Κρεβατίνες στα μποστάνια...

on .

Σε πολλά μποστάνια των Γιαννίνων, εκείνο τον καιρό, υπήρχαν κρεβατίνες σε επίκαιρα σημεία τους.
Αυτές γίνονταν όπως οι κληματαριές, γι' αυτό και τ' όνομά τους, μόνο, που τα ξύλα με τα οποία τις έφτιαχναν ήταν πιο χοντρά για να κρατάνε το βάρος των ανθρώπων, που ανέβαιναν σ’ αυτές.
Το σημείο που τις κατασκεύαζαν ήταν συνήθως κοντά στις καλύβες των μποστανιών ή των σπιτιών, τα οποία ήταν στο ψηλότερο μέρος τους και στην πλειοψηφία στο μέσον περίπου αυτών.
Έτσι από το ύψος των κρεβατινών οι μποσταντζήδες έβλεπαν και παρακολουθούσαν όλη την κίνηση των μποστανιών τους, ήταν δηλαδή αυτές ένα είδος παρατηρητήριου.
Οι κρεβατίνες εξυπηρετούσαν διάφορους σκοπούς με κυριότερο τη φύλαξη και τον έλεγχο της παραγωγής των μποστανιών κατά την καλοκαιρινή περίοδο, από την οποία περίμεναν να εισπράξουν περισσότερα από τις άλλες περιόδους, για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής τους.
Για το σκοπό αυτό κοιμόταν πάνω σ’ αυτές, στην κυριολεξία όμως λαγοκοιμόταν, για να βλέπουν στην αστροφεγγιά ή στο φως του φεγγαριού τυχόν επίδοξους κλέφτες. Γιατί όπως έλεγαν: «Το μποστάνι δεν είναι μόνο μαγαζί χωρίς σκεπή, αλλά και μαγαζί χωρίς κλειδί», οπότε όποιος ήθελε έμπαινε σ αυτό.
Οι κρεβατίνες είχαν σχήμα τετράγωνου ή ορθογώνιου και συνήθως τη μια γωνία τη στερέωναν στο μεγαλύτερο δέντρο που ήταν στον περίβολο της καλύβας ή του σπιτιού για περισσότερη στερεότητα και για να έχουν τα μεσημέρια του καλοκαιριού τη σκιά των δέντρων.
Το ύψος τους ήταν περίπου 2 με 2,5 μέτρα από το χώμα και σ' αυτό έμπηγαν τα τρία γωνιαία άλλα μεγάλα ξύλινα χοντρά παλούκια, όπως και το μεσαίο στο κέντρο του δαπέδου. Προτού τα μπήξουν στο έδαφος εμπότιζαν τις μύτες τους και το μέρος, που θα έμπαινε στο χώμα, σε λιωμένη πίσσα, για να μη σαπίσουν γρήγορα. Ύστερα κάρφωναν στις κορυφές τους χοντρά ξύλα (μαδέρια) και σχημάτιζαν τον τετράγωνο ή ορθογώνιο σκελετό τους πάνω στον οποίο κάρφωναν σανίδες κι έφκιαναν το πάτωμα. Στο μπροστινό μέρος τους στερέωναν μια στενή ξύλινη σκάλα για το ανεβοκατέβασμα και στο υπόλοιπο ακρινό μέρος του δαπέδου κάρφωναν ξύλα και σχημάτιζαν γύρω-γύρω κιγκλίδωμα, για να μην πέφτουν αυτοί που ανέβαιναν επάνω και κυρίως τα παιδιά. Εμείς, θυμάμαι, στο μποστάνι μας την κρεβατίνα την είχαμε στερεωμένη κάτω από μια μεγάλη γέρικη συκιά κοντά στο σπίτι μας. Εκεί τα καλοκαιρινά βράδια κοιμόταν ο πατέρας με το μεγάλο μου αδελφό και είχαν την έννοια να φυλάνε τη μεγάλη παραγωγή του μποστανιού με ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια κ.λ.π.
Κοιμόταν πάνω σε στρώματα, που έριχναν στο πάτωμα της κρεβατίνας και πάντα σκεπάζονταν και με μάλλινη κουβέρτα, για να μη τους περονιάζει η πρωινή δροσιά, που έπεφτε, όσο ζεστή κι αν ήταν η καλοκαιριάτικη νύχτα. Αυτό μας εξυπηρετούσε στο να φιλοξενούμε την περίοδο αυτή στο σπίτι μας συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, μια και άδειαζαν τα κρεβάτια τους. Είχαμε δε πάντα φιλοξενούμενους, γιατί ήταν ξετρελαμένοι όλοι για το πράσινο, που επικρατούσε στην περιοχή, την ομορφιά, που είχαν τα μποστάνια και οι άκρες τους (πατωσιές) στη Λίμνη, καθώς και η ησυχία και πολλές φορές η δροσιά, που επικρατούσε σ’ αυτά, ιδιαίτερα τις νύχτες.
Ένα τέτοιο βράδυ θέλησα κι εγώ να κοιμηθώ στην κρεβατίνα μας, αλλά ο πατέρας αργά, κι ενώ η νύχτα είχε προχωρήσει, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο σπίτι για ύπνο, γιατί η παιδική μου φαντασία είχε οργιάσει κι έβλεπα ξωτικά κι άκουγα παράξενες φωνές.
Αυτά δεν ήταν τίποτ' άλλο από τα κλωνάρια των δέντρων που λικνίζονταν από το νυχτερινό αεράκι και ακούγονταν το θρόισμα των φύλλων, οι φωνές των βατράχων, της κουκουβάγιας κ.λ.π.