Το ανώνυμο γράμμα...

on .

Μετά την απελευθέρωση της πόλης μας και της πατρίδας μας από την κατοχή των Γερμανών τακτική επισκέπτρια τα καλοκαίρια από το 1945 και μετά ήταν η ξαδέλφη μου Ειρήνη, που έρχονταν από την Αθήνα, για να μένει κοντά μας σπίτι μας στο μποστάνι.
Όταν πλησίαζε δε να τελειώσει το καλοκαίρι η Ειρήνη φεύγοντας για το σπίτι της στην Αθήνα μας έλεγε ότι, θα μας έρθει και το άλλο καλοκαίρι.
Πράγματι το επόμενο καλοκαίρι ήταν και πάλι κοντά μας γεμάτη χαρά, γιατί στο διάστημα της άνοιξης είχε αρραβωνιαστεί με ένα καλό παιδί, που κατάγονταν από την Άρτα και που ήταν ανθυπολοχαγός. Μας είπε ότι, προ εβδομάδος είχε μετατεθεί από τη Αθήνα στα Γιάννινα, γι' αυτό και ήρθε γρηγορότερα στο σπίτι μας, για να είναι κοντά του.
Την άλλη μέρα πήγε στο στρατώνα, που τότε ήταν πίσω από το κτίριο της 8ης Μεραρχίας, όπου σήμερα είναι το πάρκο και το κέντρο Λιθαρίτσια, για να συναντήσει το Στάθη, όπως ονομάζονταν ο μνηστήρας της. Όταν γύρισε μας είπε ότι, το βραδάκι, που θα έχει έξοδο από το στρατό θα τον φέρει να τον γνωρίσουμε. Η γνωριμία μας έγινε με μεγάλη εγκαρδιότητα, φάγαμε όλοι μαζί κι η μάνα του είπε να έρχεται «σαν στο σπίτι του», γιατί τον θεωρούμε παιδί μας, όπως έχουμε και την Ειρήνη. Εκείνος μας ευχαρίστησε συνεσταλμένα θερμά κι αφού φίλησε την αρραβωνιαστικιά του έφυγε για τη μονάδα του.
Ο Στάθης ήταν ένας όμορφος νέος, μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος και η στολή του αξιωματικού του πήγαινε πάρα πολύ. Ήταν παιδί της «ψάθας», που λέμε και συνταυτίστηκε μαζί μας, λες και τον γνωρίζαμε χρόνια. Έρχονταν συχνά στο σπίτι μας κι έτρωγε μαζί μας και τα βράδια έβγαιναν βόλτα με την Ειρήνη, την οποία υπεραγαπούσε. Κι εκείνη τον αγαπούσε και φαίνονταν ένα ταιριαστό ζευγάρι.
Η μάνα τη συμβούλευε να προσέχει πώς θα φέρνεται στο Στάθη και να πάψει να είναι ή να κάνει την καπριτσιόζα και ναζιάρα, γιατί βλέπει ότι, αυτά τον πειράζουν και δεν τα θέλει, επειδή είναι σοβαρό και σεμνό παιδί. Εκείνη έλεγε ότι, κατά βάθος τη ζηλεύει κι η μάνα της απαντούσε ότι, όποιος αγαπάει ζηλεύει.
Ο Στάθης σέβονταν και αγαπούσε περισσότερο τη μάνα, γιατί έδινε σωστές συμβουλές στην Ειρήνη και αν εκείνη έπρεπε να πάει τα πρωινά για δουλειές στην αγορά με έστελνε μαζί της, σαν συνοδό, έστω κι αν ήμουν μικρός, για να μη πει ο κόσμος «πού πηγαίνει μόνη της αρραβωνιασμένη κοπέλα». Αυτό άρεσε στο Στάθη κι όταν έρχονταν στο σπίτι με φιλούσε και μου έβαζε το καπέλο του στο κεφάλι μου κι εγώ χαρούμενος καμάρωνα «σαν γύφτικο σκεπάρνι».
Μια μέρα, που ήμασταν μόνοι μέσα στο σπίτι εγώ και η Ειρήνη μου είπε χαμηλόφωνα να γράψω ένα γράμμα στο Στάθη, με λίγα λόγια, ότι, αυτή του κάνει απιστίες. Εγώ αντέδρασα έντονα αρνητικά, γιατί αγαπούσα κι εγώ το Στάθη με την αγάπη που μου έδειχνε και δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω, αλλά και στη σκέψη ότι, θα μαθαίνονταν η «δράση» μου και θα έτρωγα «το ξύλο της χρονιάς» από τους μεγάλους του σπιτιού και ιδιαίτερα από τη μάνα.
Εκείνη γελώντας διασκέδασε τους φόβους μου λέγοντας ότι, αυτό θα το κάνουμε για πλάκα και ότι, όλοι θα γελάσουν.
Με κρύα καρδιά δέχτηκα και άρχισα να γράφω με τα καλλιγραφικά μου γράμματα, που μαθαίναμε τότε στο σχολείο, ό,τι μου υπαγόρευε η Ειρήνη. Αυτό ήταν περίπου ότι, πρέπει να προσέχει τη μνηστή του, γιατί συναντιέται με έναν άλλο άντρα και στο τέλος αντί ονόματος ή υπογραφής έγραψα «ένας φίλος».
Αυτό το σημείωμα - γράμμα του το στείλαμε στη διεύθυνση της μονάδας του και σε δυο-τρεις μέρες το πήρε.
Αναστατωμένος ο Στάθης πήρε άδεια και πρωί - πρωί τη μέρα που το έλαβε, βρέθηκε στο σπίτι μας και χωρίς να ζητήσει την Ειρήνη και να με φιλήσει, που βρέθηκα μπροστά του, όπως έκανε όταν έρχονταν στο σπίτι, μπήκε στα γρήγορα στην κουζίνα, που ήταν η μάνα. Εκείνη ξαφνιασμένη από την πρωινή του επίσκεψη, που ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει, θέλησε να μάθει τι συμβαίνει. Ο Στάθης χωρίς να πει τίποτε της έδωσε το ανώνυμο γράμμα και ταραγμένος και πικραμένος κάθισε στο μπάσι της κουζίνας. Η μάνα, αφού διάβασε τις δυο αράδες του γράμματος, έγινε κίτρινη από το κακό της και συμβούλεψε το Στάθη να συνέλθει, για να το κουβεντιάσουν ήρεμα.
Τον διαβεβαίωσε ότι, «αυτό είναι μια κακόβουλη φάρσα και ότι, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο με την Ειρήνη τη στιγμή, που όταν δεν βγαίνει στο Μώλο ή στην πλατεία μαζί του, λόγω υπηρεσίας στο στρατό, πηγαίνει με τον Κώστα ή την αδελφή μου Θάλεια. Αν χρειαστεί δε να πάει κανένα πρωινό στην αγορά τη συνοδεύει ο Δημητράκης, ο οποίος, αν έβλεπε κάτι ύποπτο, θα μου το έλεγε». Αυτά του είπε η μάνα κι ύστερα φώναξε την Ειρήνη, για να την ρωτήσουν σχετικά.
Εκείνη έκανε ότι ξαφνιάστηκε από την πρωινή επίσκεψή του και βλέποντάς τον έτσι μαζεμένο κι όχι εκδηλωτικό ρώτησε τι συμβαίνει. Χωρίς να της πουν τίποτε η μάνα της έδωσε το γράμμα, περιμένοντας την αντίδρασή της. Η Ειρήνη ήρεμη είπε ότι αυτό που γράφει είναι ψέμα και ότι κάποιος κοινός γνωστός τους θα το έγραψε για πλάκα. Στο διάστημα αυτό εγώ από φόβο και ντροπή για την πράξη μου έφυγα από το σπίτι και κατέβηκα στην άκρη της Λίμνης, χωρίς να ξέρω τι θα πω, αν με φωνάξουν, στους δικούς μου κι ιδιαίτερα στο Στάθη.
Στο μεταξύ η μάνα μου κοιτάζοντας καλύτερα τις λέξεις του ανώνυμου σημειώματος γνώρισε τα καλλιγραφικά μου γράμματα κι έγινε έξαλλη μαζί μου. Ύστερα έστειλε ένα από τα αδέλφια μου να με βρει και να με πάει κοντά τους.
Εγώ σαν «βρεγμένη γάτα» μπήκα στην κουζίνα, που ήταν όλοι μαζεμένοι για το απροσδόκητο συμβάν κι η μάνα με ρώτησε ποιος με έβαλε να γράψω αυτό το γράμμα, αν και είχε καταλάβει, γιατί δεν μπορούσα να ξέρω εγώ τη στρατιωτική διεύθυνση του Στάθη. Εγώ στην αρχή είπα ότι, δεν έχω ιδέα, αλλά πιεζόμενος από την αναγνώριση των γραμμάτων μου τα μαρτύρησα όλα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Ο πατέρας με κοίταξε άγρια, ο μεγάλος αδελφός μου είπε ότι, μου χρειάζεται ένα γερό ξύλο, τα άλλα αδέλφια με αποδοκίμασαν φωνάζοντας κι η μάνα με άρπαξε από το αυτί και με χτύπησε και με τσίμπησε στα κουλιά τόσο, που έβαλα τα κλάματα. Με έβγαλε από τα χέρια της ο Στάθης, ο οποίος ήταν χαρούμενος μεν, γιατί όσα έγραφε το γράμμα ήταν ψέματα, θυμωμένος όμως με τη μνηστή του, που τον έκανε να περάσει αυτή τη δυσάρεστη ψυχολογική δοκιμασία.
Μετά από μένα η μάνα αγριεμένη γύρισε και είπε στην ξαδέρφη: «Δεν ντρέπισι μ' αυτό που έκανις; αλλά φαίνιτι είσι πουλύ φίου - φίου (άμυαλη) κι αν συνεχίσεις έτσι θα του χάσεις τούτου του καλό πιδί». Εκείνη στενοχωρημένη είπε ότι, το έκανε για πλάκα και πλησιάζοντας το Στάθη του ζήτησε συγνώμη και τον φίλησε κι έτσι όλα «μέλι - γάλα» γι' αυτούς, μόνο εγώ είχα τύψεις για ότι έκανα.
Οι μέρες πέρασαν του υπόλοιπου εκείνου του καλοκαιριού, όπως πρώτα. Η ξαδέρφη Ειρήνη συνέχισε να έρχεται τα καλοκαίρια στο σπίτι μας με τα ίδια φερσίματά της, παρ' όλες τις συμβουλές της μάνας μου να σοβαρευτεί, απαντώντας σ' αυτές με κείνο το ναζιάρικο: «Γιατί τι κάνω καλέ θεία;».
Το τρίτο καλοκαίρι από τον αρραβώνα της, που ήρθε κοντά μας κι ενώ ο Στάθης είχε μετατεθεί σε άλλο μέρος της Ελλάδας, μας είπε ότι χώρισε. Κι ενώ η μάνα της έλεγε ότι, «εγώ συνέχεια σου τό' λεγα ότι δεν θ' αντέξει για πολύ τα καμώματά σου», εγώ νόμιζα ότι, συνέβαλα στο χωρισμό τους με το ανώνυμο γράμμα μου. Αισθάνομαι δε ακόμα ένοχος για την άθελά μου εκείνη ενέργεια, έστω κι αν η Ειρήνη παντρεύτηκε άλλον, έκανε παιδιά και σήμερα είναι μια ευτυχισμένη γιαγιά.