Η Ιστορία καταδίκασε τους Αλβανοτσάμηδες!

on .

Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος αναζωπυρώθηκε, με ακραίες μάλιστα τοποθετήσεις, το θέμα των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, ως αντιπερισπασμό και αντίβαρο στο βορειοηπειρωτικό.
Μερικές διευκρινίσεις για το ζήτημα των Τσάμηδων, την ονομασία, την προέλευση, τον ρόλο που διαδραμάτισαν στα κατοχικά χρόνια και την προβολή του θέματος από τους Αλβανούς κρίνονται απαραίτητες.
Ονομασία και προέλευση
Ως προς την έκταση της Τσαμουριάς ο Βασίλης Κραψίτης αναφέρει ότι περιλάμβανε τις επαρχίες Παραμυθιάς, Φιλιατών, Πάργας και Μαργαριτίου (με την περιφέρεια Θυάμιδος), καθώς και μερικά χωριά του Δελβίνου. Εκτεινόταν δε παραθαλάσσια από τις εκβολές του Αχέροντα μέχρι το Βουθρωτό, και μεσόγεια μέχρις τις δυτικές υπώρειες της Ολύτσικας (Τόμαρος). (Βασίλη Κραψίτη, Η ιστορική αλήθεια για τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες, Αθήνα 1992, σ. 35).
Για την προέλευση της λέξης «Τσάμηδες» ο Μητροπολίτης Παραμυθιάς Αθηναγόρας (Ελευθερίου) την ετυμολογεί από το όνομα του αρνησίθρησκου, από το Λεσκοβίκι, Ισάμ (Ισάμηδες-Τσάμηδες). Ο Hammond από τη λέξη «Τσαμπούρ» = λάσπη και κατ’ επέκταση «λασπώδης περιοχή». (Hammond, Ήπειρος, 1975, σ. 4, σημ. 26). Ο Πουκεβίλ την ετυμολογεί από τον αρχαίο Ηπειρωτικό λαό «Σάμεις». Ο Ληκ «από κάποιο αρχαίο Αλβανικό όνομα εθνικό». Ο Σπ. Μουσελίμης από την αρβανίτικη φράση «Τσα-αμ-ου» που σημαίνει «Τι είμαι εγώ» και κατ’ επέκταση «Τόπος εγωιστών Παλικαράδων». (Σπ. Μουσελίμη, Ιστορικοί περίπατοι στη Θεσπρωτία, 1976).
Ιστορικά αναφέρονται αλβανικές φυλές με την ονομασία Λιάπηδες, Τόσκηδες, Γκέγκηδες. Πουθενά δεν αναφέρεται φυλή Τσάμηδων. Και ένα άλλο στοιχείο που απομακρύνει τις θέσεις των αλβανών περί αλβανικής καταγωγής των Τσάμηδων είναι ότι σε καμιά χρονική περίοδο δεν παρατηρείται αλβανικός εποικισμός στην περιοχή της Θεσπρωτίας.
Ο πληθυσμός της Θεσπρωτίας υπήρξε ανέκαθεν ελληνικός. Η χριστιανική θρησκεία άρχισε να διαδίδεται στην περιοχή από τις αρχές του 6ου αιώνα. Είναι βέβαιο ότι μετά το 1449 και καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας παρατηρούνται στην περιοχή βίαιοι εξισλαμισμοί χριστιανών: Οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν κατά κύματα μετά το κίνημα του Μητροπολίτη Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου) το 1611 και το διάταγμα του Μουράτ Δ’, (1635), που έδινε το δικαίωμα στους Σπαχήδες να διατηρούν τα τσιφλίκια τους, σε περίπτωση που ασπάζονταν τον ισλαμισμό. Οι εξισλαμισμοί εξακολούθησαν μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους. Θα είχαν λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις εάν δεν μεσολαβούσαν οι περιοδείες του Πατροκοσμά στην υπόδουλη Ήπειρο.
«Απόδειξη αυτού του εξισλαμισμού», γράφει ο Αλέξ. Παπαδόπουλος, είναι ότι πολλοί Τσάμηδες είχαν μέχρι τότε ονόματα ελληνικά, όπως Ντέμης (Δημήτριος), Λάμτσης (Χαράλαμπος), Πέτσος (Πέτρος) και επώνυμα όπως Ν. Ντίνος, Μ. Πρόνιος, Αβδούλ Μανόπουλος κ.λπ. Σε μερικά μάλιστα χωριά υπήρχαν ακόμα την περίοδο της Κατοχής συγγένειες μεταξύ μερικών Τσάμηδων και χριστιανών, οι οποίοι ήταν εξισλαμισθέντες Έλληνες με επίκτητη αλβανική συνείδηση».
Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) τάσσονται στο πλευρό των Τούρκων και πολεμούν εναντίον του ελληνικού στρατού. Μετά την απελευθέρωση (1913) παραμένουν στη Θεσπρωτία και μεταξύ των άλλων δικαιωμάτων διατηρούν και τα θρησκευτικά τους δικαιώματα.
Ο ρόλος των Τσάμηδων στην Ήπειρο
Στα 1924 η πληθυσμιακή σύνθεση του Νομού Θεσπρωτίας παρουσιαζόταν ως εξής:
Μουσουλμάνοι    18.000
Χριστιανοί (Ελληνες)    62.000
Σύνολο    80.000
Η Κοινωνία των Εθνών (Κ.Τ.Ε) θεωρούσε ότι οι Μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας είχαν καταγωγή και συνείδηση τουρκική και έπρεπε να συμπεριληφθούν στις συμφωνίες του 1923 περί ανταλλαγής των πληθυσμών Ελλάδος-Τουρκίας.
Τότε επενέβη η Αλβανία και διατυπώνει την άποψη ότι οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες είναι Αλβανοί και πρέπει να εξαιρεθούν της ανταλλαγής. Σε διαφορετική περίπτωση απείλησαν ότι θα λάβουν μέτρα κατά των Βορειοηπειρωτών. Οι ίδιοι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες με υπόμνημά τους προς την Ελληνική Κυβέρνηση (18-2-1926) δηλώνουν ότι «είναι Έλληνες από του ευτυχούς έτους 1912-13».
Ασφαλώς πίσω από το αλβανικό ενδιαφέρον για τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες κρυβόταν η Ιταλία, το ενδιαφέρον της οποίας για διείσδυση στην Βαλκανική ποτέ δεν σταμάτησε.
Το ότι υπήρχε ισχυρός ιταλικός δάκτυλος καταφαίνεται και από το βιβλίο του Batista Pelegrini «Verso della guera» (Βοή του Πολέμου), ο οποίος παροτρύνει την ιταλική Κυβέρνηση «να εκμεταλλευτεί τη ρευστή συνείδηση του μουσουλμανικού στοιχείου της Θεσπρωτίας» και από την «Ιστορία της Αλβανίας» των Polio και Puto, οι οποίοι μιλούν για «Μεγάλη Αλβανία» με την υπαγωγή σ' αυτή της Κοσσόβας και της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας).
Ο δικτάτορας Θ. Πάγκαλος αποδέχτηκε την παραμονή των Μουσουλμάνων Τσάμηδων στη Θεσπρωτία. Οι Έλληνες πρόσφυγες που προορίζονταν να εγκατασταθούν στην Ήπειρο μεταφέρθηκαν στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία.
Έτσι η Αλβανία κατέστη κηδεμόνας των Τσάμηδων και καλλιεργεί μεταξύ τους αλβανική συνείδηση.
Η δράση των Τσάμηδων στα χρόνια της Κατοχής
Το θέμα των Τσάμηδων εκμεταλλεύτηκε ο Ιταλικός και Γερμανικός στρατός Κατοχής και τους έστρεψε εναντίον των Ελλήνων της Θεσπρωτίας.
Έγινε άγρια εκμετάλλευση του θέματος από την προπαγάνδα, με αποτέλεσμα να εκδοθούν και χάρτες που παρουσίαζαν ως αλβανική ολόκληρη την Ήπειρο. Οι χάρτες αυτοί δεν αποσύρθηκαν μέχρι και σήμερα. Οι Ιταλοί και Αλβανοί συμφωνούν απόλυτα και σχεδιάζουν τους ρόλους που θα παίξουν οι Τσάμηδες στην 'Ηπειρο, ρόλος που αποκαλύφτηκε με την έκρηξη του Δευτέρου Μεγάλου Πολέμου, στα χρόνια της Κατοχής και μετά το 1944.
Οι Τσάμηδες βοήθησαν κάθε ξένη προπαγάνδα στην Ελλάδα και συμμάχησαν με Ιταλούς και Γερμανούς στη διάπραξη εγκλημάτων.
Τα Προξενεία της Ιταλίας στα Γιάννινα και Κέρκυρα καθοδηγούν τους Τσάμηδες και προπαγανδίζουν επέκταση της Αλβανίας μέχρι την Πρέβεζα. Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες έχοντας την αμέριστη υποστήριξη του άξονα, με αρχηγούς τους αδελφούς Μασάρ και Νουρή Ντίνο προβαίνουν σε λεηλασίες, ληστείες περιουσιών, βιασμούς, πυρπολήσεις.
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1943 εκτελούν απροσχημάτιστα 49 προκρίτους της Παραμυθιάς και τον Νομάρχη Θεσπρωτίας Γ. Βασιλάκο. Τον Αύγουστο του 1943 καταστρέφουν τα χωριά του Φαναριού. Είναι τόσο μεγάλο το μίσος και η καταστροφική τους μανία, που στο πέρασμά τους αφήνουν μόνο ερείπια, χήρες και ορφανά.
Η Θεσπρωτία υποφέρει. Περισσότερες από 1.000 δολοφονίες και εκτελέσεις, 3.000 πυρπολήσεις σπιτιών στην Ηγουμενίτσα, Φιλιάτες και Μαργαρίτι. Από τον όλεθρο και την καταστροφή δεν σώθηκαν ούτε τα ελληνοχώρια της Χειμάρας (Νιβίτσα, Πικέρνι, Άγιος Βασίλειος) και των Αγίων Σαράντα (Περδικάκι, Γράβα, Σμήνετση, Γριάζδανη, Καρόκι) και πολλά άλλα. Με την καθοδήγηση των δυνάμεων της Κατοχής είχαν συγκροτήσει και «Κυβέρνηση των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας» με τον Μ. Ντίνο.
Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας το 1943 «οι Αλβανοί συνεχίζουν τον πόλεμο κατά των Ελλήνων και κατά των συμμάχων. Αφού ο στρατός τους, ως ιταλικός στρατός, διαλύθηκε οργάνωσαν εθνικιστικές ομάδες, τις περίφημες «Μπαλ Κομπετάρι» (Balli Kombetar - Εθνικό μέτωπο) και μέσα από αυτές συνεργάζονται πλέον με τους Γερμανούς κατά των συμμάχων. Στα Ιωάννινα συγκροτούν ειδικό σώμα με γερμανική στολή. Από κοινού συνέχισαν τους απηνείς διωγμούς στη Θεσπρωτία και τη Β. Ήπειρο». (Αλέξ. Παπαδόπουλου, ό.π. π.σ. 116).
Η φυγή τους ήταν αποτέλεσμα των εγκληματικών τους πράξεων. Έφυγαν για να αποφύγουν τη δίκαιη τιμωρία τους.
Με το τέλος του πολέμου το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Ιωαννίνων με απόφαση του (αριθμ. 344/23-5-1945) καταδίκασε ερήμην τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες, αρκετούς με την ποινή του θανάτου.
Η ακίνητη περιουσία τους απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό δημόσιο και παραχωρήθηκε σε ακτήμονες.
Οι κάτοικοι της Θεσπρωτίας, ακόμη και σήμερα μετά από πενήντα χρόνια, δεν λησμονούν τα τάγματα των Τσάμηδων και τις «Ομάδες Δημίων» που οργίασαν κατά την ιταλική επίθεση του 1940 και στην περίοδο της Κατοχής.
Η επαναφορά του «Τσάμικου» στην επικαιρότητα
Το θέμα των Τσάμηδων έκλεισε οριστικά για την Ελλάδα και επανήλθε μετά το 1990 ως σημείο τριβής με το θέμα της Βορείου Ηπείρου. Επίσημα το θέμα προβλήθηκε το 1991 όταν ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας επισκέφτηκε τα Τίρανα.
Σήμερα οι Τσάμηδες, με επίσημες μάλιστα δηλώσεις της Αλβανικής Κυβέρνησης, ζητούν την επανάκτηση των περιουσιών τους.
Οι λόγοι είναι προφανείς. Επιδιώκουν να δώσουν διαστάσεις σε ένα ανύπαρκτο θέμα. Οι διεκδικήσεις τους εγκλείουν σπέρματα μίσους και εχθρότητας και καθίστανται επικίνδυνες αφού εκφράζονται από επίσημους αλβανικούς κύκλους. Φανερώνουν ότι οι αλβανοί παραμένουν αμετανόητοι σωβινιστές, γεγονός που εκδηλώνεται με τις αρθρογραφίες των αλβανικών εντύπων και τη χρησιμοποίηση των Τσάμηδων ως «αιχμή του δόρατος» κατά της Ελλάδας.
Ούτε «επ’ αμοιβαιότητι» συμψηφισμός των περιουσιών μπορεί να γίνει ούτε κάποια άλλη υποχώρηση εκ μέρους της Ελλάδας.
Το αντίθετο θα σήμαινε λάθος πολιτικό, γιατί θα στήριζε τις αξιώσεις των Αλβανών και θα τους έδινε την ευκαιρία να προβάλουν ένα θέμα, το οποίο για την Ελλάδα έχει κλείσει τελεσίδικα.
Η διεκδίκηση των «περιουσιών» αποτελεί για τους Αλβανούς την πρώτη φάση για τη θεμελίωση των επιδιώξεών τους στην Θεσπρωτία.
Ο Θεσπρωτός Αλέξ. Παπαδόπουλος στην εφημερίδα «Λόγος» (10-5-1992) δίνει μια εμπεριστατωμένη και πειστική απάντηση για τις αστικές περιουσίες των Τσάμηδων στην Ηγουμενίτσα, Παραμυθιά, Φιλιάτες, Πέρδικα και Σύβοτα και με επιχειρήματα αποδεικνύει το αβάσιμο των αλβανικών διεκδικήσεων.
Στις αρχές του 1991 ιδρύθηκε στα Τίρανα «Πολιτικός Πατριωτικός Σύλλογος Τσαμουριάς». Την ίδια χρονιά οι «Τσάμηδες» διοργάνωσαν συνέδριο στα Τίρανα, στο οποίο ελήφθησαν οι εξής αποφάσεις:
1. «Η με κάθε τρόπο διεκδίκηση των δικαιωμάτων (ιδιοκτησιών, επανεγκατάσταση στη Θεσπρωτία κ.λπ.) των «Τσάμηδων» που ζουν στην Αλβανία.
2. Προσφυγές, παραστάσεις, διαβήματα κλπ. στους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΔΑΣΕ κλπ) για την προβολή και κατοχύρωση των «δικαιωμάτων» τους.
3. Προώθηση των ενεργειών για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δήθεν Τσάμηδων που «ζουν» στη Θεσπρωτία.
4. Η προώθηση της αντιλήψεως ότι η Τσαμουριά (Θεσπρωτία) είναι εθνικός χώρος της Αλβανίας. Στο πλαίσιο αυτό κινούνται σε καθημερινή βάση με επιμονή στους διεθνείς οργανισμούς, τα δε δημοσιεύματα στον αλβανικό τύπο και σχετικές δηλώσεις Αλβανών πολιτικών είναι σχεδόν καθημερινές» (Αλεξ. Παπαδόπουλος, όπ. π. σ. 174).
Από όσα εκτέθηκαν γίνεται φανερό ότι οι λεγόμενοι «Τσάμηδες» της Θεσπρωτίας, εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, ουδέν δικαίωμα έχουν και όσα κατά καιρούς ισχυρίζονται δεν έχουν υπόσταση.
Η ιστορία τους καταδίκασε και κάθε άλλη άποψη αποτελεί ιστορική παραχάραξη και διαστρέβλωση της Αλήθειας.