ άλλοτε, κατά την επίσκεψη αυτή δεν έγινε λόγος για επιτυχίες και διμερείς σχέσεις υψηλού επιπέδου, αλλά για το ότι συμφωνούν σχετικά με την ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών, χωρίς όμως να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στα προβλήματα αυτά. Γι’ αυτό οι δύο υπουργοί αντίστοιχα μίλησαν με την ίδια ορολογία «για την εύρεση των μηχανισμών λύσεως των προβλημάτων», αναφερόμενοι συγκεκριμένα στην αρχή του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού πνεύματος. Όμως οι δύο πλευρές έδειξαν ότι είχαν αποκλίνουσες αναφορές σχετικά με τις αρχές αυτές. Ενώ ο Υπουργός  Κοτζιάς εστίασε στην αρχή του διεθνούς δικαίου ως έκφραση της ευρωπαϊκής πνοής στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ο Υπουργός Μπουσάτι επαναδιατύπωσε την ιδέα των αλβανικών συμφερόντων που δύναται να προκύψουν από την κινητοποίηση των θεσμών του διεθνούς δικαίου για την επίλυση των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών.
Ουσιαστική διάσταση μεταξύ των πλευρών υπήρξε και σχετικά με τον συσχετισμό των εν λόγω προβλημάτων με το παρόν και το μέλλον των διμερών σχέσεων. Για την ελληνική πλευρά η λύση των προβλημάτων αυτών σχετίζεται με την απαλλαγή από αυτά χάριν του παρόντος και κυρίως του μέλλοντος των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και λαών μας. Για τον Αλβανό ΥΠΕΞ πρόκειται για προβλήματα που προέρχονται από το παρελθόν, «με σημασία και βαρύτητα», αλλά είναι και επίκαιρα «προβλήματα του σήμερα και του κοινού μέλλοντος». Επομένως, ανέφερε καθαρά ότι γίνεται λόγος για προβλήματα με συνέχεια από το παρελθόν στο μέλλον υπονοώντας πως υπαίτιος γι’ αυτά είναι η Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, στο αίτημα της ελληνικής πλευράς για την εφαρμογή της συμφωνίας για τα νεκροταφεία των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν στην αλβανική γη στο έπος του 1940 - 41 πολεμώντας κατά του φασισμού, ο Μπουσάτι αντέταξε την απαίτηση της κατάργησης από την ελληνική πλευρά του νόμου της εμπόλεμης κατάστασης. Επομένως, γίνεται λόγος για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Το πρώτο σχετίζεται με την υποχρέωση της αλβανικής πλευράς που απορρέει από την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου για τους πεσόντες των στρατών σε χώρες της αλλοδαπής, που κυρώθηκε με τη διμερή συμφωνία του 2009. Το δεύτερο, πρέπει να θεωρηθεί πρακτικά ανύπαρκτο, λόγω της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο χωρών επί 76 έτη, λόγω του ότι ο νόμος αυτός δεν επέφερε καμιά συνέπεια για την Αλβανία και τους υπηκόους της, λόγω του ότι σήμερα χιλιάδες αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα έχουν τις περιουσίες τους αναγνωρισμένες νόμιμα από το Ελληνικό Κράτος, λόγω του ότι μεταξύ των δύο χωρών είναι σε ισχύ σύμφωνο φιλίας και λόγω του ότι οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ.
Εάν το πρόβλημα νομικά δε θεωρείται λήξαν με την απόφαση του έτους 1987 της Ελληνικής Κυβέρνησης, τότε θα πρέπει η Ελλάδα να επισημάνει ότι η Αλβανία ακόμα και σήμερα δεν διαθέτει κανένα νομικό έγγραφο κατάργησης του νόμου του έτους 1939 της Αλβανικής Βουλής σύμφωνα με τον οποίο η Αλβανία κήρυττε πόλεμο εναντίον οποιασδήποτε χώρας με την οποία η Ιταλία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση (στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα). Ννόμος που αποτέλεσε την αφετηρία για το Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο η Ελλάδα ήταν σε πόλεμο με την Ιταλία και την Αλβανία μετά την επίθεση εναντίον της στις 28 Οκτώβρη 1940. (Η Ιταλία είχε το θάρρος να καταργήσει το νόμο εμπόλεμης κατάστασης με την Ελλάδα.)
Επίσης, ο κ. Μπουσάτι στο αίτημα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας για το σεβασμό των δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία απάντησε με αιτήματα για δικαιώματα που διασφαλίζουν την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα. Πρώτο, ανεξάρτητα εάν το αίτημα αυτό είναι δίκαιο ή όχι, ο κ. Μπουσάτι πρέπει να γνωρίζει ότι η Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία και οι αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα μπορεί να είναι παράγοντες που επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αλλά στο νομικό και εθνικό τους καθεστώς δεν έχουν τίποτε κοινό που να δημιουργεί βάση αμοιβαιότητας, ούτε και διεθνώς υπάρχει τέτοια πρακτική.
Δεύτερο, εκείνος έμμεσα αποδέχτηκε ότι σχετικά με την Εθνική Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία το Αλβανικό Κράτος από την ίδρυσή του δεν έχει κυρώσει κανένα ολοκληρωμένο νομικό κείμενο (με εξαίρεση του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας) που να αναγνωρίζει και να διασφαλίζει στην εν λόγω Μειονότητα το εθνικό καθεστώς και τα δικαιώματά της στο Αλβανικό Κράτος. (Το στάτους της μειονότητας αυτής στην Αλβανία αποτελεί τυπική πρακτική που απορρέει από μια πραγματικότητα καθορισμένη αυθαίρετα από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής του Νότου της χώρας την περίοδο 1916-1920.)  
Ένδειξη ότι ο αρχηγός της αλβανικής διπλωματίας δεν παρείχε ουδεμία εγγύηση για νέα διάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών αποτελεί και το γεγονός ότι στις συναντήσεις του με εκπροσώπους των συλλόγων των αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδωσε στο ότι ζήτησε από την ελληνική πλευρά την κατάργηση του νόμου της εμπόλεμης κατάστασης, παρά στις προσπάθειες για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών, γεγονός που θα οδηγήσει και στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαμονής τους στην Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι επανειλημμένες ευχαριστίες του κ. Μπουσάτι για τη βοήθεια της Ελλάδας στην ευρωατλαντική πορεία ένταξης της Αλβανίας δεν έχουν καμιά αξία, εφόσον δεν συμβάλλουν στη βελτίωση των διμερών σχέσεων και στη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τόσο το χειρότερο που η Αλβανία ουδέν έπραξε υπέρ της Ελλάδας, όπως  συμβαίνει με τις λοιπές χώρες που αποκαλούνται από την Αλβανία στρατηγικοί της εταίροι. Φαντάσου δηλαδή τι θα συνέβαινε εάν η Ελλάδα συμπεριφερόταν όπως η Τσεχία, η οποία ήταν έτοιμη να μπλοκάρει το σύμφωνο σταθερότητας της Αλβανίας με την ΕΕ για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα ιδιωτικής τσέχικης εταιρείας στην Αλβανία.
Συμπερασματικά, η επίσκεψη του κ. Μπουσάτι στην Αθήνα επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά πως, σχετικά με την Ελλάδα, τα Τίρανα περισσότερο από τη βελτίωση των διμερών σχέσεων τα ενδιαφέρει η ύπαρξη προβλημάτων που παραμένουν για να αναδεικνύουν στους Αλβανούς την Ελλάδα ως μόνιμο υπαίτιο, κατάσταση που εξυπηρετεί την τροφοδότηση του κληρονομημένου ανθελληνικού εθνικισμού σε συγκεκριμένες απολήξεις της αλβανικής κοινωνίας και στη συνέχεια να τον χρησιμοποιήσει ως βαλβίδα αποσυμφόρησης της δυσχερούς εσωτερικής κατάστασης σε όλους τους τομείς.
Ο χειρισμός αυτός καθιστά ευνοϊκότερο το παιχνίδι της αλβανικής πολιτικής υπέρ τρίτων, τα συμφέροντα των οποίων ιστορικά αντιτίθενται της αλβανο - ελληνικής συνεργασίας, ως μοναδική συνεργασία που διασφαλίζει στην Ελλάδα και στην Αλβανία στρατηγικό ρόλο στα Βαλκάνια και ευρύτερα στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. (Η ενεργοποίηση τελευταία των συμφερόντων της Αυστρίας στην περιοχή θυμίζει την κατάσταση των αρχών του περασμένου αιώνα). Σχετικά με αυτό τα ίδια τα Τίρανα αποδεικνύουν στην πράξη αγνωμοσύνη για το ότι στην Ελλάδα ζουν περισσότεροι Αλβανοί, μετανάστες νέας γενιάς, απ’ ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, για το ότι η Ελλάδα είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της στην περιοχή, για το ότι στα νοσοκομεία της Ελλάδας νοσηλεύτηκαν δωρεάν δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί, για το ότι ο ελληνικός πολιτισμός αποτελεί τον πιο σημαντικό πόλο πολιτιστικής και τουριστικής έλξης για την Αλβανία κ.ά.
Επίσης, τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Μπουσάτι στην Αθήνα αποδεικνύουν πως, αν δεν μεσολαβήσουν άλλες διορθωτικές, θετικές εξελίξεις, θα καταστεί δύσκολη η ανανέωση του συμφώνου φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, το οποίο μολονότι τα τελευταία 20 χρόνια περισσότερο βρισκόταν σε αδρανή κατάσταση παρά λειτουργούσε, διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη διασφάλιση ικανού επιπέδου στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.