Ποιος ενδιαφέρεται για τους Έλληνες που ζουν στη φτώχεια;

on .

Διερωτήθηκα, αν άκουσα καλά! Άλλαξα τηλεοπτικό σταθμό, για να το ακούσω για άλλη μια φορά. Το άκουσα δυο και τρεις και πέντε φορές. Είναι αλήθεια! Αφού το λέει ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, θα είναι αλήθεια. Για κάθε πρόσφυγα, λέει, δαπανά το κράτος 15.000 ευρώ. Είπα να μην δεχτώ αυτό τον ισχυρισμό και να δεχτώ ότι δαπανώνται 12.000 ευρώ. Μα, αν είναι έτσι, μια εξαμελής οικογένεια προσφύγων με 72 έως 90.000 ευρώ το χρόνο, θα μπορούσε να πάει να μείνει στο Χίλτον.
Μήπως, σκέφτηκα πάλι, όλος αυτός ο θόρυβος για «αλληλεγγύη» και «ανθρωπισμό» είναι το προκάλυμμα, για να «ενισχύσουν» κάποιοι τους τραπεζικούς ή άλλους λογαριασμούς τους; Γι’ αυτό τόση μεγάλη προθυμία από πολλούς δήμους για να «φιλοξενήσουν», σε σκηνές και σε λάσπες, τους πρόσφυγες; Γι’ αυτό ξεφύτρωσαν τόσες πολλές ΜΚΟ (μη «κερδοσκοπικές» οργανώσεις);
Και οι 25 με 30 χιλιάδες άστεγοι Έλληνες πολίτες της Αθήνας, οι Ελληνικές οικογένειες που οδηγήθηκαν, τόσο από τις προηγούμενες όσο και από αυτή την για πρώτη φορά Κυβέρνηση της Αριστεράς, στην απόλυτη φτώχεια, είναι σκουπίδια για το Κράτος; Ποιος ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς τους ανθρώπους που βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη κυριολεκτικά στο δρόμο, αφού έχασαν τη δουλειά τους ή έβαλε λουκέτο η επιχείρηση –δική τους ή άλλου – στην οποία δούλευαν; Να πάνε να γίνουνε πρόσφυγες, ώστε να τραβήξουν την προσοχή και  το ενδιαφέρον των αρμοδίων;
Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα, στο οποίο οδηγείται ένας πολίτης με κοινό νου: ότι για να ενδιαφερθούν οι κάθε φορά Κυβερνώντες αυτόν τον τόπο ή όσοι άλλοι ασκούν κάποιο δημόσιο «λειτούργημα» για τους εξαλθιωμένους και τους μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, πολίτες, θα πρέπει να έχουν κάποιο προσωπικό όφελος, συνήθως οικονομικό.
Για να επιβιώσει μια οικογένεια στην Ελλάδα σήμερα, με την ακρίβεια, την ανεργία, τη φτώχεια, τις συνεχείς κα διαδοχικές περικοπές μισθών και συντάξεων, περικοπές που σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασαν και το 50% (χάσαμε τον λογαριασμό, αφού κάθε μήνα γίνεται και περικοπή), και τη βαρύτατη φορολογία, πόσα χρήματα χρειάζεται;
Ένα κατώτατο αφορολόγητο όριο θα έπρεπε να καθοριστεί από την πολιτεία με βάση τις βασικές υποχρεώσεις (ΔΕΗ, νερό, τηλέφωνο, ενοίκιο, φαγητό, ενδυμασία, παιδεία, υγεία, και ελάχιστη ψυχαγωγία), μιας τετραμελούς οικογένειας και αυτό να μένει απαραβίαστο.
Ήδη ο Πλάτων, στο δεύτερο σχήμα της πολιτείας που σχεδίασε, προτείνει να υπάρξει νόμος που θα καθορίζει το όριο της φτώχειας («πενίας ὅρον») - που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ένας γεωργικός κλήρος που θα του εξασφαλίζει τα προς το ζην αναγκαία – το οποίο όριο «δεῖ μένειν καὶ ὅν ἄρχων οὐδείς οὐδενὶ ποτε περιόψεται ἐλάττω γινόμενον» (που θα πρέπει να μένει το ίδιο και που δεν θα μπορεί κανένας πολιτικός ποτέ να παραβλέψει, με συνέπεια να γίνεται λιγώτερο για οποιονδήποτε πολίτη), και επομένως να μπορεί να επιβιώσει. Στην πολιτεία του δεν επιτρέπονται ούτε οι παμπλούσιοι ούτε οι πάμπτωχοι, όχι μόνο για ηθικούς και ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και επειδή αυτή η ακραία αντίθεση συνιστά αποσταθεροποιητικό παράγοντα. Η ύπαρξη απόρων προϋποθέτει την ύπαρξη κλεφτών.
Πιστεύουμε ότι οι Έλληνες πολίτες έχουν τουλάχιστον τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι πρόσφυγες και οι λαθρομετανάστες και ότι είναι χρέος της Πολιτείας να δείξει το ίδιο ενδιαφέρον και φροντίδα για όλους αυτούς, που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν να ζουν στις γωνιές των σπιτιών, στους δρόμους, στα παγκάκια της Αθήνας, στην φτώχεια και την απόλυτη εξαθλίωση. Να δώσει και σε αυτούς, τους  Έλληνες πολίτες, τα αντίστοιχα που δίνει στους «φιλοξενούμενους», αν όχι 15 ας είναι και 12 χιλιάδες ευρώ το μήνα. Άνθρωποι είναι και αυτοί!