Το καΐκι «Ελπίδα» και ο Καπετάν-Αλέξης…

on .

- Του ΠΕΤΡΟΥ Ι. ΜΠΟΥΓΙΑ*

Σουρουπώνει. Το καΐκι «Ελπίδα» προσεγγίζει την πλωτή εξέδρα.

Οι τελευταίοι λουόμενοι που ξέμειναν στην ερημική παραλία επιβιβάζονται στη βάρκα.  Ο καπετάνιος μια λιπόσαρκη φιγούρα με δέρμα σφυρηλατημένο επτά  δεκαετίες από τη θάλλασα, βγάζει με ανυπομονησία το καρφιτσωμένο τσιγάρο πίσω από το αυτί του:
«Μάγκα έχεις φωτιά;», με  ρωτάει. «Το έχω κόψει», απαντάω. «Και γω από τα κομμένα κάνω», ανταπαντά. «Μας γέμισε τόσο πίκρα και απογοήτευση αυτό το παλιόπαιδο, ο συνονόματός μου, που τον εμπιστευτήκαμε εγώ και η μισή Ελλάδα, που κάνω 2-3 τζούρες να πάνε κάτω τα φαρμάκια».
Λύνει το σκοινί. Βάζει τη μηχανή μπροστά. Ξεκιναέι ο απόπλους. «Γιατί Ελπίδα το όνομα από το καΐκι;», εκφράζω την απορία μου. «Ελπίδα είναι η γυναίκα μου, η συντροφιά μου», μου ορμηνεύει. «Γιατί η άλλη ελπίδα που ταξαν πνίγηκε μόλις ξεμπάρκαρε από το λιμάνι (του προγράμματος) της Θεσσαλονίκης».
«Βγαίνει το μεροκάματο, γιατί ακούω για αύξηση του τουρισμού», συνεχίζω να τον τσιγγλάω. «Τον κακό τους τον καιρό. Αντέξαμε τόσα χρόνια από φουρτούνες του πελάγου και θα πνιγούμε πελαγωμένοι από τα χρέη και τους φόρους στη στεριά. Και πέντε δραχμές να πιάσουμε στο χέρι τώρα στη φούλ σεζόν δεν μένει τίποτις. Εισπράκτορες του κράτους μας κατάντησαν, παλικάρι. Καπετάνιοι στο καίκι, μούτσοι στη ζωή. Με τόσους φόρους τι να πρωτοπληρώσεις. Πώς να έρθεις ίσα-βάρκα ίσα νερά;». «Όχι δραχμές, ευρώ», διορθώνω. «Δραχμές, άκου το γέρο, σε λίγο καιρό θα με θυμηθείς…».
Η θάλασσα βγάζει μποφόρ. Τα κύματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Στο κατάστρωμα μπάινει νερό. Οι επιβαίνοντες ξεσπούν σε κραυγές φόβου και  αγωνίας. Ο καπετάν - Αλέξης κουμαντάρει μαεστρικά το καΐκι. Αποφεύγεται κάθε κίνδυνος ανατροπής του σκάφους που παίρνει ρότα ομαλά στο λιμάνι. «Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται», αποκρίνεται ανακουφισμένος. «Και το καΐκι της χώρας δεν είχε ούτε καπετάνιους, ούτε πλήρωμα της προκοπής τόσα χρόνια».
«Μα γι’ αυτό δεν φταίνε οι επιβαίνοντες που έκοβαν εισητήριο και τους εμπιστευόντουσαν το τιμόνι του καραβιού;», προβοκάρω την κουβέντα. «Όταν είσαι στην ανάγκη βάζεις μπέσα σε αυτόν που σου τάζει το ομορφότερο  ταξίδι…»,, αποκρίνεται ξεφυσώντας και προσθέτει πως «…κι όταν βάλεις στο ζύγι την άβολη αλήθεια και την ελπίδα με τάξιμο για κατι καλύτερο πάντα η πλάστιγγα γέρνει προς την αναμονή για καλυτερες μέρες…».
«Και το καΐκι της Ελλάδας τι λές θα αποφύγει την ξέρα και τα βράχια;», ζητάω μια τελευταία πρόβλεψη από το θαλασσόλυκο πριν δέσει στο λιμάνι. «Δεν ξέρω, αλλα πολύ φοβάμαι μήπως ναυγαγήσουμε. Τα χουν κάνει μούσκεμα παντού, μεγάλη αβαρία. Δεν έχουμε παξιμάδι να φάμε και νοιάζονται τάχα για το σύνταγμα και τον εκλογικό νόμο. Αυτοί ρίχνουν άδεια δίχτυα για να πιάσουν γεμάτα. Αλλά δεν τσιμπάνε πλέον ούτε τα άλλα κόμματα που βάλανε πλάτη πέρσι το καλοκαίρι, ούτε κι ο λάος. Εγώ μπορεί να μην ξέρω τόσα γράμματα όσα ξέρεις εσύ αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι μπορούν να με κοροιδεύουν. Έχω ένστικτο, έχω γράψει μίλια στο κοντέρ της  ζωής σε στεριά και θάλασσα και έχω και τσέπη στο πανταλόνι μου που ξέρει πότε είναι αδειανή και πότε γεμάτη. Είναι μετρημένες οι μέρες τους, έρχονται μεγάλες φουρτούνες…».
Αριβάρουμε στο λιμάνι. Κάνει ένα σάλτο που θα ζήλευε και αθλητής τριπλούν στους Ολυμπιακούς του Ρίο και δένει τον κάβο στην μπίντα. Οι λουόμενοι αποβιβάζονται. Μένω τελευταίος. Μια αντρίκεια χειραψία και δυο τελευταίες κουβέντες: «Εύχομαι πρόσω ολοταχώς καπετάνιο. Για σένα, για μένα για τούτο δω τον τόπο». «Μας κάργαραν το σχοινί στο λαιμό, μα θα ξεγλυστρήσουμε. Στο τέλος δεν θα μπατάρει το καΐκι, αρκεί εσείς που είστε νέοι να μην κιοτέψετε και σαλπάρετε όλοι για λιμάνια ξένα. Να μείνετε και κάποιοι να κρατήσετε το τιμόνι, να αλλάξτε τη ρότα του καραβιού  ΕΛΛΑΣ και να ρίξετε άγκυρα σε ποιό απάνεμα λιμάνια…».
Επέστρεψα περπατώντας αφηρημένος μέχρι το ξενοδοχείο. Μια πολυβούη παρέα Γάλλων τουριστών συνειρμικά μου θύμισε τα λόγια του Νομπελίστα ομοεθνή τους συγγραφέα André Gide: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακαλύψει νέους ωκεανούς αν δεν έχει το θάρρος να απομακρυνθεί από την ακτή»…

* Ο Πέτρος Ι. Μπούγιας είναι Msc Αγρ. Τοπογράφος Μηχανικός, μέλος της ΜΕΣΥΑ και περιφερειακός συντονιστής Ηπείρου στο Ποτάμι.