Ένα… υστερόγραφο για τους Ολυμπιονίκες μας!

on .

l Και τώρα που έσβησαν οι λάμψεις και τα φώτα, που σίγησαν οι τηλεοράσεις, που σταμάτησαν οι πανηγυρισμοί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο θα ήθελα, όπως το οφείλουμε, στον απόηχο, να σταθούμε σ’ αυτά τα παιδιά που μας έκαναν περήφανους. Να τα συγχαρούμε από καρδιάς γιατί έκαναν να ξεδιπλωθεί και να κυματίσει η ταπεινωμένη γαλανόλευκη, να ακουστεί στα πέρατα ο μισοξεχασμένος εθνικός μας ύμνος, να ξεφύγουμε για λίγο από τον εφιάλτη της κρίσης, να χαμογελάσουμε επιτέλους!
Να ξαναθυμηθούμε το «Αιέν αριστεύειν» των προγόνων μας και να ξαναφέρουμε στη ζωή μας την ξεχασμένη λέξη «Αριστεία», ένα με τη φύση των Ελλήνων. Αλλά να κάνουμε και την αυτοκριτική μας. Ίσως μας βοηθήσει!
Και διάλεξα από όλους τους πανάξιους αθλητές και ολυμπιονίκες μας να σταθώ στην «Άννα και το νταμάρι της». Γιατί η Άννα που μας χρύσωσε, μας ελέγχει κιόλας. Η Άννα Κορακάκη, η 20χρονη κοπέλα από τη Δράμα με τις ιδιαίτερες επιδόσεις, που είχε παιδικό της όνειρο το Ολυμπιακό μετάλλιο και κανείς δεν της έδωσε σημασία. Πόση θέληση, πόσο πείσμα, πόσος αγώνας, πόσες αγωνίες, πόσες δυσκολίες, πόση παγωνιά. Κι εμείς οι άλλοι, οι απ’ έξω οι Έλληνες, ούτε ξέραμε ούτε φανταζόμαστε, ούτε υποψιαζόμαστε πώς ζέσταινε τα παγωμένα χέρια της η Άννα!
Και την άντεχε αυτή του καιρού την παγωνιά η Άννα, την άλλη δεν άντεχε του Δήμου, της Πολιτείας. Που την αγνοούσε, που την προσπερνούσε, που την απαξίωνε, που δεν την χρειαζόταν, που δεν την πονούσε, σαν νάταν παραπαίδι, κι όχι μια Ελληνίδα με ικανότητες, με θέληση, με πείσμα, με όραμα ν’ ακουστεί ο Εθνικός μας ύμνος στην Οικουμένη.
Γιατί η Χρυσή Άννα με τα λόγια της, με τη στάση της, με την αξιοπρέπειά της μας ελέγχει και δεν το αντέχουμε! Χαρίζει το μετάλλιο σ’ αυτούς που την στήριξαν πριν και σ’ αυτούς που δεν θα την ξεχάσουν αύριο. Μεστά λόγια ενός παιδιού χωρίς μικροψυχία, χωρίς ίχνος κακίας, φορτωμένα με περηφάνεια αλλά και πίκρα.
Θα σε συμβούλευα, Άννα μου, να χαρίσεις και να κρεμάσεις το Γαλανόλευκο χρυσό μετάλλιό σου σε κάποιο σημείο στο νταμάρι της τουριστικής Δράμας, στο δικό σου νταμάρι, γιατί εκεί είναι η θέση του, όπως και η καρδιά σου! Άλλωστε πρόσθεσες και στο λεξιλόγιό μας μια καινούργια λέξη. Γιατί πόσοι άκουσαν, πόσοι ξέρουν τι είναι το «νταμάρι»; Αν μπορούσε αλήθεια να μιλήσει το νταμάρι…
Όμως δεν είσαι η μόνη Άννα! Και οι συνάδελφοί σου στο σκοπευτήριο των Ασπραγγέλων στο Ζαγόρι την ίδια αδιαφορία αντιμετωπίζουν, αφού ο χώρος που θα ήταν κόσμημα και πόλος έλξης των τουριστών, αφέθηκε για περίπατο των αγελάδων! Το νταμάρι της Άννας στη συνείδησή μου συμβολίζει το νταμάρι το πέτρινο κι ακατέργαστο της αδιαφορίας μας.
Αν μπορούσε κανείς να καταγράψει τις ιδιαίτερες στιγμές των Ολυμπιονικών μας αλλά και των άλλων αθλητών μας που δεν βραβεύτηκαν θα έβλεπε, θα γνώριζε πως ο δρόμος τους δεν ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα, ούτε νεράιδες ύφαιναν στον ύπνο τους όνειρα για διάκριση. Ο δρόμος ήταν μια δύσκολη κι απότομη ανηφόρα. Με στερήσεις, χωρίς την άνεση και πολυτέλεια των συναθλητών τους άλλων χωρών, σε χώρους ακατάλληλους, κρύους, βρώμικους. Σε αίθουσες γυμναστικής με υποτυπώδη μέσα οι προπονήσεις και η ετοιμασία τους, χωρίς μία στοιχειώδη οικονομική βοήθεια και διευκόλυνση και το κυριότερο χωρίς μια ηθική στήριξη.
Και κατάφεραν και διακρίθηκαν και νίκησαν. Κι ήταν η νίκη τους θρίαμβος γιατί νίκησαν τους συναθλητές τους με το ψυχικό σθένος τους αφού κατάφεραν και νίκησαν τους αριθμούς «κι ανέτρεψαν τη δύναμη του χρήματος και διέλυσαν την ψυχολογία της υποταγής και της παράδοσης».
Κανένα απ’ τα παιδιά αυτά σίγουρα δεν θα άλλαζε το μετάλλιό του με χρήματα. Έτσι σαν τους αθλητές της Ολυμπίας που αγωνίζονταν για ένα κλαδί ελιάς, τον κότινο, και οι πόλεις γκρέμιζαν τείχη να διαβούν οι Ολυμπιονίκες. Στην Ελλάδα που γέννησε τους Ολυμπιακούς αγώνες το «νους υγιής εν σώματι υγιεί» δεν ισχύει. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ούτε τα δυνατά μυαλά ούτε τα δυνατά και καλογυμνασμένα κορμιά έχουν αξία, τύχη, μέλλον αν δεν τα ακολουθούν τα… παρεπόμενα!
Κι εμείς έτσι τώρα, από την άνεση του καναπέ του σπιτιού μας και την εκπληκτική εικόνα της σύγχρονης τηλεόρασης, στα μετόπισθεν, δακρύβρεκτοι θέλουμε να κλέψουμε λίγη από τη δόξα τους. Θυμηθήκαμε ότι είμαστε Έλληνες και το χρυσό το πήρε μια Ελληνίδα. Ξαφνικά όλος ο πολιτικός κόσμος θυμήθηκε τους Έλληνες αθλητές, απανωτά τα συγχαρητήρια κι οι υποσχέσεις.
Πότε τάχα θα συνέλθουμε οι Πανέλληνες και θα συνειδητοποιήσουμε ότι εδώ γεννήθηκε η Ολυμπιακή ιδέα, εδώ ακούστηκε ο Ολυμπιακός ύμνος κι αν δεν γκρεμίζουν σήμερα τείχη, εκείνο που μένει να γκρεμίσουμε είναι η αδιαφορία, η μικροψυχία μας κι η υποκρισία.
Ας παύσουν οι μικρόψυχοι, γιατί οι Ολυμπιονίκες και οι αθλητές μας γίνονται οδοδείκτες της σημερινής νεολαίας και μας στέλνουν το δικό τους μήνυμα: «Στηρίξτε μας, είμαστε παιδιά σας, παιδιά της Ελλάδος, σταθείτε δίπλα μας, δώστε μας βοήθεια και κουράγιο, μη μας απογοητεύετε»!
Και θυμάμαι τώρα όχι χωρίς ενοχή και πίκρα τους αθλητικούς αγώνες μεταξύ των μαθητών των σχολείων των γειτονικών χωριών εκείνου του καιρού. Στην εποχή μιας άλλης Ελλάδας που προσπαθούσε να ορθοποδήσει, ποιος νοιαζόταν για αθλητισμό και καλές τέχνες τη δεκαετία του ’60; Τι να έλεγες στους γονείς, τι να τους συμβούλευες τότε που ο δάσκαλος δίδασκε όλα τα μαθήματα, καθώς δεν υπήρχαν ειδικότητες – κι είχε το παιδί όλη τη μέρα στα χέρια του και το έπλαθε και το καμάρωνε σαν παιδί δικό σου και το ήξερε καλά; Τι τολμούσαμε να πούμε εμείς οι δάσκαλοι και με ποιο δικαίωμα;
Τότε που έτρεχε σαν το ελάφι ο Λευτέρης της Χάιδως και πηδούσε στο αυτοσχέδιο «σκάμα» που μόνοι μας φτιάχναμε με μια δρασκελιά 2-3 οργιές. Κι οι άλλοι που στη σκυταλοδρομία άρπαζαν σαν σκυλιά τη «σκυτάλη» στο στόμα και… χάνονταν. Τι να έλεγες στη μάνα και σε κείνο τον φευγάτο ολημερίς πατέρα, ότι είναι ταλέντο ο γιος του στο στίβο και πρέπει να τον προσέξει, που σαν σκόλαγε το σχολειό, φορτώνονταν με βία την μάλλινη σάκα και τραβούσε κατά το βουνό που καρτερούσε ο πατέρας «να βαρέσει τα πρόβατα για άρμεγμα»…
Κι ο Νίκος που «σκαπετούσε το λιθάρι» που βούιζε και τόχανες απ’ τα μάτια σου! Κι ο Μήτσιος που καθισμένος στο πιο ψηλό βράχο ανάσταινε νεκρούς με τη φλογέρα του! Κι ο Παντελής που πελεκούσε –δεκάχρονο- με το σουγιά κλίτσες, μαχαίρια, κουτάλες! Κι ο Τόλης που έκανε απανωτές τούμπες στα άχυρα στ’ αλώνια και στέκονταν ύστερα ακίνητος, άγαλμα. Κι ο Ιάσονας που σκαρφάλωνε στην κορυφή του κυπαρισιού της εκκλησιάς και λύγιζε την κορφή του, ένα με το λιανό κορμάκι του, πάνω κάτω πολλές φορές ενώ οι άλλοι από κάτω έτρεμαν από το ύψος και την αποκοτιά του! Κι άλλες φορές ανέβαινε στο χείλος του πηγαδιού βάθους 10 μ. γεμάτο νερό κι έτρεχε γύρω – γύρω ασταμάτητα κόβοντας την ανάσα!
Κι η Μαριγούλα που σε ζωγράφιζε ζωντανή ενώ δίδασκες και τα γράμματά της στο δίριγο τετράδιο ξεπερνούσαν και του Τυπογραφείου! Κι η Νίκη, που με τεράστια υπομονή, κολούσε ένα – ένα τους σπόρους του ρυζιού, της φακής του φασολιού στο σκίτσο του χαρτονιού, φτιάχνοντας ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό!
Κι όταν κουβεντιάζοντας με τις μάνες και τις γιαγιάδες στο σοκάκι, έφερνα την κουβέντα στο ταλέντο των παιδιών μου έκοβαν το βήχα. «Οι κουπέλις είνι για του σπιτ, να παντρευτούν να κάνουν φαμπλιά. Να υφαίνουν στον αργαλιό και να τραγδάν, κυρά Λεν’ κι τα πιδιά να φλάξουν το βιός τους. Πριμαντόνες θα γένουν, να γυρνάν στα πανγύρια ή να φκιάνουν αγίους να χάσουν το μυαλό τ’ς»;
Και θυμάμαι κάποτε, σ’ ένα χωριό των Γρεβενών, όταν τόλμησα να πω στον πατέρα μιας υπέροχης φωνής: «Κυρ-Κώστα η Θυμιούλα είναι για τη “σκάλα του Μιλάνου” κελαηδάει», μου απάντησε κοφτά: «Α όλα κι όλα κυρά δασκάλα, σ’ αγαπάμε σ’ εκτιμάμε αλλά μην λες τέτοια κι τ’ς σκών’ς τα μυαλά. Ιγώ μια σκάλα ξέρου, στου Ζαγόρ στου Βραδέτου. Εκεί ήταν τζιομπάνος ένας μπάρμπας μ’ στα “στείρα” των Τσμαναίων»…
Όλα αυτά τα παιδιά που ενώ είχαν μια φανερή κλίση προς κάποια μορφή αθλητισμού και καλών τεχνών, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα βοηθήσει, να τα οδηγήσει, να τα στηρίξει. Τους συναντάω γονείς και παππούδες σήμερα και μου εξομολογούνται το παράπονό τους: «Κυρία, γιατί δεν έλεγες στον πατέρα να με πάει παραπέρα… Εσένα σ’ άκουγε…». Να γιατί ντρέπομαι που δεν έκαναν ένα βήμα παραπέρα, όσο μπορούσα, κι ας έβλεπα πως για άλλα είσαστε γεννημένοι!
Κι όσοι σήμερα σταδιοδρόμησαν γυμναστές, αθλητές, ζωγράφοι, σκηνοθέτες, γλύπτες, μουσικοί, ένας Θεός ξέρει με πόσες δυσκολίες, με πόσες στερήσεις, με πόσο αγώνα, με πόσες απογοητεύσεις και πόνο έφτασαν να διακριθούν. Χωρίς τη βοήθεια ούτε της πολιτείας ούτε των άλλων δομών της κοινωνίας.
Όλοι έχουν να διηγηθούν, τη δική τους μικρή και πικρή ιστορία, σαν μυθιστόρημα. Πολλοί απόκαμαν και ξεστράτισαν, συμβιβάστηκαν και πορεύτηκαν όπως – όπως, παραμερίζοντας το όνειρο, καϋμός και βαρύ φορτίο στην ψυχή τους σ’ όλη τους τη ζωή. Στην Ελλάδα του τότε ήταν δύσκολο να ξεπεράσεις τα ταμπού και στην Ελλάδα του σήμερα πρέπει νάχεις πίσω σου όνομα, χρήμα, χορηγούς και διασυνδέσεις για να αναγνωρισθούν οι ικανότητες και τα ταλέντα σου!
Να γιατί νιώθω ενοχή σαν εκπαιδευτικός για τα αηδόνια, τους ζωγράφους, τους σκαλιστές, τους δρομείς, τους παραμυθάδες που πέρασαν από τα χέρια μου όλα αυτά τα τριάντα τόσα χρόνια και δεν τους βοήθησα να πάρουν ένα άλλο δρόμο.
Και θέλω, τώρα νιώθω την ανάγκη να απολογηθώ! Αν μπορούσα να κλείσω στην αγκαλιά μου τα φετεινά καλογυμνασμένα κορμιά, αλλά και τα δικά μου τα πιτσιρίκια, να υποκλιθώ μπροστά τους και να ζητήσω μια μεγάλη συγγνώμη, πράγμα που όφειλε να κάνει κι η πολιτεία, γιατί δεν τα βοηθήσαμε δεν τα στηρίξαμε ούτε υλικά ούτε ηθικά κι αυτά μας δόξασαν.
Δεν μας μένει παρά να δακρύσουμε όχι μόνο από περηφάνεια, αλλά κι από ντροπή.