Ένα γιατροσόφι από τα παλιά Γιάννινα...

on .

Στα παλιά Γιάννινα οι γιατροί ήταν οικογενειακοί γιατροί με όλη τη σημασία της λέξης, γιατί έμπαιναν στα σπίτια των παλιών Γιαννιωτών σαν φίλοι κι όταν δεν ήταν άρρωστοι και κουβέντιαζαν μαζί τους όπως και οι άλλοι «σπιτιακοί», δηλαδή οι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί.
Οικογενειακούς γιατρούς είχε και η γειτονιά μου του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα με παλιότερο το μακαρίτη Γεώργιο Φάντη και
ύστερα το μακαρίτη Παναγιώτη Γιωβάνη και τον Κων/νο Ματσόπουλο, οι οποίοι κάθονταν πιο κοντά σ' αυτή απ' ότι οι άλλοι γιατροί των Ιωαννίνων.
Έπαιρναν βίζιτα (επίσκεψη) ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των οικογενειών της γειτονιάς, («ανάλουγα μι του μάγλου κι του μπάτσου», που λεν' στα Γιάννινα), γιατί τότε όλοι ήταν ανασφάλιστοι.
Πολλές φορές περιορίζονταν στην πρώτη πληρωμή του αρρώστου και συνέχιζαν τις επισκέψεις σ' αυτόν αν χρειάζονταν ή αν όχι δεν παρέλειπαν να φωνάξουν από την εξώπορτα του σπιτιού πώς πάει ο άρρωστος σήμερα, περνώντας από τη γειτονιά για να πάνε σε άλλο σπίτι της, που είχε άρρωστο.
Μια τέτοια μέρα περνώντας ο μακαρίτης γιατρός Γεώργιος Φάντης από τη γειτονιά μας φώναξε απ' έξω από την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού μας στη μακαρίτισσα τη μάνα μου, που είχε λιγούρες, ζαλάδες και ανωμαλίες στο στομάχι, γι' αυτό κι έριχνε την «κούπα» στον αφαλό (ποτήρι με αναμμένο βαμβάκι με οινόπνευμα, που έσβηνε όταν ακουμπούσε σ' αυτόν) ή έβαζε «σπιρτουμάνα» στο στομάχι (μάλλινο πανί ή βαμβάκι βρεγμένο με οινόπνευμα ή ούζο και τριμμένη πάνω του μαστίχα) για να της περάσουν οι ανωμαλίες αυτές, όπως έκαναν όλοι οι παλιοί Γιαννιώτες (γιατροσόφια, που ήταν πολλά και διάφορα).
Φωνάζοντας λοιπόν ο γιατρός είπε:
— Λένκω, καλημέρα, πώς είσαι σήμερα;
— Κόπιασι γιατρέ μέσα, απάντησε η μάνα και συνέχισε: δεν είμι καλά.
Με ενδιαφέρον ο γιατρός μπήκε στο μαντζάτο του σπιτιού μας στο μπάσι του οποίου ήταν μισοξαπλωμένη η μάνα κι αφού χαιρέτισε και τους υπόλοιπους, ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για τη σημερινή κατάστασή της.
Εκείνη του εξήγησε ότι, αν και έβαλε «σπιρτουμάνα» στο στομάχι της με μπόλικο ούζο δεν της πέρασαν η σβησμάρα και η ζαλάδα, που ένιωθε από το πρωί. Ο καλός γιατρός μας κοιτάζοντάς την στα μάτια και χαμογελώντας της είπε για να της δώσει θάρρος:
— Σου είπα πολλές φορές, μωρή Λένκω, ότι δεν έχεις τίποτε, τώρα για το σημερινό που συνεχίζουν οι ζαλάδες, αν και έβαλες «σπιρτουμάνα» για σκέψου μήπως το μπόλικο ούζο αντί να το ρίξεις απ' όξου στο στομάχι τόριξες από μέσα.
Αυτό έκανε όλους να γελάσουμε μαζί με τη μάνα μου, η οποία αντί άλλου είπε στο γιατρό:
— Κάτσι γιατρέ να σι ταρτάρου (κεράσω) ταζέτκου (φρέσκο) γλυκό, και σηκώθηκε, χωρίς να ζαλίζεται, να φέρει το γλυκό.