Tαπεινά, θαρρετά και υπομονετικά...

on .

Στην άνυδρη κι απρόσωπη κοινωνία, στην σκληρή κι ανελέητη ζωή μας την άχαρη, όλοι βαδίζουμε βιαστικά, σκυφτοί, χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του, σιωπηλοί. Και μας σκουντάν και σκουντάμε άθελα και μια τυπική συγγνώμη, χωρίς καν να σηκώσουμε το βλέμμα μας.
Μαγιάτικο πρωινό. Βιαστική κι εγώ – όπως πάντα- στο στενό κι άβολο πεζοδρόμιο. Κοντοστάθηκα, μια μυρωδιά με έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου. Κοίταξα τριγύρω εξεταστικά κι επίμονα. Και τα είδα! Μια παρέα μικρά κρινάκια φυτρωμένα στην άκρη του τσιμέντου. Αν ήταν δυνατόν! Ακόμη και στις τσιμεντένιες πόλεις μας εκεί που η άσφαλτος σκέπασε τη θεϊκή ομορφιά της φύσης δεν μας εγκατέλειψαν. Ποιος τα έσπειρε, ποιος τα φρόντισε, ποιος τα πότισε; Σε ποιο χώμα ρίζωσαν ανάμεσα σε δυο πέτρες, στην άκρη. Εκεί που δεν φτάνει το μάτι σου αλλά ούτε κι η φαντασία σου!
Στάθηκα. Βάλθηκα να ψάχνω ολόγυρα ξεχνώντας τον προορισμό μου...
Και ανακάλυψα, βρήκα πολλά! Όσα σπάνια ξεχωρίζει το μάτι μας...
Σε κάποιες άκρες, απάτητες, των δρόμων, μέσα στο θόρυβο, τη βιασύνη, τη σκόνη φυτρωμένα τ’ απομεινάρια της ομορφιάς της ζωής της πρόσκαιρης και της γαλήνης.
Μικρά δειλά ανθάκια ανώνυμα, κίτρινα, ροζ, άσπρες μαργαρίτες και κατακόκκινες λιγνές παπαρούνες, κρυμμένα σε φύλλα που παλεύουν να κρατήσουν τη ζωή, στη μόλυνση, την αδιαφορία, την ξηρασία.
Δειλά μα και θαρρετά, μικρά στολίδια σαν να έχουν έγνοια τους να συντροφεύσουν την απάνθρωπη ζωή μας, με κάθε τρόπο...
Σηκώνουν το βάρος μιας πλάκας στο χιλιοπατημένο και βρώμικο πεζοδρόμιο.
Ξεπερνάμε τη δύναμη του μπετόν, όπως η πικροδάφνη που πεισματικά και θαρρετά μεγαλώνει στα πόδια μιας κολώνας στην πυλωτή της απέναντι πολυκατοικίας. Κι αναλαμβάνουν να ομορφήνουν, να νοικοκυρέψουν, αυτά τα φτωχά, τα δικά μας απομεινάρια της απερισκεψίας.
Ταπεινά κρατάνε μέσα τους ένα θάρρος βαθιά κρυμμένο. Μικρά πολύτιμα διαμαντάκια ανεκτίμητα μεσ’ τη μαυρίλα που σε κάνουν να κοντοστέκεσαι και να χαμογελάς. Παραξενεμένος αναρωτιέσαι: «Κοίτα να δεις, υπομονή, θάρρος, θέληση»!!!
Κι όσο βιαστικός κι αφηρημένος κι αν είσαι, ημερεύουν τα χαρακτηριστικά, γαληνεύουν τα μάτια, ανθίζει χαμόγελο στα χείλη.
Συνέχισα να τα ψάχνω, επίμονα, φιλικά, με θαυμασμό. Κι ανακάλυψα πολλά που ομορφαίνουν την ασχήμια, μαλακώνουν του τσιμέντου τη σκληράδα, γλυκαίνουν του ανθρώπου την αδιαφορία.
«Εσένα αγριολούλουδο, που σαν άτλαντας σηκώνεις στον τρυφερό σου μίσχο το βάρος της τσιμεντόπλακας, εσένα που ακόμη και δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών στου πεζοδρομίου την άκρη, σκορπάς την ευωδιά σου, χαρίζεις την ομορφάδα, πώς να σ’ ευχαριστήσω»!
Αμ’ και τ’ άλλα που ξετρυπώνουν στου Κάστρου τις ρωγμές, σκυλάκια πολύχρωμα κι ατίθασα κι ανυπότακτα που ξεδιψούν από τις ελάχιστες σταγόνες που ακουμπούν στην ξερολιθιά με το φτωχό χώμα! Στου γκρεμού την άκρη. Στο λίγο της ζωής. Δεν τα ζαλίζει το ύψος. Μοιάζουν χαμηλά στο δρόμο τα ανθρωπάκια που πηγαινοέρχονται.
Πόσο μικρά τους φαίνονται! Νιάτα ατίθασα κι ανέμελα και γηρατειά σερνάμενα κι αποκαμωμένα! Μ’ έβαλαν σε σκέψη!
Αμίλητα στόματα που σου μιλούν για δυο μεγάλες αλήθειες:
Πώς υπάρχουν στη ζωή κάποιοι άνθρωποι που βαστάνε ταπεινά, θαρρετά, διακριτικά με τη ζώη τους δροσιά.
«Πώς τους κοστίζει, μα κατορθώνουν να σηκώνουν πλάκες βαριές και να σπάζουν αγκωνάρια και ν’ ανθούν ελπιδοφόρα» και το κατορθώνουν!
Κατορθώνουν να γεμίζουν με ομορφιά, γαλήνη, αξιοπρέπεια τη ζωή μας χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς τυμπανοκρουσίες, υπομονετικά, ταπεινά αλλά θαρρετά, σαν αγριολούλουδα του δρόμου.
Ρίχτε χαμηλά τα μάτια σας κι είμαι σίγουρη πώς θα τ’ ανακαλύψετε.
Και τότε, μην τα τσαλαπατήσετε, μην τα περιφρονήσετε μην τα παρεξηγήσετε...
Σεβαστείτε τα, γιατί αξίζουν πράγματι το σεβασμό μας.