Ο Στρατηγός…

on .

Έμπλαξα (συνάντησα) τον Τούρκο «στρατηγό» Ταχήρ Οσμάν Καραντάν στα περίχωρα της πλατείας Ταξίμ Κωνσταντινουπόλεως, καθώς ήταν πατόκορφα κι εντυπωσιακά παρασημοφορημένος˙ με λίγα ελληνικά και νοήματα, του ’δωσα να καταλάβει, πως θα ’θελα να τον φωτογραφίσω. Προφανώς, από τα λίγα ελληνικά αντελήφθη την εθνικότητά μου, αλλά, κρατώντας τα προσχήματα, με ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά για την εθνικότητά μου και τον ακριβή τόπο
καταγωγής.  «Από  τα  Γιάννινα»,  απάντησα.  Το  πρόσωπό του παράδοξα έλαμψε. «Γειά σου, συμπατριώτη μου», είπε και με χαιρέτησε στρατιωτικά (φωτο).
Τι διαβολεμένη σύμπτωση. Οι παππούδες του εν λόγω Στρατηγού ήταν Τουρκογιαννιώτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη με την απελευθέρωση (1912 - 13). Από τότε δεν έπαυε να θεωρεί την πόλη, πόλη των παππούδων του και των παιδικών του χρόνων. «Τζάνεμ», άρχισε στα πεταχτά «η πόλη, με μας, ήταν ένα κομψοτέχνημα γεμάτη με μπαχτσέδες και μυρωδικά. Η λίμνη πεντακάθαρη. Απαντούσες εντός της Κιπρίνια, Γλύνια, Μαρίτσια, Δρομίτσες, Τσίμες, Χέλια, Πίνες (είδος οστράκου), καραβίδες, καβούρια, ιχθυολογικά αγαθά, που χόρτασε κόσμο και κοσμάκη. Χώρια ο ορνιθολογικός της πλούτος. Το κάστρο, δε, χάριζε σε όλα μια ιδιαίτερη οντότητα. Ενώ, σήμερα με σας, τι είναι; Η λίμνη ένας κοπρόλακκος ομβρίων, καταροκανισμένη περιμετρικά από τους ντόπιους βουσμάνους. Και η πόλη απόλυτα τσιμεντοποιημένη, δίχως κάποια γωνιά ελκυστική, δίχως ανακύκλωση ή διαχείριση σκουπιδιών».
Και που’σαι, μου πέταξε φεύγοντας, «τι ’ναι κείνες οι γελοιότητες που κατακλύζουν περιμετρικά το παραλίμνιο, το πάρκο και το Πνευματικό σας Κέντρο; Γελοιότητες που τις παρουσιάζετε ευσχήμως, σ’ ένα αδαές και αδιάφορο κοινό ως γλυπτική τέχνη; Και καλά, οι προτομές, είναι κάτι και κρύβουν μια ιστορία. Αυτές οι καρα - κατούρες τι είναι; Ούτε το τίποτα από το τίποτα. Έτσι, μπρε, είναι η γλυπτική τέχνη; Έτσι σέβεστε την αρχαία σας παράδοση; Άι σιχτίρ, εξαφανίστε τα από κει, να μη μειώνουν το κύρος της τέχνης και τη σοβαρότητα της πόλης σας».
Ευχαρίστησα τον Τουρκογιαννιώτη Στρατηγό για την φωτογραφική πόζα και συνέχισα τις περιφορές μου πέριξ της πλατείας Ταξίμ. Πριν από το 1955, έσφυζε εδώ η ελληνική παρουσία με το ελληνικό εμπόριο. Τούτη η επιλεκτικότητα και η πολιτιστική ευγένεια εξερέθισε, καθώς φαίνεται, τους νομάδες της ασιατικής στέπας. Έτσι, με αιχμή του δόρατος τον τουρκικό όχλο, την αδιαφορία του ΝΑΤΟ και της παπικής εκκλησίας, κατακρεούργησαν την ανθίζουσα αυτή ελληνική παροικία. Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινουπόλεως προ του 1955 αριθμούσε, περίπου 400.000, σήμερα περίπου 3.000.
Ύστερα από τούτο τον ολοθρεμό του γηγενούς Κωνσταντινουπολίτικου στοιχείου, ακολούθησε από τους βαρβάρους της στέπας με τα σκηνοθετημένα πραξικοπήματα, η εισβολή στην Κύπρο (1974). Και η καρπαζιά των Ιμίων με τους οσφυοκάμπτες του ΠΑΣΟΚ ν’ απευθύνουν ευχαριστίες προς τους σωτήρες Αμερικανούς. Ώσπου, κάποιοι με τη χάβρα στο νου, εισβάλλουν στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, διακόπτοντας έτσι, βίαια, ομαδική προσευχή. Κι όμως, για την πράξη τους αυτή, ύστερα από μια καθοδηγημένη απόφαση, αθωώνονται από την ελληνική δικαιοσύνη (31 Ιουλίου 1916).
Τι δηλαδή, για να είχε χαρακτηρισθεί ποινικώς κολάσιμη η πράξη τους, θα ’πρεπε οι συγκεκριμένοι σαλτιμπάγκοι να εισέλθουν στο χώρο  του Ιερού Ναού με ξεθηκαρωμένα γιαταγάνια; Μάλιστα, αυτό θα πει δημοκρατία ή αποζωοποίηση;
Έχει, όμως, την πρόθεση η Κυβέρνηση ν’ ασχοληθεί και μ’ αυτά, τα υποδεέστερα, όπως τα θεωρεί –διατάραξη κοινής προσευχής και κάτι τρέχει στα γύφτικα– όταν έχει μπροστά της εθνικής φύσεως θέματα, όπως τα καυτά κοινωνικά οπίσθια; Τι είναι αυτά; Να, δύο αγγλίζοντες τριχωτοί και μουστακαλήδες ουραγκοτάγκοι, επιθυμούν κουνιστοί και λυγιστοί, υιοθετώντας  προς τούτο κι ένα μικρό ουραγκοταγκάκι, να ενώσουν και νομίμως, τ’ αποτριχωμένα και πουδραρισμένα οπίσθιά τους.
Και η κυβέρνηση για να είναι έτσι ασορτί και με την ευρωπαϊκή ελίτ, αντί να παρακάμψει ευγενικά το θέμα, διότι τα άτομα αυτά δεν παύουν να ’ναι αδελφά και ενίοτε και δημιουργικά μέλη της κοινωνίας μας, το επισημοποιεί, δίνοντάς του με το σύμφωνο συμβίωσης, νομική υπόσταση. Μπράβο μας! Σήμερα νομιμοποιήσαμε τον κιναιδισμό και την αρσενοκοιτία κι αύριο, εφ’ όσον η κυβέρνηση διαπνέεται από ΠΑΣΟΚικά ιδεώδη, θα νομιμοποιήσουμε… κάθε Νερώνεια διαστροφή.
«Που είναι, βρε Φώκο, η Ελλάδα»; Τούτο ακριβώς με ρώτησε, πτοημένος από τα δρώμενά μας, ο καλός μου φίλος Μιχαήλ Ν. Βραζιτούλης (επιζών μαχητής της Κορέας). Κι όταν ένας τέτοιος λεβέντης Βοβουσιώτης κι ακραιφνής Έλληνας εκφράζει τις ανησυχίες του για τα εθνικά μας θέματα κατ’ αυτόν τον εύγλωττο αγωνιώδη τρόπο, τότε δε μπορεί παρά κάτι το σαθρό να συμβαίνει στο κράτος της καρακλεφταρίας.
Έλληνες εγερθείτε, δεν είσθε δουλοπάροικοι σ’ αυτή τη χώρα…