Ευτελισμός μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρα μας!

on .

Όταν ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πολυτεχνείο της Τουλούζης, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο συνολικός αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών δεν ξεπερνούσε τους ογδόντα και για τα πέντε Τμήματα του Πολυτεχνείου. Η Γαλλική Κυβέρνηση τους παρείχε όλα τα μέσα με στόχο τη δημιουργία μιας πνευματικής δεξαμενής από την οποία θα αντλούσε διακεκριμένα στελέχη για την έρευνα και την επιστήμη, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς και την κρατική διοίκηση εν γένει. Τα κριτήρια εισαγωγής στον κύκλο αυτό σπουδών ήταν πολύ αυστηρά με αποτέλεσμα να γίνονται δεκτοί οι πτυχιούχοι με άριστα, κατά προτεραιότητα, και αν έμεναν κενές λίγες θέσεις τις συμπλήρωναν με άλλους με βαθμό όμως, ανώτερο του οκτώ, αν η μνήμη μου δεν με απατά.
Ο τρόπος αυτός επιλογής μου θυμίζει το χωριό μου όταν, στα γυμνασιακά μου χρόνια, η μάνα μου, μου έδινε το δρεπάνι για να μαζέψουμε τα «μεγάλα και ζωηρά στάχυα, που ξεχώριζαν από τη μάζα», γιατί αυτά ήταν «καρπερά» και θ’ αποθηκευόταν για τη σπορά της επόμενης χρονιάς, ώστε να έχουμε, καιρού επιτρέποντος, καλή παραγωγή.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι στο πνεύμα αυτό γίνεται η σταχυολόγηση των αρίστων στη Γαλλία, ώστε τα μυαλά αυτά να γίνουν καθηγητές, ερευνητές, εφευρέτες και αποτελεσματικοί managers κρατικών οργανισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Στο ίδιο πνεύμα, στη δεκαετία του 1990 η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδότησε τους μεταπτυχιακούς κύκλους στα κράτη – μέλη, ώστε να δοθεί η ευκαιρία ν’ αναδειχθούν και να αξιοποιηθούν τα άριστα μυαλά για την ανάπτυξη όλων των χωρών της. Η χώρα μας όμως και τα Πανεπιστήμιά της ποια εκπαιδευτική πολιτική εφήρμοσαν επί του προκειμένου; Σε ποιά σχετική μεταρρύθμιση προέβησαν; Δυστυχώς σε καμία άξια λόγου.
Όλως αντιθέτως, δημιουργήθηκαν εκατοντάδες μεταπτυχιακοί κύκλοι σπουδών με χιλιάδες μεταπτυχιακούς φοιτητές, υποβαθμίζοντας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μέχρις ευτελισμού, το σκοπό και τους στόχους για τους οποίους προοριζόταν η δημιουργία τους. Τα κριτήρια επιλογής υπήρξαν χαλαρά και υπερβάσιμα για χιλιάδες πτυχιούχους. Τα προγράμματα σπουδών, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν και παραμένουν στο επίπεδο των προπτυχιακών μαθημάτων αντί να είναι αυστηρά προκεχωρημένα και εξειδικευμένα. Η συντριπτική πλειοψηφία των διδασκόντων (ΔΕΠ) βολεύονταν στα εύκολα έναντι και κάποιου επιμισθίου, αφού το ακροατήριο, ανομοίας προέλευσης, επέβαλλε την ανάγκη διδασκαλίας βασικών μαθημάτων. Οι προσερχόμενοι μεταπτυχιακοί φοιτητές, άνεργοι και αδιόριστοι, είδαν τον κύκλο αυτό σαν ένα εφόδιο για να αποκτήσουν περισσότερα μόρια προκειμένου να προσληφθούν στο δημόσιο και σε κάποιο κρατικό οργανισμό. Ελάχιστοι εξ αυτών είχαν πράγματι έφεση για να γίνουν ερευνητές και να προωθήσουν την επιστήμη και την επιχειρηματικότητα και απέδειξαν αυτή τους την έφεση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Δυστυχώς όμως, αντί το αρμόδιο υπουργείο και τα Πανεπιστήμια, να περιορίσουν τον αριθμό των μεταπτυχιακών κύκλων σπουδών ως και τον αριθμό των εισαγομένων, ώστε να τους παρασχεθούν περισσότερα μέσα και διευκολύνσεις έπραξαν, ακριβώς το αντίθετο, με κατάληξη την υποβάθμισή τους και την απαξίωσή τους. Σήμερα, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές πληρώνουν αυτό τον κύκλο σπουδών αφού η χρηματοδότηση από την Ε.Ε. κόπηκε και το δημόσιο ταμείο χρεωκόπησε. Ποιοι όμως έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν; Τι τους εξασφαλίζει ο μεταπτυχιακός τίτλος; Πλην – ορισμένων – εξειδικευμένων, οι υπόλοιποι παρέχουν απλώς μόρια για διορισμούς μέσω ΑΣΕΠ. Δηλαδή απώλεια και χρόνου και χρήματος.
Έτσι οι κυβερνώντες με την ανοχή των Πανεπιστημίων εκτροχίασαν εκ βάρθρων ένα θεσμό που θα επέτρεπε στους «αριστείς» να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας, να προωθήσουν την έρευνα και την επιστήμη, να εφεύρουν, να μεταφέρουν και να εφαρμόσουν νέες τεχνολογίες, να εισάγουν καινοτόμες δράσεις, να δημιουργήσουν Ινστιτούτα Ερευνών και να καταστήσουν τη χώρα διεθνές κέντρο εκπαίδευσης, προσελκύοντας ξένους φοιτητές και πτυχιούχους με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας.
Θα διερωτηθεί όμως κανείς για ποιους «αριστείς» και για ποιές «αριστείες» κάνουμε λόγο όταν η εκπαιδευτική πολιτική έχει ως βάση την ισοπέδωση των πάντων προς τα κάτω; Το «άριστα» αποτελούσε κίνητρο και για αναβολή στράτευσης και για υποτροφίες ΙΚΥ και άλλων ευαγών Ιδρυμάτων, και για αποδοχή τους σε Πανεπιστήμια ή ερευνητικά Ινστιτούτα του εξωτερικού. Η «ευγενής άμιλλα» ήταν, είναι και θα είναι στοιχείο προόδου, ως αναλλοίωτη διαχρονικά «Αρχή». Όσοι την αγνοούν μόνο προοδευτικοί δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν. Όσοι όμως έχουν τη δύναμη (Κυβερνήσεις και Υπουργοί) όχι μόνο να την αγνοούν, αλλά και να την «τσαλαπατούν» εν ονόματι δήθεν της ισότητος και της κατάργησης προνομίων… διαπράττουν εθνικό έγκλημα βαρύτατης μορφής.
Ενώπιον αυτής της εγκληματικής ισοπέδωσης, αυτού του συστηματικού υποβιβασμού της άμιλλας και του υγιούς ανταγωνισμού προς την αριστεία, πού είναι οι αναμενόμενες αντιδράσεις της πνευματικής ηγεσίας του τόπου μηδέ της Ακαδημίας εξαιρουμένης; Γιατί τόση σιωπή; Πώς να την ερμηνεύσει κανείς; Δεν γνωρίζουν ότι η σιωπή, όταν γνωρίζεις το έγκλημα σημαίνει ενοχή; Η παρεμβολή εμποδίων στην ανάδειξη των αρίστων είναι περισσότερο καταστροφική για το μέλλον της χώρας από οποιαδήποτε οικονομική κρίση και την καταδικάζει σε μόνιμο μαρασμό και μόνιμη στασιμότητα αφού οδηγεί σε πρόωρο θάνατο την ελπίδα που έπρεπε να πεθαίνει τελευταία.