Το καράβι βουλιάζει αλλά βουλιάζει για όλους μας!

on .

Από τον αθηναϊκό τύπο (4 – 10 – 2016) αντιγράφω ένα απόσπασμα από τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, τις οποίες έκανε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, κατά τον καθιερωμένο αγιασμό, για την έναρξη της νέας βουλευτικής περιόδου:
"Σας ευχόμαστε καλή δύναμη – είπε ο Αρχιεπίσκοπος απευθυνόμενος στους πατέρες του Έθνους – με πολλή φρόνηση και πολλή σύνεση σε ό,τι λέμε και ό,τι κάνουμε. Τα σπίτια μας καίγονται κι εμείς τραγουδάμε. Το καράβι βουλιάζει, αλλά για όλους μας”.
Προφανώς οι παραπάνω δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου έγιναν με αφορμή τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει τελευταία ανάμεσα στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και στην ηγεσία της Εκκλησίας, σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία. Μια διαμάχη την οποία εμείς οι απλοί πολίτες, που δεν γνωρίζουμε άλλωστε την ουσία του θέματος, ώστε να μπορούμε μετά γνώσεως λόγου, και με την ανάλογη συναίσθηση της ευθύνης, να πάρουμε θέση και να αποδώσουμε το δίκαιο εκεί που ανήκει, δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε, τη στιγμή μάλιστα που, όπως είπε ο Αρχιεπίσκοπος, “τα σπίτια μας καίγονται” και “το καράβι βουλιάζει”. Δε χρειάζεται άλλωστε “πολλή φρόνηση”, ούτε “πολλή σύνεση” – για να χρησιμοποιήσω τις φράσεις του κ. Ιερώνυμου- για την επίλυση ενός τέτοιου θέματος. Απλή φρόνηση χρειάζεται. Και τέτοια θέλω να πιστεύω υπάρχει ανάμεσα σε εκλεκτούς εκκλησιαστικούς ηγέτες και σε εκλεκτούς ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι με ευθύνη Πολιτείας και Εκκλησίας μπορούν και πρέπει να συγκροτήσουν μια Επιτροπή που “με περίσκεψη και αιδώ” θα μπορέσει να βρει την πρέπουσα λύση και γι’ αυτό το θέμα, που ταλανίζει σήμερα – μαζί με τις τηλεοπτικές άδειες – την ελληνική κοινωνία, ενώ “τα σπίτια μας καίγονται” και “το καράβι βουλιάζει”.
“Το καράβι βουλιάζει, αλλά βουλιάζει για όλους μας”, δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος. Πιστεύω πως η φράση αυτή του αρχιεπισκόπου, για να γίνει κατανοητή από όλους μας, χρειάζεται δυο μικρές διαφοροποιήσεις.
4 Διαφοροποίηση πρώτη:
Το καράβι – που λέγεται Ελληνικό Κράτος άρχισε να μπάζει νερά, εδώ και πολύ καιρό, και ήταν νομοτελειακά καθορισμένο πως αργά ή γρήγορα μια μέρα θα βούλιαζε. Και αυτή ημέρα έχει ήδη φτάσει. Αυτό δε χρειαζόταν “πολλή φρόνηση” και “πολλή σύνεση” για να το συνειδητοποιήσει κάποιος. “Η κραυγή των πλησιαζόντων γεγονότων” – όπως θα έλεγε ο Καβάφης ήταν τόσο ηχηρή, ώστε μόνο αν δε ήθελες, δεν μπορούσες να την ακούσεις:
4 Διαφοροποίηση δεύτερη:
“Το καράβι βουλιάζει, αλλά δε βουλιάζει μονάχα για όλους μας”· βουλιάζει με ευθύνη όλων μας. Εδώ, πιστεύω, βρίσκεται η ουσία του θέματος. Όσοι, τυχόν, έχετε διαβάσει την “Ασκητική” του Καζαντζάκη, την αντιλαμβάνεστε, με τη φράση του:
“Να αγαπάς την ευθύνη και να λες· αν ο κόσμος χαθεί, υπεύθυνος θα είμαι εγώ και μονάχα εγώ”. Ας το πάρουμε, λοιπόν, απόφαση, και ας βρούμε κάποτε το θάρρος να το ομολογήσουμε: Για ό,τι έγινε, όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, που δεν έπρεπε να γίνει, και ό,τι δεν έγινε, που έπρεπε να γίνει, υπεύθυνοι είμαστε όλοι μας, χωρίς καμιά εξαίρεση.
Ευθύνεται πρώτα η πολιτειακή ηγεσία του τόπου· δηλαδή ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Είχαμε μέχρι τώρα τόσους Προέδρους της Δημοκρατίας – έχουμε, αν δεν κάνω λάθος, εν ζωή, τέσσερις – όμως ουσιαστική Δημοκρατία ως “μορφή διακυβέρνησης που βασίζεται στους θεσμούς”, όπως είναι το Σύνταγμα και οι νόμοι που συμφωνούν με αυτό, ούτε είχαμε μέχρι σήμερα, ούτε σήμερα έχουμε. Και μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι περιορισμένες· όμως αρμοδιότητά του, συνταγματικά μάλιστα κατοχυρωμένη (άρθρο 33), ηθικά και πολιτικά υποχρεωτική – αφού δεσμεύεται με όρκο, είναι “να φυλάσσει το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνά για την πιστή τους τήρηση”. Όταν αυτό δεν το τηρεί, μολονότι γνωρίζει συγκεκριμένες περιπτώσεις που του έχουν καταγγελθεί, κατά τις οποίες η πολιτική ηγεσία – νομοθετική και εκτελεστική – για λόγους σκοπιμότητας παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα, τότε φέρνει ακέραια την ευθύνη για μια τέτοια ουσιαστική παράλειψη.
Ευθύνεται, έπειτα, η πολιτική ηγεσία – νομοθετική και εκτελεστική -  για το γεγονός ότι, με τις πράξεις της και τις παραλείψεις της έχει οδηγήσει τον τόπο στη σημερινή τραγική κατάσταση. Έχει όμως ένα διπλό ελαφρυντικό: πρώτα το γεγονός – αν λάβουμε ιδίως υπόψη τα τελευταία χρόνια – ότι την εξουσία της χώρας την αναλαμβάνει κάποιος, όχι τόσο γιατί αξίζει, αλλά γιατί έχει αποτύχει ο προηγούμενος, οπότε η μια αποτυχία διαδέχεται την άλλη. Έχουμε, όλα αυτά τα χρόνια, πολιτική ηγεσία προϊόν της αποτυχίας. Έπειτα το γεγονός ότι εμείς οι απλοί πολίτες – εθισμένοι σε ένα κράτος πελατειακό – δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά καταψηφίζουμε τον ένα και ψηφίζουμε τον άλλο, τις περισσότερες φορές εντελώς άκριτα.
Ευθύνεται, επίσης, και η εκκλησιαστική ηγεσία, όπως, άλλωστε, φαίνεται και από τη φράση του Αρχιεπισκόπου “τα σπίτια μας καίγονται, και εμείς τραγουδάμε”. Πιστεύω όμως πως η ευθύνη της είναι περιορισμένη, γιατί ο ρόλος της σε μια συντεταγμένη Πολιτεία είναι με σαφήνεια καθορισμένος και όπου τυχόν τον παρεμβαίνει, χωρίς να έχει την ανάλογη αρμοδιότητα, εκεί η ευθύνη βαρύνει την πολιτική ηγεσία του τόπου.
Ευθυνόμαστε, τέλος, και πάνω απ’ όλους, εμείς οι πολίτες. Συχνά “χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ”, με την παραμικρή ευκολία, κατηγορούμε τους πολιτικούς στους οποίους αποδίδουμε την ευθύνη για ό,τι γύρω μας συμβαίνει και μας αφορά άμεσα. Αυτό το κάνουμε είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα. Αν όμως είχαμε διαβάσει το Γεώργιο Σκληρό, τον πρωτοπόρο αυτό Έλληνα σοσιαλιστή, θα συμφωνούσαμε με την άποψή του:
“Καλά, Λαέ, - γράφει – όλα αυτά που λες καλά και άγια, αλλά πώς συμβαίνει αυτοί τους οποίους εσύ ο ίδιος εκλέγεις, να είναι συμφεροντολόγοι, ατομικιστές, αριβίστες, ρουσφετολόγοι, ελαστικοί στις ιδέες και στα καθήκοντά τους”; Από πού βγήκαν αυτοί; Πέσανε από τον ουρανό ή είναι σάρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών σου”;
Και τότε, θα μου πείτε, τι κάνουμε;
Αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε, όπως πορευτήκαμε μέχρι τώρα, δεν κάνουμε τίποτε. Ο αφορισμός του Θουκυδίδη, απ’ τη μακρινή αρχαιότητα, θα μας συνοδεύει και θα είναι μάλιστα καταλυτικός για το μέλλον του τόπου μας:
“Των οικιών υμών εμπιμπραμένων, υμείς άδετε”.