Η πρώτη επιθεώρηση στην Αθήνα του 1894...

on .

Πριν αναφερθούμε στο συγκεκριμένο θέμα, θα πρέπει να δούμε τι σημαίνει επιθεώρηση. Αυτό, γιατί μερικές δεκαετίες τώρα, φαίνεται να μη γίνεται λόγος για παραστάσεις αυτού του είδους.
Στις παραστάσεις αυτές, τις επιθεωρήσεις, δεν έχουμε ένα έργο θεατρικό με μια κεντρική ιδέα. Παρουσιάζονται διάφορα νούμερα, μικρές αυτοτελείς παραστάσεις με πολιτικό, κοινωνικό ή σατιρικό θέμα η κάθε μία. Ήταν πολύ διασκεδαστικό το θέαμα και γι’ αυτό πολλοί το προτιμούσαν περισσότερο από ένα αυτοτελές θεατρικό έργο.
* * *
Τον Αύγουστο του 1894, στην Αθήνα, έσκασε ξαφνικά μια αληθινή βόμβα. Ο θίασος του Δημητίου Κοτοπούλη, πατέρα της αλησμόνητης Μαρίκας Κοτοπούλη, θα ανέβαζε στο θέατρο «Παράδεισος», την πρώτη στην Ελλάδα επιθεώρηση, που είχε τον τίτλο «Λ.Α.Ο.», αρχικά των λέξεων «Λίγο Απ’ Όλα». Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν Ηπειρώτισσα από το Ζαγόρι.
Η επιθεώρηση είχε γραφτεί από τους γνωστούς τότε συγγραφείς Μίκιο Λάμπρο και Λάμπρο Αστέρη. Είχε, μάλιστα, καθοριστεί και η ημερομηνία ενάρξεως των παραστάσεων. Δηλαδή, στις 30 του ιδίου εκείνου μηνός.
Ο κόσμος περίμενε με μεγάλη αγωνία πότε θα αρχίσει η παράσταση. Και επιτέλους άρχισε… Από τα χαράματα σχεδόν της 30ης Αυγούστου 1894, άπειρο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από τα ταμεία του θεάτρου, για να αγοράσει εισιτήρια. Και ήταν τέτοιος ο συνωστισμός και η οχλαγωγία, ώστε αναγκάστηκε να επέμβει η Αστυνομία, για να βάλει λίγη τάξη…
Η επέμβαση αυτή, όμως, αντί να ωφελήσει, έφερε αντίθετο αποτέλεσμα. Όλοι οι Αθηναίοι ήθελαν να παρευρεθούν στην πρεμιέρα και καμία δύναμη δεν μπορούσε να σταματήσει τον χείμαρρο εκείνο, που απειλούσε να παρασύρει τους πάντες και τα πάντα.
Το θέατρο ήταν μικρό, δεν είχε περισσότερες από εξακόσιες θέσεις. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Στην ανάγκη θα έβλεπαν όρθιοι την παράσταση. Και τότε συνέβει και τούτο το περίεργο: Οι Αθηναίοι άρχισαν να φέρνουν… καθίσματα από τα σπίτια τους, μαξιλαράκια και σκαμνιά, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν με κάποια άνεση το έργο!
Ακόμα και πάνω στη μάντρα του θερινού θεάτρου είχαν απλώσει τις αρίδες τους μερικοί και δεν το κουνούσαν από εκεί με κανέναν τρόπο…
Την εποχή εκείνη, βέβαια, η Αστυνομία ήταν ελαστική ως προς τα θεάματα τουλάχιστον. Δεν απαγόρευε τους όρθιους, όπως γίνεται σήμερα με τα θέατρα.
Αλλά, το πρωτοφανές εκείνο στρίμωγμα, την ανάγκασε να επέμβει για δεύτερη φορά και να διατάξει τους ταμίες να σταματήσουν να κόβουν εισιτήρια. Κάμποσοι έξυπνοι τότε έβγαλαν τα εισιτήρια στη… μαύρη αγορά και τα μοσχοπουλούσαν σε απίστευτες τιμές. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για μια θριαμβευτική επιτυχία εισπρακτική. Μία επιτυχία χωρίς προηγούμενο. Την πρώτη βραδιά στην πρεμιέρα, δηλαδή, εισπράχθηκαν 1.097 δραχμές, χρυσές βέβαια, ποσόν αστρονομικό για τον καιρό εκείνο, που και η πιο επιτυχημένη παράσταση δεν ξεπερνούσε 350 δραχμές.
Στην 25η παράσταση οι εισπράξεις έφθασαν στις 1.200 δραχμές. Και ασφαλώς θα ανέβαιναν ακόμα αν δεν άρχιζαν στο μεταξύ, οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου… Παρά τα προβλήματα αυτά ο κόσμος έτρεχε με τις ομπρέλες να παρακολουθήσει το έργο. Αλλά, ο καιρός είχε χαλάσει τελείως και οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν πια να παίξουν με τέτοιες συνθήκες. Οι παραστάσεις, λοιπόν, σταμάτησαν για να ξαναρχίσουν αργότερα στις 30 Οκτωβρίου σε θέατρο στεγασμένο, σε κλειστό χώρο…
Όμως, συνεχίστηκε και εδώ η ίδια κατάσταση σχετικά με τα εισιτήρια. Όπως στον «Παράδεισο», έτσι και εδώ, το κοινό σκοτωνόταν για να μπορέσει να κόψει ένα εισιτήριο. Από την εποχή εκείνη, μάλιστα, κρατάει και το «φιλοδώρημα» του ταμία. Οι θεατρόφιλοι Αθηναίοι, για να εξασφαλίσουν μια «θεσούλα» στην απογευματινή ή την βραδινή παράσταση, δωροδοκούσαν κρυφά τους ταμίες.
Ο Δημήτριος Κοτοπούλης, ένας από τους πιο τίμιους θιασάρχες, έγινε έξω φρενών, όταν το πληροφορήθηκε αυτό. Απέλυσε αμέσως τους «δωροδοκούμενους» και έβαλε άλλους στη θέση τους.
Αλλά, το αποτέλεσμα στάθηκε μηδέν. Γιατί και οι άλλοι συνέχισαν να κάνουν τα ίδια. Ένας από τους δύο ταμίες, που είχε το θέατρο, είχε κυριολεκτικά θησαυρίσει εις βάρος των χωρικών της Αττικής κυρίως, οι οποίοι ήθελαν να δουν και αυτοί το «Λίγο απ’ όλα» και οι οποίοι του πήγαιναν κοτόπουλα, αυγά, φρούτα, ξηρούς καρπούς και ένα σωρό άλλα πράγματα, που ήταν πανάκριβα τον καιρό εκείνο. Τέλη του 19ου αιώνα. Πριν λίγα χρόνια ο Χαρίλαος Τρικούπης αναφώνησε το ιστορικό: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Οι συγγραφείς της επιθεώρησης αυτής, οι δύο Λάμπριδες, όπως τους έλεγαν, κάθε βράδυ εκαλούντο στην σκηνή, για να καταχειροκροτηθούν μέσα σε ένα πανδαιμόνιο ενθουσιασμού από το πυκνότατο κοινό.
Συχνά, ακόμα, ο θίασος και οι φίλοι των συγγραφέων, τους πρόσφεραν ανθοδέσμες, κουτιά πολυτελείας με μπομπόνια και πτι-φουρ και όχι σπάνια, ασημένιες τσιγαροθήκες, χρυσές καρφίτσες για τις γραβάτες τους και πολύτιμες πίπες για το κάπνισμα…
Με το «Λ.Α.Ο.» (=Λίγο απ’ όλα), όμως, έγινε και κάτι άλλο πιο εκπληκτικό: Ποτοποιΐες ονόμασαν τα νέα ποτά που λάνσαραν «Λίγο απ’ όλα», δύο εστιατόρια, ένα στα Χαυτεία (κοντά στην Ομόνοια, τέρμα της οδού Αιόλου) και άλλο στον Πειραιά, εβαπτίστηκαν με το όνομα της επιθεώρησης «Λίγο απ’ ολα». Ένα περιοδικό σατιρικό και ένα ημερολόγιο εκδόθηκαν με τον ίδιο τίτλο. Δύο μεγάλα κουρεία, του Ρενέ και του Μπάμπη Αντζουλίνου, στην Ομόνοια, άλλαξαν τις παλιές τους φίρμες με τον τίτλο της ελληνικής «ρεβύ» (revue στα γαλλικά σημαίνει επιθεώρηση). Ένας πατέρας ζήτησε από τον ιερέα της ενορίας του, να δώσει στο γιο του το όνομα Λάο. Τέτοια παραζάλη!..
Τέτοια τρέλα δεν ξανακούστηκε άλλη φορά. Και όμως, όλα αυτά που αναφέρονται εδώ, δεν έχουν την παραμικρή υπερβολή. Έτσι ακριβώς έγιναν.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρώτη αυτή επιθεώρηση, δεν παιζόταν μόνο στην Αθήνα. Παιζόταν ταυτόχρονα και από άλλο θίασο στην Πάτρα.
Φυσικά, πήγαν και εκεί οι συγγραφείς, τους φόρτωσαν με δάφνες και με δώρα και την πρώτη βραδιά παρουσιάστηκε μαζί τους στη σκηνή και ο Νομάρχης Πατρών.
Στους Πατρινούς, με το φίνο και καλλιεργημένο γούστο, άρεσε πολύ το έργο, που δεν είχε απαιτήσεις, που ήταν κάτι ανάλαφρο. Μια πεταλουδίτσα επάνω στα βαριά πέταλα «των πικρών ανθέων της τραγωδίας και τους δράματος», που είχαν συνηθίσει να βλέπουν μέχρι τότε.
Γι’ αυτό και είχε γίνει δεκτό με αληθινή ανακούφιση. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, γυναίκες και άντρες, σχημάτιζαν ουρές στα ταμεία, περιμένοντας ώρες ολόκληρες για να πάρουν το εισιτήριό τους.
Και η μεγάλη επιτυχία συνεχίστηκε για πολλούς μήνες. Και όταν σταμάτησε να παίζεται, η ανάμνηση του «Λ.Α.Ο.» έκανε χρόνια να σβήσει.
Βέβαια, πολλοί άλλοι θίασοι το ανέβασαν κατά καιρούς. Αλλά, ο πρώτος εκείνος ενθουσιασμός, είχε περάσει, είχε εξατμισθεί. Γιατί, όπως είναι γνωστό, όλα έρχονται και παρέρχονται…