Τα ψάρια της Παμβώτιδας…

on .

Διαβάζοντας στις τοπικές εφημερίδες διάφορες απόψεις ειδικών και μη για τη σωτηρία της λίμνης μας και την αποκατάστασή της, αν είναι δυνατόν, όπως ήταν παλιά, θυμήθηκα με συγκίνηση και νοσταλγία εκείνα τα παλιά χρόνια όταν η λίμνη ήταν καθαρή, πιο μεγάλη και γεμάτη ζωή.
Στα καθαρά της νερά φώλιαζε στην κυριολεξία η ζωή. Ήταν γεμάτη από ψάρια, τσίμες, χέλια, καραβίδες και μια πλειάδα άλλων μικροοργανισμών, καθώς και νεροχελώνες, νερόφιδα και βατράχια (μπακακέοι), που με τις φωνές τους τα καλοκαίρια ξεκούφαιναν όσους κατοικούσαν κοντά στις παραλίμνιες περιοχές. Τα ψάρια ήταν τα γλύνια, τα μαρίτσια και περισσότεροι οι κυπρίνοι, οι οποίοι ήταν και οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος.
Οι Νησιώτες, που κυρίως ήταν ψαράδες, με το πλούσιο ψάρεμά τους, στο οποίο αφθονούσαν οι κυπρίνοι, έζησαν τις φαμίλιες τους, πουλώντας τα στους κατοίκους των Γιαννίνων και των γύρω χωριών, αλλά και οι ίδιες οι οικογένειές τους τρέφονταν απ' αυτά.
Όταν το νερό της λίμνης ήταν μπόλικο τότε έφευγε από τις «μάνες» του Περάματος προς την τότε μικρή λίμνη της Λαψίστας κι από κει στον ποταμό Καλαμά. Στο διάβα του το νερό απ' αυτές, παράσερνε ψάρια, χέλια, τσίμες, καραβίδες κλπ., γι' αυτό οι Περάτες στο πέρασμα του νερού τοποθετούσαν δίχτυα και πιάναν διάφορες ποσότητες από τα πιο πάνω, που όταν ήταν πολλά τα πωλούσαν στους Γιαννιώτες κάνοντας αντίπραξη στους Νησιώτες.
Μικρή αντίπραξη στους Νησιώτες κάναμε και μεις τα παιδιά των μποσταντζήδων, των οποίων τα μποστάνια ήταν κάτω από το σπίτι του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, ένα δε απ' αυτά ήταν και το μποστάνι του πατέρα μου, που στο μέσον του σχεδόν ήταν το σπίτι μας.
Έτσι, με άλλα γειτονοπούλα πηγαίναμε για ψάρεμα σ' αυτή με καλάμια και πετονιές. Το ψάρεμα γίνονταν μπαίνοντας με βάρκα σε ξέφωτα των καλαμιών της ή με τα πόδια που το νερό έφτανε πάνω από τα γόνατα στους πόρους, που είχαν σχηματιστεί κάτω από τα μποστάνια. Επειδή πολλές φορές το ψάρεμα ήταν μπόλικο για μας τα παιδιά, η χαρά μας ήταν μεγαλύτερη όταν πιάναμε κανένα μεγάλο κυπρίνο.
Θυμάμαι ένα απόγευμα καλοκαιριού που ψάρευα με καλάμι μαζί με άλλα παιδιά, κάτω από το μποστάνι μας, χωμένος στο νερό μέχρι τα μπούτια σ' ένα ξέφωτο, είδα το φελλό του σπάγκου, που ήταν δεμένος στην κορυφή του καλαμιού και η άκρη του κατέληγε στο αγκίστρι που είχα δολώσει με σκουλήκι, να χάνεται απότομα στο νερό.
Προσπάθησα να σηκώσω το καλάμι, αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Συγχρόνως το ψάρι τραβούσε προς τα μέσα με δύναμη τόσο που αναγκάστηκα να γυρίσω προς τη στεριά βάζοντας το καλάμι στην πλάτη και να το τραβάω περπατώντας με ζόρι με αποτέλεσμα να δω πίσω μου, στην αρχή στα ρηχά νερά της λίμνης και στη συνέχεια στο μπόλικο χορτάρι της πατωσιάς που ήταν μεταξύ του μποστανιού και της λίμνης, έναν μεγάλο κυπρίνο.
Φυσικά η χαρά μου ήταν μεγάλη, τόση που άφησα την αρμάθα με τα μικρά ψάρια στα άλλα παιδιά κι εγώ πήρα αγκαλιά τον μεγάλο κυπρίνο και πήγα στο σπίτι γεμάτος υπερηφάνεια για το κατόρθωμά μου και δέχτηκα τα μπράβο των δικών μου με ευχαρίστηση. Ήταν τόσο μεγάλος ο κυπρίνος, που την άλλη μέρα η μάνα μου έκανε βραστό το κεφάλι με κομμάτι από το επάνω μέρος του και το υπόλοιπο στο φούρνο πλακί, ενώ το μπόλικο αυγοτάραχο, νόστιμους κεφτέδες.
Την περίοδο του πολέμου το 1940 και ιδιαίτερα της ξενικής κατοχής, τα ψάρια της λίμνης και περισσότερο οι κυπρίνοι έσωσαν από την πείνα τους κατοίκους της πόλης μας. Οι Νησιώτες ψαράδες έπιαναν πολλές οκάδες ψάρια κι αφού κράταγαν λίγα για τις φαμίλιες τους, τα υπόλοιπα τα έδιναν δωρεάν στους κατοίκους των Γιαννίνων, που περίμεναν από το πρωί τους ψαράδες στην περιοχή της Σκάλας.
Θυμάμαι την περίοδο αυτή, τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, ο Κώστας κι ο Νίκος, κάθε βραδάκι ετοίμαζαν τα παραγάδια, που είχαν κάνει. Σε δυο κανίστρες είχαν από ένα παραγάδι με πολλά αγκίστρια σκαλωμένα στην άκρη τους. Αφού με τον κασμά έβγαζαν σκουλήκια από την οξέδρα (χαντάκι όπου κατέβαιναν τα νερά της βροχής από το δρόμο της γειτονιάς στη λίμνη), που ήταν στην άκρη του μποστανιού μας δίπλα στο μποστάνι του Λευτέρη Πασχάλη, κάθονταν σε σκαμνιά στην αυλή μπροστά στο σπίτι μας και δόλωναν τα παραγάδια. Ύστερα, με βάρκα, τα έριχναν στη λίμνη λίγο έξω από τους καλαμιώνες της. Το πρωί πήγαιναν και τα μάζευαν και το αποτέλεσμα ήταν να φέρνουν στο σπίτι μας πολλά ψάρια και κυρίως κυπρίνους. Απ' αυτά κράταγε η μάνα μας εκείνα που ήθελε να μαγειρέψει ή να τηγανίσει και τα άλλα τα έριχναν σ' ένα μεγάλο βαρέλι με φρέσκο νερό από το πηγάδι μας. Αυτά έρχονταν και τα έπαιρναν κάθε πρωί συγγενείς, γειτόνοι και φίλοι, που ξέρανε για το ψάρεμα των αδελφών μου, αφού έπιναν τον κριθαρένιο καφέ που τους σέρβιραν η μάνα και η μεγάλη μου αδελφή, γιατί κανονικός καφές δεν υπήρχε, λόγω κατοχής.
Πολλές φορές, την περίοδο που τα ψάρια γεννούσαν, έβγαιναν στην άκρη σχεδόν της λίμνης και έβλεπα στα καθαρά της νερά το αυγοτάραχο, που άφηναν πίσω τους. Με την πάροδο των χρόνων, η παραπάνω ωραία κατάσταση της λίμνης έπαψε να υπάρχει κι εμείς οι παλιοί Γιαννιώτες λυπούμαστε αφάνταστα για τη σημερινή της κατάντια. Όπως είναι σε όλους γνωστό, αυτή οφείλεται στις καταπατήσεις με μπαζώματα εκτάσεών της (βιοτόπων), γιατί δεν έχει γίνει σωστά η οριοθέτηση, στη δημιουργία του αναχώματος, που έκλεισε τις φυσικές πηγές του Μιτσικελιού προς αυτή, στη ρύπανσή της με βοθρολύματα, σκουπίδια και άλλους ρύπους από τις παραλίμνιες περιοχές, στην αλόγιστη σπατάλη των νερών της για πότισμα κλπ.