Ξαναγυρίζοντας στη Δωδώνη…

on .

- Της ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΣΑΓΚΑ,
Σχολικής Συμβούλου Φιλολόγων

Πρόσφατα είχαμε την μοναδική ευκαιρία να παρευρεθούμε σε παράσταση Αρχαίου Δράματος στη Δωδώνη. 

Μετείχαμε σε μια μυσταγωγία που συνέθεταν τα αποσπάσματα των τραγωδιών Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου, Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευρυπίδου, Τρωάδες του Ευριπίδου, Ηλέκτρα του Σοφοκλέους , Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλέους, Αντιγόνη του Σοφοκλέους, Μήδεια του Ευριπίδου και Πέρσαι του Αισχύλου ερμηνευμένα από Έλληνες και ξένους ηθοποιούς, υπό το σκηνοθετικό βλέμμα του Βασίλη Κονταξή.
Οι Αρχαίοι Έλληνες ήρθαν μπροστά μας σε μια γιορτή στην οποία  συμμετείχαν και άλλοι λαοί, γιορτή της οικουμενικότητας

του ελληνικού πνεύματος. Ένας «νόστος», ένα ταξίδι επιστροφής στην αρχαία κοιτίδα του πολιτισμού, εκεί όπου οι Σελλοί ( >Ελλοί > Έλληνες), οι ιερείς ανιπτόποδες χαμαιεύναι του αρχαίου Μαντείου προσέγγιζαν το θείο και  αντλούσαν τους χρησμούς χάριν των ανθρώπων,   «υποφήται» των εντολών του Δία, θεού της Δωδώνης και των Πελασγών, ο οποίος βασίλευε στη « δυσχείμερον » Δωδώνη. Εκεί όπου τα «πάντα»  είναι «πλήρη θεών», το θέατρο αναδεικνύεται ως τόπος δράσεως σπουδαίας και τελείας, όντως, που συνδέει τον διασπασμένο σε γλώσσες άνθρωπο σε μια προ… Βαβέλ οντολογική ενότητα. Πριν την ύβρη της αλαζονείας. Ο λόγος ο ελληνικός ενώνει. Και ο επιμηθέας- άνθρωπος επανέρχεται στο αρχαίο κάλλος, σαν μεταστροφή.   
Διαδραστική είναι η σχέση που δημιουργείται με τα κείμενα, η δυνατότητα διαλόγου που ανοίγουμε με τον αρχαίο κόσμο. Σε αυτόν το διάλογο το πρόβλημα που ζητεί απάντηση και η απάντηση που οδηγεί σε νέο ερώτημα λειτουργούν αμφίδρομα, από και προς τον αρχαίο κόσμο: σε αυτό ακριβώς έγκειται και η ουσία της αναστροφής με τα αρχαία κείμενα και η βαρύτητα της παρουσίας τους και στον δικόν μας, τον σύγχρονο κόσμο.
Εντυπωσιάζει να ακούς νεαρό ηθοποιό από τη Ζιμπάμπουε,  να μετέχει της «πράξεως» και να αποδίδει με ενάργεια το πάθος, με την έκφραση, την έκταση του  κορμιού του ως την ψυχή του Οιδίποδα. Η σπασμωδικότητα του πόνου από την τύφλωση, το «άγος» και το άλγος, σημειολογικά, εύστοχα, ως επιλογή από το σκηνοθέτη, αποδίδονταν με την… «ραπ» γλώσσα της χώρας του, σαν ταχύτατος συλλαβισμός, κάτι σαν παράταξη συλλαβών  που προτασσόταν το «κα» ή «κο», το  «κου», το «ρου».
Είναι πράγματι ένας άθλος να αποδίδεις τον ελληνικό ρέοντα λόγο με ήχους διακεκομμένους, είτε έντονα λαρυγγικούς, συμφωνόπληκτους, αυστηρούς και κοφτούς, όπως τα Σουηδικά και τα Γερμανικά, λες και τους δόθηκαν για να αντέξουν το ψύχος των χωρών τους, ή με αραβικούς ή αφρικάνικους μακρόσυρτους… φωνηεντόπληκτους σαν για να ανασαίνουν μέσα στην θέρμη της ερήμου. Η μόνη πλησιέστερη εκφορά, οι λατινογενείς γλώσσες. Η απόδοση στα Γαλλικά και Ισπανικά του ρόλου της Ιφιγένειας και της Μήδειας, αντίστοιχα, μετέδιδε την αρμονία από το εύηχο της συμμετρίας των φωνηέντων με τα σύμφωνα, από το οποίο διέπεται η γλώσσα τους, και από το μεσογειακό ταμπεραμέντο που εκφράζεται πληθωρικά, θα ’λεγες,  με κάθε ρανίδα του είναι, στη χαρά και στη συμφορά. Η Μήδεια  κατέκτησε το κοινό με την εκφραστικότητα της απόδοσης του ρόλου. Η εσωτερική σύγκρουση παρουσιάστηκε ανάγλυφη. Η δύναμη του λόγου για το «άχος» που συνταράσσει την ύπαρξη. Ο διχασμός της προσωπικότητας σύμφωνα με τις αντίρροπες, αλλά ισοβαρείς τάσεις, επιθυμίες: o έρωτας και η μητρότητα που, όταν δεν συμπίπτουν, αντιμάχονται σε σχιζοφρενική κατάσταση τη γυναικεία φύση. Η τραγική μοίρα της προδομένης γυναίκας. Η πάλη ανάμεσα στις αγάπες, το μίσος που φτάνει στο έγκλημα, όχι χωρίς συγκλονιστικά δυνατή εσωτερική στιχομυθία, που στην τραγωδία γίνεται ολοφάνερος «εξωτερικός» μονόλογος.
Το ίδιο και η Αντιγόνη. Ό,τι δε χωράει το μυαλό δεν βαστιέται μέσα στον άνθρωπο, διακηρύσσεται, καθώς συνιστά πανανθρώπινο πρόβλημα και άρα, κοινό προβληματισμό: «πώς να χωρέσω ζωντανή στον τάφο;». Χτυπάει το σώμα, παλεύει με την αλαζονική τελεσίδικη απόφαση του δυνάστη Κρέοντα, σπαράσσει μπρός στο άδικο, χωρίς βοήθεια από πουθενά. Μόνο ο λόγος μένει.
Το κοινό του θεάτρου συναισθάνεται ότι ο τραγικός ποιητής νιώθει την ψυχή όλων, την πανανθρώπινη. Αυτής τα πάθη συναιρεί κάθε φορά σε μια τραγωδία, στην υπόθεση ενός δράματος και καθώς οι υποκριτές την παριστάνουν επί σκηνής το κάθε πρόσωπο αναμετράται αλλά και συγκοινωνεί με το διπλανό, με το πιο κει, με όλη τη σειρά, την κερκίδα, το διάζωμα, το θέατρο. Παρακολουθούν, οι πολλοί, αμφιθεατρικά, απέναντι σε λίγους, που «υποκρίνονται» και εστιάζουν στα πάθη, στο ήθος, στη δράση, στην τέχνη του να οδηγήσουν σε «έξοδο» όλη αυτή την πλοκή. Για να μείνει το απόσταγμα, που «μορφώνει», καλλιεργεί. Έτσι προκύπτει και δια του λόγου ο «κόσμος», δηλαδή η ομορφιά, το στολίδι. «Πώς να χωρέσει μέσα μου η ομορφιά του κόσμου…».

Μια επιστροφή
Η είσοδός μας στο Αρχαίο θέατρο αυτό το βράδυ ήταν ένα ξαναγύρισμα, μια επιστροφή. Πού την αφήσαμε για τελευταία φορά τη Δωδώνη; Με τον Μινωτή, τον Θάνο Κωτσόπουλο… σε εκείνη την ατέλειωτη φωτεινή φάλαγγα των λεωφορείων (<λεώς = λαός + φέρω) της παιδικής μας ηλικίας που αύξανε το μυστήριο της ομαδικής -εν είδει πανηγύρεως- μετάβασής μας στον αρχαίο χώρο. Είναι έντονη η ανάμνηση, προ Εγνατίας, με τα πρώτα οχήματα να έχουν φτάσει σε αυτό το μεγάλης έκτασης χωράφι που παρκάρουν, για να σχηματιστούν οι ευθυγραμμισμένες σειρές των πράσινων λεωφορείων, ενώ το τελευταίο ήταν ακόμη σχεδόν στην αρχή του φιδωτού δρόμου από τα Γιάννενα. Με κορναρίσματα, γέλια, ανέκδοτα και διάθεση ανάλαφρη, που εξασφάλιζε το στέρεο συναισθηματικό υπόβαθρο- απαραίτητο αντίβαρο- για να αντέξουμε τα βαθιά νοήματα που θα ακολουθούσαν, τον «έλεον» και τον «φόβον». Ήταν λίγο μετά την απομάκρυνση από την παραδοσιακή συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, ίσως όμως και ακόμη  μέσα σε αυτήν αρκετά.
Τώρα είναι κάτι σαν ξαναανακάλυψη κάτι σαν «ξαναγυρίζοντας στους Έλληνες», όπως θάλεγε η Jacqueline de Romilly, η θαυμάσια αυτή Ελληνίστρια, η σοφία συνδυασμένη με την απλότητα και την αριστοτελική «χρησιμότητα», αφού αναδείκνυε την ανθρωπιστική διάσταση των αρχαίων κειμένων εστιάζοντας στην έννοια του ανθρώπινου: «Όλα τα ελληνικά κείμενα μιλούν για τον άνθρωπο και βασίζουν την αρετή στην εξής ιδέα: “είναι άνθρωπος όπως κι αυτός, και θα μπορούσε να μου συμβεί το ίδιο”. Είναι η φράση που λέει ο Οδυσσέας, όταν η Αθηνά του προτείνει να παρακολουθήσει τον χαμό του εχθρού του Αίαντα και ο Οδυσσέας αρνείται…».
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη να προσανατολιστεί και να βρει το δρόμο του σαν κάποιον που έχει χαθεί σε έναν τόπο «όλο θάμνους και δένδρα και σκιές… που κρύβουν τον ορίζοντα, σε έναν  πολύ πιο απλωμένο, πιο ανοιχτό», όπως ο ορίζοντας των κλασικών κειμένων και, εν προκειμένω, του αρχαίου θεάτρου της Δωδώνης, ιδίως με πανσέληνο! Στο κέντρο της ζωής δεν μπορεί, δεν πρέπει να είναι ο κατακερματισμένος άνθρωπος, ως αποτέλεσμα και της κρατούσας σήμερα τάσης για πολυδιάσπαση και ακραία εξειδίκευση, αλλά η καθολική και ανθρωπιστική, εν τέλει, διάσταση της ύπαρξης και της δράσης μας.
Μετά την παράσταση  κάποιοι ξαναγύριζαν στο κινητό τους, στο σερφάρισμα, στην τεχνολογική ψευτοαυτάρκεια. Στόχος της σύνδεσης με τα αρχαία θέατρα μπορεί να αποτελέσει μια άλλη θέαση ή μια μεταστροφή στο βλέμμα: να κρατήσει ο νέος θεατής αυτό το διαχρονικό μήνυμα των αρχαίων, για να μπορέσει να εξέλθει από το σκιώδες των «δεσμωτών» του σπηλαίου του Πλάτωνα.  Μια εξαιρετική πρωτοβουλία είναι το «Διάζωμα» του Σταύρου Μπένου, του εμπνευστή της υπέροχης αυτής δημιουργίας και ταυτόχρονα εμψυχωτή, που όπως πολύ όμορφα το περιέγραψε κάποια κυρία, είναι σαν να έδεσε με όμορφη κορδέλα της αγάπης τους σκονισμένους δερματόδετους τόμους αρχαιογνωσίας των βιβλιοθηκών και τους έκανε προσιτούς στα παιδιά. Οι εκπαιδευτικές δράσεις των σχολείων “υιοθετούμε ένα αρχαίο θέατρο” σηματοδοτούν και ένα νέο κοίταγμα της αρχαιότητας, με αγάπη και ενδιαφέρον σε βιωματική σχέση και μάθηση, στο πλαίσιο της οποίας πολλά σχολεία έχουν δώσει άριστα δείγματα δημιουργίας.    
Τα ελληνικά είναι τραγούδι, λέει ο Σαββόπουλος, η γλώσσα των αγγέλων, λέει ο Βρεττάκος, η γλώσσα των γλωσσών, παραδέχονται ξένοι και Έλληνες μελετητές. Η υπεροχή του έλληνος λόγου φάνηκε και με την αθέλητη σύγκριση και με τις άλλες γλώσσες. Σ’ αυτήν ίσως θα επιθυμούσαν να εκφραστούν και οι ξένοι συνοδίτες και είναι αλήθεια ότι καμαρώνουν όταν γνωρίζουν και μιλούν ελληνικά, να όπως ο εξαιρετικός Νιγηριανός ερμηνευτής του μάντη Τειρεσία.

Πολιτισμός και λόγος
Ο πολιτισμός είναι και λόγος και τρόπος για να ζούμε… Αυτή είναι η διαφορά με το τώρα. Αναζητούμε ξανά τα κοινά «συμφωνημένα υπονοούμενα» με μια αγωνία στο βλέμμα που πάει να ακουμπήσει κάπου και να συντονιστεί ως προς το αίσθημα, ως προς τον θαυμασμό, ως προς τον προσανατολισμό, ως προς το μετά… Γιατί αυτό το “ύστερα” είναι που επεκτείνει τη δημιουργία.
Ο Σοφοκλής, στον Φιλοκτήτη, βάζει τον Οδυσσέα να λέγει πως η γλώσσα είναι αυτή που κατευθύνει τα πάντα… «την γλώσσαν πανθ’ ηγουμένην» (στ.99). Ο Λόγος ην εν αρχή και το θέατρο είναι το θαύμα του λόγου. “Τέχνη που ξεπερνά άλλη τέχνη και γνώμη που νικά άλλη γνώμη”, (Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, στιχ. 138-140) όπως θα αναγκαστεί να  συμφωνήσει στη συνέχεια και ο χορός, αν και δεν συναινεί με τις επιλογές της χρήσης δόλου στη γλώσσα, ακόμα και αν προκύπτει όφελος από αυτές.(Ο Οδυσσέας θέλει να πάρει τα βέλη του Φιλοκτήτη –κληρονομιά του Ηρακλή- για να νικήσουν στην Τροία).
Ώστε λοιπόν στη «Δωδώνη… επτά γλώσσες συναντήθηκαν στην αρχαία ορχήστρα του θεάτρου της. Ηθοποιοί από τις γωνιές του κόσμου συμπορεύτηκαν στην πανάρχαια οιμωγή της ανθρώπινης ψυχής... ο πόνος και το πάθος δεν έχουν χρώμα, δεν έχουν φύλο. Δεν έχουν γλωσσικά όρια. Η Δωδώνη μια σκηνή όλου του κόσμου. Ο λόγος των τραγικών ποιητών μας, οικουμενικός, απέραντος, σπουδαίος και τέλειος, στη Δωδώνη», όπως σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης ο Γιαννιώτης σκηνοθέτης της παράστασης Βασίλης Κονταξής. Ο σκηνοθέτης ακολούθησε ένα σύγχρονο βλέμμα, σημειολογικώς υπαινικτικό ως προς τους αντίστοιχους «τύπους» της εποχής μας, οι οποίοι είναι διαχρονικοί. Συνάρμοσε ταιριαστά τα αποσπάσματα με τα πρόσωπα παρουσιάζοντας ανθολόγηση σοφίας και πάθους. Ο αποφθεγματικός χαρακτήρας του λόγου των ηρώων γινόταν κατανοητός καθώς μεταφραζόταν με υπέρτιτλους σε γιγαντοοθόνη. Ανάλαφρες οι κινήσεις του χορού και ιδιαίτερη η μουσική επένδυση καθώς και η παρουσία του δικού μας Δημήτρη Υφαντή.
Ο Δήμαρχος Δωδώνης Χρήστος Ντακαλέτσης, υπογραμμίζει το γεγονός ότι η παράσταση αυτή μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την αναγέννηση του αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης και τη βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί μια νέα εποχή δημιουργίας. «Στο μεγαλύτερο αρχαίο θέατρο και στο πρώτο αρχαιοελληνικό μαντείο των Ελλήνων συναντήθηκαν κόσμοι διαφορετικοί και ενώθηκαν στο μεγαλείο του τραγικού λόγου... ο Δήμος Δωδώνης θέλησε να βρεθεί στην πρωτοπορία. Και το κατέφερε χάρη στη συνεργασία και τη συμπόρευση. Χάρη στις χορηγίες, όπως συνέβαινε και στους αρχαίους χρόνους».
Ήταν για όλους μας, μια βραδιά ξεχωριστή. Η ακάματη πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου της Δωδώνης, κυρία Άννα Γιώτη, εμφανώς συγκινημένη, απηύθυνε θερμές ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές της παράστασης, διότι με την δική τους συμβολή έλαβε σάρκα κι οστά ένα δύσκολο εγχείρημα. Ο Δήμος Δωδώνης και το Πνευματικό του Κέντρο, συνέβαλαν οργανωτικά και οικονομικά στην παραγωγή της παράστασης, ώστε οι θεατές να έχουν την δυνατότητα να την απολαύσουν δωρεάν. Έτσι «το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης για μια βραδιά έγινε μια σκηνή του κόσμου και οι θέσεις του αναστηλωμένου τμήματός του αποδείχθηκαν πολύ λίγες για να χωρέσουν το πλήθος των θεατών που έφτασε από κάθε γωνιά της Ηπείρου».

***
«Το να μάθεις να σκέφτεσαι, να είσαι ακριβής, να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ακούς τον άλλο σημαίνει να είσαι ικανός να διαλέγεσαι. Και είναι το μόνο μέσο για να αναχαιτιστεί η τρομακτική βία που αυξάνεται γύρω μας...  στο σημερινό κόσμο που είναι από άρθρα γραμμένα στο πόδι, ντοσιέ και ακατάληπτες γλώσσες, ξέρω πόσο μια ανάσα ελληνικών έργων ανακουφίζει», ξαναλέει η αείμνηστη, πλέον, γαλλίδα καθηγήτρια.     
Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ανασάναμε και εμείς αυτό το  βραδινό του καλοκαιριού στη Δωδώνη.