Η αλλαγή στην πολιτική ζωή…

on .

Μιλώντας τις προάλλες, στη Βουλή των Εφήβων –ένα θεσμό που καθιέρωσε ο Απόστολος Κακλαμάνης– ο σημερινός Πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, τους επισήμανε ότι: «Με την πολιτική ασχολείται κανείς αν θέλει να αλλάξει την κοινωνία και τη ζωή του ταυτόχρονα».
Νομίζω πως η άποψη αυτή του Προέδρου της Βουλής θα ήταν πιο σωστή, αν έλεγε πως με την πολιτική ασχολείται κανείς αν θέλει να αλλάξει την κοινωνία, αφού πρώτα έχει αλλάξει τον εαυτό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε, στη συνέχεια, να αλλάξει την κοινωνία προς το καλύτερο και να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις του καιρού και του τόπου του. Θα θυμάστε μάλιστα, από τα μαθητικά σας χρόνια, πως ο σκληρός αγώνας που διεξήγαγε, στην αρχαιότητα ο Σωκράτης εναντίον των σοφιστών, συνίστατο στο γεγονός ότι υπόσχονταν στους πολίτες να αλλάξουν την κοινωνία, χωρίς πρώτα να έχουν αλλάξει τον εαυτό τους.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στα νεότερα χρόνια, με τους πολιτικούς που, από άγνοια, σκοπιμότητα ή καιροσκοπισμό, δεν έχουν κατανοήσει το ιδεολογικό βάθος που κρύβεται στον αγώνα του Σωκράτη. Συμβαίνει ιδιαίτερα –και μάλιστα επαναλαμβανόμενο-  σε χώρες, σαν τη δική μας, όπου η σύσταση του Κράτους έγινε, ύστερα από ιδιάζουσες συνθήκες, με τη γνωστή παρέμβαση των λεγόμενων «Προστατίδων Δυνάμεων», σε βαθμό μάλιστα που έκανε τον παλιό σατιρικό ποιητή να διακηρύξει:
«Κανείς δεν έμεινε Γραικός,
ο ένας είναι Άγγλος,
Μώσκοβος ειν’ ο δεύτερος
κι ο τρίτος είναι Γάλλος».
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε στα χρόνια του Εμφύλιου, μάλιστα δε το 1947, τότε που η επικυριαρχία στη χώρα μας περιήλθε από τους Άγγλους στους Αμερικανούς. Ίσως κάποιοι να έχετε ακούσει για το γνωστό Πρεσβευτή της Αμερικής στην Ελλάδα, ονόματι Πιουριφοϊ, της δεκαετίας του 1950.
Επισκέφθηκε στο νοσοκομείο τον ετοιμοθάνατο Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο. Γεμάτοι αγωνία τον περίμεναν, κατά την έξοδο, οι δημοσιογράφοι ζητώντας πληροφορίες για την τύχη της κυβέρνησης, και, κατ’ επέκταση, της χώρας. Και εκείνος, χωρίς καμιά δυσκολία –όπως ανέγραψε τότε ο τύπος– τους απάντησε:
«Μην ανησυχείτε· για χώρες, όπως η Ελλάδα, έχουμε προβλέψει για πενήντα χρόνια».
Και η «πρόβλεψη» αυτή επιβεβαιώθηκε σε λίγο. Μετά το θάνατο του Παπάγου, αντί να συνέλθει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Συναγερμού και να εκλέξει το νέο αρχηγό και πρωθυπουργό τα ανάκτορα έδωσαν –ασφαλώς όχι από δική τους πρωτοβουλία– εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κων/νο Καραμανλή, ενώ ως διάδοχοι του Παπάγου αναφέρονταν οι αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης Στεφανόπουλος ή Κανελλόπουλος· και έτσι φτάσαμε στο σχηματισμό της ΕΡΕ, που κυβέρνησε την Ελλάδα επί 8 χρόνια. Και όταν, μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, την οποία οργάνωσε το γνωστό τότε παρακράτος, ο Καραμανλής διαπίστωσε τι γινόταν πίσω από την πλάτη του, αναφώνησε: «Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο»;
Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Ήταν, θυμάμαι, 13 Ιουλίου 1965, προπαραμονή της αποστασίας. Συναντήθηκα, στο Συνέδριο της ΟΛΜΕ στην Αθήνα, με το γνωστό συγγραφέα και εκπαιδευτικό Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον οποίο είχα γνωρίσει ως φοιτητής, παρακολουθώντας μαθήματα στα «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια» που αυτός είχε ιδρύσει. Είχε γίνει αισθητή η ρήξη ανακτόρων και κυβέρνησης. Τον ρώτησα σχετικά με την κατάσταση, και εκείνος μου απάντησε. Τα αίτια της ρήξης είναι βαθύτερα: Νόμιμος διάδοχος στην Ένωση Κέντρου ήταν ο Κων/νος Μητσοτάκης, ήλθε φυτευτός ο Ανδρέας. Είναι και οι δυο αξιόλογοι άνθρωποι, αλλά η εξουσία, και προπαντός οι ξένες παρεμβάσεις, φθείρουν και διαφθείρουν τους ανθρώπους.
Και αυτή η συνέχεια είναι, επίσης γνωστή. Αποστασία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Καραμανλής, Ανδρέας. Ο τελευταίος μάλιστα ήρθε στην εξουσία με βασικό σύνθημα την «ΑΛΛΑΓΗ». Σ’ αυτήν πιστέψαμε κάποιοι απ’ την αρχή, άλλοι αργότερα, και έτσι η «ΑΛΛΑΓΗ» κατέκτησε την εξουσία. Οπωσδήποτε, τα πρώτα χρόνια, ξεκίνησε, όπως όμως στη συνέχεια διαπιστώσαμε αρκετοί από αυτούς που την είχαμε πιστέψει απ’ την αρχή, και όπως διεξοδικά, και με αναμφισβήτητα στοιχεία, παρουσιάζει στο βιβλίο του, ένας απ’ τους πρωτεργάτες της στον τομέα της Υγείας, ο Παρασκευάς Αυγερινός, «Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΝΩΡΙΣ».
Ακολούθησαν οι επίγονοι· και τι δεν υποσχέθηκαν: εκσυγχρονισμούς, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα πήγαιναν τον τόπο μπροστά, ρήξεις με το παρελθόν και το κατεστημένο. Και πού μας οδήγησαν;
Εκεί που βρισκόμαστε σήμερα. Στη χρεοκοπία και στη διεθνή ανυποληψία. «Πάτε να κάνετε τη χώρα μας Ελλάδα», έλεγε, πριν λίγο καιρό, Ευρωπαίος ηγέτης, σε πολιτικό του αντίπαλο.
Ό,τι γινόταν μέχρι σήμερα στο όνομα της Αλλαγής –και δυστυχώς ό,τι γίνεται και σήμερα– αυτό ήταν θυσία στο βωμό της εξουσίας, των προσωπικών επιδιώξεων και των κομματικών συμφερόντων.
Ένα μόνο παράδειγμα για να καταλάβετε τι γινόταν και τι γίνεται στη χώρα μας. Η έννοια της Αλλαγής τον καιρό του ΠΑΣΟΚ είχε ταυτιστεί με την Απλή Αναλογική και είχε περιληφθεί στο περίφημο «Συμβόλαιο με το Λαό». Αυτοί όμως που ασχολήθηκαν τότε με «την πολιτική» και υποσχέθηκαν «να αλλάξουν την κοινωνία», δεν είχαν φροντίσει πρώτα «να αλλάξουν τη ζωή τους». Έτσι, ό,τι άλλαξαν, από ένα σημείο και μετά, το άλλαξαν προς το χειρότερο.
Και για να τελειώνουμε: «Πάγιο αίτημα της Αριστεράς» –και κάθε υγιώς σκεπτόμενου δημοκράτη πολίτη– η καθιέρωση της Απλής Αναλογικής. Η Ριζοσπαστική Αριστερά, με τις γνωστές συνθήκες, ήρθε στην εξουσία, και απ’ την πρώτη στιγμή, έπρεπε –αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015– να την καθιερώσει, οπότε θα είχε η καθιέρωσή της και το ανάλογο ιδεολογικό περιεχόμενο. Δεν το έπραξε όμως τότε που έπρεπε· τώρα που το επιδίωξε και το επέβαλε, τα κίνητρα είναι άλλα και έχουν σχέση με την εξουσία.
Ποιο, λοιπόν, είναι το συμπέρασμα;
Ο Μάρξ, πριν από πολύ καιρό είχε διακηρύξει, πως την κοινωνία για να την αλλάξεις -όπως μας είπε ο Πρόεδρος της Βουλής– πρέπει πρώτα να την κατανοήσεις. Υπό τις σημερινές συνθήκες αυτό, αν δεν είναι αδύνατο είναι δύσκολο. Ούτε απασχολεί, άλλωστε, τους πολιτικούς μας. Αυτοί ενδιαφέρονται βασικά για την εξουσία, η κατάκτηση και η διατήρηση της οποίας είναι και ο βασικός τους στόχος. Αυτό ένας απλός πολίτης μπορεί να το κατανοήσει, αν θελήσει –αφού θα έχει αλλάξει πρώτα τον εαυτό του– λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Ριζοσπαστική Αριστερά εναγκαλίστηκε, προσφέροντας θυσία στο βωμό της εξουσίας, τα κατάλοιπα της ακροδεξιάς του Καμμένου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον τόπο. Την εξήγηση για όσους δεν το έχουν καταλάβει, την έδωσε πριν από λίγο καιρό η πρώην Πρόεδρος της Βουλής Ζώη Κωνσταντοπούλου, η οποία είπε σε συνέντευξή της: Ρώτησα τον Αλέξη Τσίπρα, πριν απ’ τον πρώτο σχηματισμό της κυβέρνησης: «Είναι αλήθεια ότι θα βάλεις υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Πάνο Καμμένο»; Και αυτός μου απάντησε: «Δυστυχώς, ναι». Αυτό ποτέ δε διαψεύστηκε. Και ο νοών νοείτω...