Ήταν ένα μεγάλο πέτρινο γουδί…

on .

Σε κάθε γειτονιά των παλιών Γιαννίνων οι άνθρωποι ζούσαν μεταξύ τους με αγάπη, συνεννόηση και κατανόηση για τα καθημερινά προβλήματα τους, που όλων σχεδόν ήταν τα ίδια στο πάλεμα για τη ζωή.
Έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις των παλιών Γιαννιωτών ήταν πολύ καλές κι ο ένας βοηθούσε τον άλλον στις χαρές και στις λύπες. Όλοι ήταν γνωστοί και φίλοι και αντάλλαζαν επισκέψεις κάθε μέρα, ιδίως οι γυναίκες, που ήταν σχεδόν πάντα στα σπίτια. Πήγαιναν η μία στην άλλη για να πουν μια κουβέντα, να πιουν έναν καφέ μαζί ή να φάνε ένα γλυκό κυρίως του κουταλιού. Όταν τελείωναν τις δουλειές των σπιτιών έβγαιναν να κάτσουν τα βραδάκια του καλοκαιριού στα πεζούλια ή στις μεγάλες πέτρες, που είχαν στις εξώπορτες και τα λέγανε. Αυτά γίνονταν και στη γειτονιά μου του 'Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα. Το αντάμωμα των γυναικών σ' αυτή συνδυάζονταν και με δουλειές.
Έτσι, κατά τις συναντήσεις τους, άλλη έπλεκε με τις έξι κονταρίτσες (μικρές βελόνες) μάλλινες κάλτσες, άλλη με το βελονάκι έφτιαχνε τις ωραίες γιαννιώτικες δαντέλες, άλλη κεντούσε σε κοφτό πανί με ασπροκέντι τραπεζομάντηλο ή μπερντέ (κουρτίνα) κι άλλη μπάλωνε τα πλυμένα ρούχα της οικογένειας.
Εκείνο που θυμάμαι έντονα ήταν το αντάμωμα, που έκαναν γειτόνισσές μας, με τη μάνα μου στο σπίτι μας για το κοπάνισμα του καφέ στο μεγάλο μας πέτρινο γουδί. Αυτό το είχαμε στο μαγειρείο του σπιτιού μας με ένα χοντρό και μεγάλο στούμπο. Ήταν τοποθετημένο σε μια άκρη του μαγειρειού και το άνοιγμά του το κάλυπταν με ένα χοντρό χαρτόνι για να κρατάει το πανί, που είχαν ριγμένο πάνω του για να το προφυλάσσουν από τη σκόνη.
Το στούμπο τον είχαν ακουμπισμένο πάνω σ' ένα τραπεζάκι, όπου είχαν κι άλλα πράγματα του μαγειρείου. Δίπλα σχεδόν απ' αυτά κρέμονταν από ένα μεγάλο περόνι, που ήταν καρφωμένο στον τοίχο του μαγειρείου ο ψήστης, που έψηναν τον καφέ. Αυτόν τον έφκιαναν οι τενεχτσήδες της παλιάς μικρής μας πόλης με ένα μακρύ σχετικά λεπτό, αλλά γερό σίδερο ενάμισυ μέτρο περίπου. Είχε μπροστά τη μύτη και στην άλλη άκρη το στράβωναν και το έκαναν σαν χερούλι για να γυρίζει, όπως γίνεται με τη σούβλα, που ψήνουμε τ' αρνί. Στο μέσον σχεδόν αυτού στερέωναν το κυρίως σώμα του ψήστη, που ήταν σε σχήμα κυλίνδρου, φτιαγμένου από χοντρό τενεκέ ή λεπτή λαμαρίνα.
Είχε ένα μικρό άνοιγμα, που άνοιγε και έκλεινε με μια συρταρωτή πορτούλα, απ' όπου έριχναν μέσα τον καφέ για ψήσιμο κι ανοίγοντάς την άδειαζαν τον ψημένο καφέ σ' ένα ταψί έτοιμο για το κοπάνισμα στο μεγάλο πέτρινο γουδί. Για τον πιο πάνω σκοπό απαραίτητη ήταν και η ψιλή σήτα, από την οποία περνούσαν τον κοπανισμένο καφέ προτού τον τοποθετήσουν στο γυάλινο βάζο με καπάκι προς φύλαξη και στο καφεκούτι για άμεση χρήση. Αυτή φυλάσσονταν στο σπίτι μας μέσα σε πάνινη σακούλα σ' ένα εντοιχισμένο ντουλάπι της κουζίνας.
Η μάνα μου, όπως κι άλλοι παλιοί Γιαννιώτες, έψηνε στον ψήστη καφέ, ρεβύθια και κριθάρι, τα οποία στη συνέχεια τα στουμπάνιζε στο μεγάλο πέτρινο γουδί, γιατί ήταν πολλοί, που έπιναν τον καφέ τους τα πρωινά και τα απογεύματα ανάμειχτο. Έψηνε, κοπάναγε και σήτιζε στην ψιλή σήτα του καφέ μπόλικο κριθάρι, γιατί τ' αδέλφια μου κι εγώ τα πρωινά, προτού φύγουμε για το σχολείο, τρώγαμε τρίψα ένα κύπελλο καφέ από κριθάρι και ψωμί.
Αυτό γίνονταν γιατί δεν μπορούσαμε να πιούμε το γάλα, που είχαμε από τη γίδα και την προβατίνα μας, επειδή ήταν πηχτό! Έτσι το γάλα το έκανε κρέμες, ριζόγαλα, γαλατόπιτες, ζαρκόπιτες και γιαούρτι, τα οποία τα τρώγαμε με μεγάλη ευχαρίστηση. Τον κριθαρένιο καφέ τον έτρωγαν έτσι και οι μεγάλοι την περίοδο της σαρακοστής και ιδιαίτερα η κυραμάνα μου, που «κράταγε» σαρακοστή όλο το σαρανταήμερο.
Όταν ήταν να ψήσουν και να κοπανίσουν καφέ η μάνα μου και δυο-τρεις γειτόνισσες κανόνιζαν τη μέρα και συνήθως μετά το μεσημέρι συγκεντρώνονταν στο σπίτι μας για τις παραπάνω δουλειές. Στη μάζωξη αυτή έρχονταν κι άλλες γειτόνισσες, που δεν θα έψηναν και θα κοπάναγαν καφέ, για να περάσουν το απόγευμα όλες μαζί ευχάριστα με κουβέντα και μπόλικο κουτσομπολιό.
Προτού έρθουν οι γειτόνισσες η μάνα μου άναβε στη γωνιά του μαγειρείου φωτιά με πολλά ξύλα. Όταν αυτή κατακάθονταν και η γωνιά ήταν γεμάτη κάρβουνα και λίγη φλόγα άρχιζε το ψήσιμο του καφέ, των ρεβυθιών και του κριθαριού χωριστά. Στερέωνε τη μύτη του ψήστη σε μια τρύπα του τοίχου της γωνιάς και το άλλο μέρος προς το χερούλι σε μια διχάλα σιδερένια και άρχιζε να γυρίζει τον ψήστη πάνω από τη φωτιά.
Όταν ο καφές ψήνονταν τον άδειαζε σ' ένα ταψί να ξερχάνει και έβαζε στον ψήστη άλλον καφέ γειτόνισσας για ψήσιμο. Ενώ συνεχίζονταν το ψήσιμο των άλλων, άρχιζε το κοπάνισμα του ψημένου και κρύου σχετικά καφέ στο μεγάλο πέτρινο γουδί με το μεγάλο και χοντρό στούμπο. Στο κοπάνισμα βοηθούσαν όλες οι γειτόνισσες για να μη κουράζεται η μία, ενώ εκείνη που είχε τον καφέ έπαιρνε τη σήτα και τον πέρναγε απ' αυτή, οπότε ήταν έτοιμος για χρήση.
Το καλοκαίρι το κοπάνισμα γίνονταν έξω στην αυλή του σπιτιού κάτω από την κληματαριά. Στη σκιά της κάθονταν όλες οι γυναίκες σε σκαμιά γύρω από το γουδί και το κουβεντολόι τους δεν είχε τελειωμό. Έλεγαν για τα προσωπικά τους, για τα οικογενειακά τους και σχολίαζαν ότι είχε γίνει στη γειτονιά μας χωρίς τάχα να κουτσομπολεύουν κανένα, γιατί, όπως έλεγαν, δεν ήταν κουτσομπόλες.
Κοπάναγαν και έλεγαν στη συνέχεια και σιακάδες, καθώς και χαμηλόφωνα τολμηρά ίσως αστεία, γιατί ξεσπούσαν σε ασταμάτητα γέλια και η κυραμάνα τις μάλωνε λέγοντας: «Δεν ντρέπεστε μουρές να λέτι μασκαραλήκια, που μπορεί να σας ακούσουν κι τα πηδιά»;
Η μάνα τους πρόσφερε κέϊκ, που είχε φκιάσει το πρωί και έβραζε στη χόβολη της γωνιάς του μαγειρειού στο μπρίκι του καφέ από τον φρέσκο (ταζέτκο), που γρηγορότερα είχε κοσκινίσει με την ψιλή σήτα. Επίσης έψηνε χλωρά καλαμπόκια από το μποστάνι μας στη γωνιά, που ακόμα είχε μπόλικα κάρβουνα από τα ξύλα, που είχαν καεί σ' αυτή και οι γειτόνισσες, που συμμετείχαν στο αντάμωμα γύρω από το πέτρινο γουδί, τα έτρωγαν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Πολλές φορές μία απ' αυτές προσπαθούσε να τους πει το φλυτζάνι κοιτάζοντας τα κατακάθια του καφέ. Τους έλεγε περίπου τα ίδια, που όλοι ήξεραν στη γειτονιά και τελείωνε το αντάμωμα εργασίας το βραδάκι, τις περισσότερες φορές, με γέλια, πείραγμα και κανένα γιαννιώτικο τραγούδι.
Το κοπάνισμα του καφέ το χειμώνα γίνονταν μέσα στο διάδρομο-χωλ του σπιτιού μας, που ζεσταίνονταν με μαγκάλι με κάρβουνα και που ήταν τοποθετημένο σε ξύλινη τάβλα. Και σ' αυτή τη συνάντηση των γυναικών της γειτονιάς μου γίνονταν και λέγονταν τα ίδια περίπου, όπως πιο πάνω περιέγραψα. Μόνο που τώρα τον καφέ για να πιουν τον έφκιαναν στη χόβολη του μαγκαλιού, όπου έψηναν και μεγάλα κάστανα μαρόνια, που έτρωγαν με όρεξη, για να έχουν δύναμη να στουμπίσουν τον ψημένο καφέ στο μεγάλο πέτρινο γουδί.
Κατά τις άλλες εποχές του χρόνου, δηλαδή την άνοιξη και το φθινόπωρο, το αντάμωμα των γυναικών για το κοπάνισμα του καφέ γίνονταν έξω ή μέσα στο σπίτι ανάλογα με τον καιρό, που έκανε. Μερικές δε φορές αυτό γίνονταν μέσα στο μαγειρείο, δίπλα στη γωνιά του, που ήταν η φωτιά και ψένονταν στον ψήστη ο καφές.
Το πέτρινο αυτό γουδί γνώρισε πολλές συναντήσεις γυναικών στο διάβα της ζωής της οικογένειας και της γειτονιάς μου. Προπολεμικά όταν ήταν όλα ήρεμα κι ωραία στα όμορφα Γιάννινα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, που με πολύ φόβο κοπάναγαν τον καφέ στα πεταχτά μήπως και χτυπήσει η σειρήνα συναγερμό και τρέξουν στα πρόχειρα καταφύγια του μποστανιού μας. Την περίοδο της ξενικής κατοχής, που όλα τάσιαζε η φοβέρα του κατακτητή και έλειπε από τα σπίτια ο καφές, όπως κι άλλα αγαθά, δέχονταν στην αγκαλιά του για στούμπισμα μόνο ψημένα ρεβύθια και κριθάρι.
Μετά την απελευθέρωση, που ναι μεν ξαναβρέθηκε ο καφές και κοπανίζονταν κι αυτός μαζί με τ' άλλα, πέρασε όμως πολύς καιρός για να βρουν οι γυναίκες αυτές την παλιά ξενασιά. Αυτό έγινε γιατί είδαν και άκουσαν πολλά κατά τις δύσκολες περιόδους του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου κι έτσι το πέτρινο γουδί «άκουγε» περισσότερες θλιμμένες και στενάχωρες κουβέντες, παρά χαρούμενες κι ευχάριστες.
Ευχάριστη νότα σε όλα σχεδόν τα ανταμώματα ήταν η καλή μας γειτόνισσα κυρά Γιαννούλα, που έκανε και έλεγε τα πάντα για να σκορπάει το γέλιο στις γυναίκες, που συμμετείχαν σ' αυτά και για να διώχνει, έστω και για λίγο, το ψυχοπλάκωμα, που είχαν από τα πολλά προβλήματα της μίζερης ζωής.
Περνώντας τα χρόνια πολλά άλλαξαν στα σπίτια, στη γειτονιά και στην πόλη μας, η οποία γέμισε καφεκοπτεία κι όλοι οι κάτοικοι αγόραζαν και αγοράζουν τον καφέ έτοιμο απ' αυτά. Έτσι ο ψήστης και η σήτα του καφέ στο σπίτι μας μετά από πολύ καιρό χάλασαν, τρύπησαν και πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Ο σιδερένιος στούμπος πουλήθηκε μαζί με άλλα σίδερα και χαλκώματα στον παλιατζή, που περνούσε από τη γειτονιά μας. Το μεγάλο πέτρινο γουδί μόνο έμεινε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού μας και έβαζαν στο άνοιγμά του μια γλάστρα με καταπράσινο βασιλικό ή μια γλάστρα με γαριφαλιά, που έβγαζε πολλά κόκκινα μυρωδάτα γαρίφαλα. Εκεί έμεινε για αρκετά χρόνια παραπονεμένο και πρασινισμένο από την υγρασία των χειμώνων και του ποτίσματος της γλάστρας, που είχε στην αγκαλιά του, τα καλοκαίρια.
Ύστερα από τη ρυμοτομία του μποστανιού και της αυλής του σπιτιού μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν, χάθηκε το μεγάλο πέτρινο γουδί, όπως χάθηκαν στο ταξίδι χωρίς γυρισμό και οι περισσότεροι γείτονές μου και ιδιαίτερα οι γυναίκες της γειτονιάς, που ανταμώνονταν γύρω του.