Η Μάνα κρατάει στα χέρια της το «σκήπτρο» του κόσμου!..

on .

Στη Μητέρα, στη μάνα η ανθρωπότητα οφείλει το είναι της, την ύπαρξή της, τη διαιώνισή της. Αξίζει, λοιπόν, η Μάνα τον απέραντο σεβασμό από μικρούς και μεγάλους όλων των λαών και όλων των φυλών του κόσμου.
Όταν στους νεώτερους χρόνους η πολιτισμένη ανθρωπότητα καθιέρωνε την αναμφισβήτητα ωραιότερη γιορτή για να τιμήσει τη Μητέρα, στην πραγματικότητα επαναλάμβανε εκείνο που είχαν κάμει οι άνθρωποι της εποχής του μύθου. Ήταν τότε που την θεοποίησαν και στο πρόσωπό της συνόψιζαν ολόκληρο το μυστήριο της ζωής.
Στη Σουμμερία την είχαν ονομάσει Ινιννί, στην Αίγυπτο Ίσιδα, οι Φοίνικες Ιστάρ, οι Κρήτες Θεά – Μητέρα Δίκτυνα, οι Φρύγες Κυβέλη, οι Έλληνες Δήμητρα και Ήρα. Όμως, ενώ τότε εθεοποίησαν τη μητέρα, ο σύγχρονος άνθρωπος απογύμνωσε τη μητέρα από όλα τα σύμβολα της Αρχαιότητας βλέποντας σ’ αυτήν μόνον την συγκεκριμένη μάνα του: Αυτή που τον γέννησε, τον θήλασε, βασανίστηκε να τον μεγαλώσει, ξενοδουλεύοντας συχνά, αγρυπνώντας πάνω στο προσκέφαλό του, σπαζοχολιάζοντας μπροστά σε κάθε πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο, κόβοντας το ψωμί από το στόμα της γι’ αυτό και βγαίνει αυθόρμητα μια επιστημονική, ψυχολογική βέβαια αλήθεια: ότι ο ομφάλιος λώρος εξακολουθεί να συνδέει το παιδί με τη μάνα και πέρα από τη γέννησή του μέχρι το θάνατο, αλλά και πέρα από τον θάνατο για εκείνον από τους δύο που μένει στη ζωή.
Θεμελιώδες ανθρώπινο συναίσθημα η αγάπη ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πλάσματα, τη μάνα και το παιδί. Φυσικά, δεν ήταν δυνατό παρά να εκφρασθεί και σε μνημείο λόγου από τον ποιητή που σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά ο εντολοδόχος της ανθρωπότητας, που εκφράζει τις ευχές, τις ελπίδες, τις επιθυμίες, τις χαρές, κλπ., της ανθρωπότητας. Έτσι, η μορφή της μητέρας περνά μέσα από χιλιάδες στίχους και σελίδες Ελληνικές και ξένες. Ο διεθνής εορτασμός της ημέρας της μητέρας είναι χαρακτηριστικός της αδελφότητας των λαών, γιατί μάνα είναι η λέξη εκείνη που συγκινεί τους πάντες, πολιτισμένους, απολίτιστους, γραμματισμένους, αγράμματους, ανεπτυγμένους, ανάπτυκτους, βάρβαρους και αγροίκους και γενικά όλη την ανθρωπότητα, απ’ άκρου εις άκρον της γης.
Από τους  μυθικούς χρόνους, τρανό παράδειγμα μάνας πονεμένης είναι η Θέτιδα με το μονάκριβο γιο της τον Αχιλλέα. Έτρεξε στον Όλυμπο, υπενθυμίζοντας στον Δία μία μεγάλη εκδούλευση που του είχε κάνει για να του ζητήσει με όρκο του στα ύδατα της Στυγός να αποκαταστήσει την τιμή του γιου της, που τόσο πρόσβαλε ο Αγαμέμνονας. Η Εκάβη μία δραματική βασίλισα, με πόσο πόνο θρηνεί τον γιο της Έκτορα, που τον σκότωσε ο Αχιλλέας. Ο Οδυσσέας, πώς λαχταρά η ψυχή του όταν συναντάει την ψυχή της νεκρής Μητέρας του την ώρα που προσφέρει θυσία, όπως τον συμβούλεψε η Κίρκη. Η Δανάη με το γιο της τον Περσέα και η Ανδρομάχη στις Τρωάδες μιλάει για το γιο της Αστυάνακτα και θρηνεί με την ιδέα ότι θα πέσει στα χέρια των εχθρών και ποιος ξέρει ποια μοίρα τον περιμένει. Αλλά και η δυστυχισμένη Νιόβη, η κόρη του Ταντάλου, πόσο υπέφερε ως Μητέρα που της σκότωσαν τα παιδιά της. Ο κλαυθμός και οδυρμός της ήταν τέτοιος, ώστε ο Δίας ο πατέρας θεών και ανθρώπων την λυπήθηκε τόσο, ώστε την μετέβαλε σε βράχο που μοιάζει με ανθρώπινο σώμα γυναικός, πάνω στο Σίπυλον όρος της Μικράς Ασίας από τα μάτια της οποίας αναβλύζουν επί αιώνες τώρα συνέχεια δύο θεόρατες πηγές δακρύων.
Αλλά και η Εκκλησία μας και η εξ αποκαλύψεως θρησκεία μας, όχι μόνον δεν υστέρησε αλλά και υπερθεμάτισε. Παράδειγμα τρανό έχουμε από τον επιτάφιο θρήνο, στην τρίτη στάση το περίφημο: Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος. Ω φως των οφθαλμών μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πώς τάφω νυν καλύπτει;
Ευλογία πατρός στηρίζει οίκους τέκνων, αλλά κατάρα μητρός εκριζοί θεμέλια, λέει ο Σοφός Σειράχ. Αντιπροσωπευτικό κείμενο της δημοτικής μας ποίησης είναι το τραγούδι – μπαλλάντα του «Νεκρού αδελφού όπου η κατάρα της μάνας ραγίζει τον τάφο και βγαίνει ο Κωσταντής ο γιος της τρομοκρατημένος από τον άλλο κόσμο, για να της πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του: να της φέρει την κόρη της Αρετή που ήταν παντρεμένη πολύ μακριά στα ξένα…
Πολλοί νεοέλληνες ποιητές και λογοτέχνες αφιέρωσαν έργα τους στη μάνα. Οι σημαντικότεροι είναι: ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κων. Καβάφης, ο Κώστας Κρυστάλλης, ο Αγγ. Σικελιανός, ο Αχ. Παράσχος, ο Σωτ. Σκίπης, ο Κ. Ουράνης και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί διακρίνονται για την πνευματική τους ευφορία που διακρίνεται και ενεργοποιείται από το θέμα «Μητέρα».
Οι προθέσεις του Διον. Σολωμού για εθνική παιδεία εκφράζονται, με την πιο δυνατή σαφήνεια στην «Ελληνίδα Μητέρα», που είναι ένας ύμνος στην μητέρα σε πεζό λόγο. Εκεί ο Σολωμός μας δίνει «Τον χρυσούν κανόνα της ηθικής διαπαιδαγωγήσεως του ελληνόπαιδος». Και παράλληλα η Ελληνίδα Μητέρα μας παρουσιάζεται σε όλη την ακεραιότητα. Η γυναίκα σύζυγος, Μητέρα και Ελληνίδα στην πλήρη εξιδανίκευση, χωρίς να είναι αναγκαστικά ο τύπος της αντρογυναίκας.
Η μάνα είναι το κέντρο της οικογενειακής εστίας, είναι βαθύτερα ριζωμένη από όλους μέσα σ’ αυτήν. Αυτή καταθέτει όλη τη δύναμή της στην υπηρεσία της οικογένειας, είναι η καρδιά της ολόκληρη δοσμένη, είναι ο ήλιος που φωτίζει, είναι η «ηδύπνοη σφαίρα» που μας φωτίζει, που μας ανεβάζει προς τα επάνω και μας απαλλάσσει και μας απαγκιστρώνει από την βαρύτητα της γης.
Και αυτό το κατορθώνει πάντα με τις συμβουλές της, που χαρακτηρίζονται σαν ευαγγέλια και ας είναι και αγράμματη ακόμη, γιατί έχει την αγάπη την απέραντη, την ανιδιοτελή, που την εμπνέει και την εμψυχώνει στο έργο της.
Παραδείγματα έχουμε πάρα πολλά αγραμμάτων μητέρων που ανέδειξαν πολύ τα παιδιά τους, που αναδείχτηκαν στην κοινωνία, τα οποία έγιναν ηγήτορες λαών. Η αγάπη της μάνας κρατάει τη συνοχή της οικογένειας, έχει έντονη τη δύναμη της επιβολής και ακόμη της απαρατήρητης πιέσεως. Όπου, όμως, λείπει η αγάπη της, εκεί αισθάνονται μέσα στην οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, τη ζωή τους σαν πορεία σε δρόμο μέσα στα ξένα, χαμένοι ξένοι και αποδιωγμένοι, όπως λέει ο σοφός λαός, ζουν στην ορφάνεια.
Η πραγματική μάνα είναι για την οικογένεια πηγή ακένωτης χαράς και ευτυχίας, τόπος ασφαλείας και ηρεμίας. Η αφοσίωσή της της δίνει μία ιδιάζουσα θέση μέσα στην οικογένεια και ειδικά στην ευλογημένη ελληνική οικογένεια. Η μάνα δίνοντας τον εαυτό της και με τη σιγουριά του ενστίκτου της βρίσκει το σωστό δρόμο προς την παρηγοριά και την καλοσύνη. Στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζονται γράμματα, ούτε γνώσεις επιστημονικές, γιατί είναι σε θέση μόνη της, με την έμφυτη ευλογημένη αγάπη της, να διευθύνει και να κατευθύνει σωστά και αληθινά την όλη ζωή της οικογένειάς της.
Η οικογένεια καθημερινώς απολαμβάνει της μητρικής στοργής και ζει από τη δύναμη της θυσίας της. Στην πάντα πρόθυμη για όλους προσφορά της μάνας, βρίσκεται ίσως η μεγάλη ψυχική ενέργειά της. Χωρίς τη φροντίδα της για τα μικρά και ασήμαντα, δεν θα υπήρχαν τα μεγάλα που έχουν την αρχή τους στα μικρά, χωρίς τη φροντίδα και την περιποίηση από τα ευλογημένα χέρια της μάνας, θα αφανίζονταν όλη η ομορφιά της οικογενειακής ζωής χωρίς κανένα όρο, χωρίς καμιά υστεροβουλία μας περιμένει η μητρική στοργή.
Το πνεύμα της μάνας διαποτίζει έμψυχα και εμψυχώνει τα άψυχα. Η καθημερινή της εργασία μέσα στην οικογένεια είναι αθόρυβη, είναι εργασία που υπηρετεί απλά, ταπεινά και το ευλογημένο από το θείο χέρι της σκορπά παντού τη χάρη του Θεού που διοχετεύεται δια μέσου αυτής. Η ζωή της λογαριάζεται με το δούναι και όχι με το λαβείν, διότι, όπως λέει ο σοφός λαός «το παιδί είναι του πάρε και ποτέ του δώσε».
Από τη μάνα εξαρτάται η ευτυχία ή η δυστυχία της πιο μεγάλης οικογένειας, του Έθνους, αλλά και πιο πέρα ακόμη: του κόσμου. Αυτή είναι το σύμβολο, αλλά και η πρωταρχική δύναμη, από την οποία αναβλύζει η ανθρώπινη ζωή. Η μάνα δίνει τη συνέχεια στο ρεύμα της ζωής, στο αίμα και στην κληρονομιά των προγόνων, στα ήθη και στα έθιμα, σ’ όλα τα αγαθά του πολιτισμού. Όλα αυτά τα ανασταίνει γενιά σε γενιά, γίνεται το πεπρωμένο του λαού της. Στο χέρι της βρίσκεται περισσότερο από κάθε άλλο το πεπρωμένο του ανθρώπου. Η επίδρασή της είναι πάντα έμμεση. Η επιρροή της είναι ο σπόρος που αυτή σκορπίζει στις καρδιές και που τον περιμένει και τον φροντίζει με το μητρικό της χέρι. Και αυτός ο σπόρος αργά, αλλά σταθερά, δίνει τους καρπούς του στην κοινωνία και στους λαούς. Από τη δύναμη της μάνας ζουν οι λαοί και από την αδυναμία της πεθαίνουν. Και όχι μόνον βιολογικά, αλλά και πνευματικά.
Η μάνα γίνεται η ζεστή φωλιά που περιμένει να αγκαλιάσει με το χάδι της όλα τα παιδιά της, για τα οποία αισθάνεται την ίδια αγάπη, χωρίς καμιά διάκριση. Η μάνα είναι ο προστάτης και ο φύλακας των αξιών και των αγαθών του πολιτισμού. Αυτή διατηρεί την παράδοση, την εξευγενίζει, την αυξάνει και την παραδίδει από γωνιά σε γωνιά. Στη μάνα οφείλει ο λαός τη διατήρηση και την καλλιέργεια του πιο μεγάλου αγαθού, της γλώσσας. Από το στόμα της δέχεται το παιδί όλο το θησαυρό των πνευματικών και ηθικών αξιών. Από αυτή ακούει τις πρώτες λέξεις της γλώσσας, που φέρνει το όνομά της σε όλους τους λαούς της «μητρικής γλώσσας».
Η μάνα τραγουδάει στο παιδί τα πρώτα του λαού της τραγούδια, τα νανουρίσματα του τόπου της: Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο, μικρό, μικρό στο δίνω εγώ, μεγάλο φέρε μού το κλπ.
Πράγματι, με την πλουσιώτατη φαντασία της η μάνα πλάθει το μέλλον του παιδιού της, το οποίον φιλοδοξεί να το ιδεί μεγάλο σα ψηλό βουνό και ίσιο σαν κυπαρίσι. Θέλει όμως η απέραντη, η ανιδιοτελής αγάπη της να παντρευτεί, να δημιουργήσει οικογένεια και να απλώνουν τα κλωνιά του σε Ανατολή και Δύση. Και όλα αυτά χωρίς καμιά απολύτως ιδιοτέλεια. Γιατί καμιά ιδιοτέλεια δεν χωράει στην καρδιά της και στην ψυχή της που πάντα είναι έτοιμη για κάθε είδους θυσία. Και όλα αυτά για τα παιδιά της και μόνον για τα παιδιά της.
Αμέτρητα είναι τα τραγούδια, τα καλλιτεχνήματα και τα μουσικά κομμάτια που αφιερώθηκαν στη μάνα. Ο Σαίξπηρ την ονομάζει: «Βασίλισσα που κρατεί στα χέρια της το σκήπτρο του κόσμου». Ο Ιερός Αυγουστίνος διακήρυξε: «Δώστε μου καλές μητέρες και θα αλλάξω την όψη του κόσμου».
Η μάνα έγινε ακένωτη πηγή εμπνεύσεως και στα πλήθη και στους ποιητές. Ο νεκρός λέει στο μοιρολόι του: «Όπως με κλαίει η μάνα μου κανένας δεν με κλαίει». Ο Πετρίδης στο ποίημά του για τη μάνα λέει: «Δική μου ξέχωρη από σας ζωή δεν έχω, σαν ίσκιος σαν παιδιά μου, τρέχω ξωπίσω σας, με την δική σας πάντα συλλογή». Και όταν σκοτεινιάζει, η αγκαλιά της μάνας γίνεται το γαληνεμένο λιμάνι. Τότε εκείνη πασχίζει να σηκώσει τις μαύρες φτερούγες του πόνου για να κατασιγάσει με την παντοδύναμη αγάπη της τη φουρτούνα.
Δικαίως, λοιπόν, καθιερώθηκε η παγκόσμια αυτή εορτή για τη μητέρα, στην οποία η ανθρωπότητα οφείλει το είναι της, την ύπαρξή της, την διαιώνισή της και αξίζει πράγματι η μάνα τον απέραντο σεβασμό από μικρούς και μεγάλους όλων των λαών και όλων των φυλών του κόσμου.