Επιστροφή στο χωριό…

on .

«Εξεκίνησα να πάω στο μικρό μου το χωριό… Τα παλιά να ξαναζήσω τους γονείς μου να φιλήσω πούχω χρόνια να τους δω…».
Έτσι τραγουδούσαν τα παιδιά την τελευταία μέρα της κατασκηνιώτικης ζωής και έκλαιγαν μεν για τον αποχωρισμό, χαίρονταν όμως που θα γύριζαν ύστερα από τέσσερις εβδομάδες στο αγαπημένο τους χωριό.
Τα ίδια αισθήματα έχουν αργότερα σαν νέοι ή μεσήλικες και συνταξιούχοι που τις μεταπολεμικές 10/ετίες άφησαν τα χωριά τους για να σπουδάσουν ή να δουλέψουν στις πόλεις, αλλά πάντα νοσταλγούσαν τα παιδικά τους χρόνια στο χωριό, όχι γιατί ήταν ιδανικά, αλλά γιατί η παιδική ψυχή τα βλέπει όλα «όμορφα και αγγελικά πλασμένα…», εξάλλου τα αγαθά του χωριού που έστελνε η μάνα με το λεωφορείο τους έδενε και με τη μάνα…
Είναι ωραίο το συναίσθημα της νοσταλγίας γιατί μας δένει με πρόσωπα και τόπους, με λύπες και χαρές, με αξίες και αγώνες. Όλα αυτά σχηματίζουν τις ρίζες που μας τρέφουν και μας στεριώνουν σαν νεόφυτα δεντράκια στη γενέτειρά μας και μας δυναμώνουν στο διάβα των χρόνων για ν’ αντέχουμε στους ανέμους και στ’ αστροπελέκια της ζωής όσο μακρυά και αν βρεθούμε.
Έρχονται λοιπόν οι ξενιτεμένοι στο χωριό τους αλλά… Τα φτωχικά πατρικά σπίτια που έσφυζαν από ζωή, αφού χωρούσαν τρεις γενιές (παππούδες, γονείς και πάνω από τέσσερα παιδιά), αντικαταστάθηκαν από ευρύχωρα και σύγχρονα αλλά άδεια και κρύα, γιατί το ένα ή δύο παιδιά που μεγαλώνουν στην πόλη δεν έχουν βιώματα από το χωριό για να το αγαπήσουν και να το νοσταλγούν…
Οι αυλές όπου συγκεντρωνόταν δέκα πέντε και είκοσι παιδιά της γειτονιάς για «κρυφτό», «σκλαβάκια» και «κυνηγητό» άδειασαν και το ένα – δύο που απόμειναν θα πάνε στην «παιδική χαρά» ή στο γήπεδο για να παίξουν με τα δέκα, δεκαπέντε όλου του μαχαλά.
Το Σχολείο με τα εκατόν είκοσι παιδιά του καιρού εκείνου, τώρα δε φτάνει τα εξήντα μαζί με των περιχώρων και τα γειτονόπουλα της Αλβανίας.
Στην εκκλησία που χαιρόσουν να τα βλέπεις με τους δασκάλους, δεν πηγαίνουν παρά ελάχιστα και αυτά όσο είναι μικρά και τα φέρνει η μαμά ή η γιαγιά για να μεταλάβουν. Μεγαλώνοντας όμως σταματούν γιατί «τα άλλα παιδιά δεν έρχονται…».
Δεν ζουν τα σημερινά παιδιά τη μαγεία της δίωρης πεζοπορίας και αγρυπνίας στη χάρη της Παναγίας αφού και στο Σχολείο του χωριού τους και στον ενοριακό Ναό ακόμη για καμμία βάπτιση και γάμο πηγαίνουν με αυτοκίνητο…
Ήταν ευτυχισμένα τα παιδιά του καιρού εκείνου γιατί αγαπούσαν του χωριού τις μικροδουλειές και ας κουραζόταν λίγο. Έκαναν πράξη το τραγούδι του Σχολείου: «Η δούλεψη κάνει γερά τα κορμιά, δίνει υγεία, χαρά…».
Έπιαναν καραβίδες στα ποτάμια και στ’ αυλάκια ενώ βοσκούσαν και τις αγελάδες που τις έφερναν με καμάρι στο σπίτι «λαγκωνισμένες» μαζί με το σακκούλι γεμάτο ζαρζαβατικά από το μπαξιέ που μάζευαν οι μεγάλοι.
Έφερναν κρύο νερό από το ποτάμι για το μεσημέρι και πήγαιναν στο χωράφι το σακκούλι με το φαγητό που ετοίμαζε η γιαγιά για τον πατέρα και τη μάνα. Επήγαιναν στο αμπέλι με τα πόδια και έφερναν τα καλάθια γεμάτα λαχταριστά σύκα και σταφύλια ενώ στον τρύγο βοηθούσαν τους μεγάλους και δεν έχαναν ευκαιρία να χαζεύουν τους σκατζόχοιρους και τις χελώνες που σαν νοικοκυραίοι έφερναν γύρω όλο το αμπέλι… Όσο για τα φίδια, από τα οποία έπρεπε να φυλάγονται, με τον παραμικρό θόρυβο μέσα στα χορτάρια πήγαιναν μέτρα πίσω, ενώ έτρεμαν μη βρουν καμμιά σαΐτα (φίδι που κυνηγάει, όπως τους έλεγαν).
Ευλογημένη ζωή μέσα στο Βασίλειο του Δημιουργού με βιώματα που καλλιεργούν το συναίσθημα, αναπτύσσουν τη σκέψη, ενεργοποιούν τη βούληση, δραστηριοποιούν και κάνουν ευτυχισμένα και ισορροπημένα παιδιά και προετοιμάζουν ελεύθερους και υπεύθυνους ενήλικες. Για να θυμηθούμε και τις γυναίκες – ηρωίδες του καιρού εκείνου, ένα μεσημέρι καλοκαιριάτικο που πήγαμε καταϊδρωμένες στο χωράφι όπου βοτάνιζαν το ρύζι, είπε η μάνα μας: Μάθετε γράμματα για να μην έχετε τη νίλα μας… (ταλαιπωρία) Ο λόγος της ακούστηκε από τον Θεό και πραγματοποιήθηκε αλλά ο πόνος για το χωριό δε φεύγει γιατί είναι βαθειές οι ρίζες…
Μακάρι μια τέτοια νοσταλγία να μας συνδέει και με την αιώνια Πατρίδα μας όπου πλήθος οικείων και φίλων μας περιμένουν… Εξάλλου αυτή είναι η «Ιθάκη» μας και εμείς οι «Οδυσσείς», οι νοσταλγοί της παραδείσιας ευτυχίας που προγευόμαστε κατά την παιδική μας ηλικία την απλή και αθώα, γι’ αυτό τη νοσταλγούμε και γυρίζουμε πίσω όπως οι ξενιτεμένοι στο χωριό τους…