Ραιημόν Καρτιέ: Ο αγώνας της Ελλάδος κατά του φασισμού άλλαξε την πορεία του πολέμου…

on .

Ο διαπρεπής Γάλλος δημοσιογράφος Ραιημόν Καρτιέ έγραψε «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου». Η εξιστόρησή του είναι συναρπαστική. Αυτό φαίνεται και στο τμήμα που αναφέρεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Το κείμενο αυτό είναι μέρος από την συναρπαστική εξιστόρηση του μεγάλου πολέμου.
«Ένα τελευταίο γεγονός ήλθε να καταστήσει τον Οκτώβριο 1940 έναν από τους μοιραίους μήνες, ένα μήνα που άλλαξε την πορεία του πολέμου. Μετά τη συνομιλία του με τον Πεταίν, ο Χίτλερ παρέμεινε δύο ημέρες στο Μοντουάρ (Γαλλία). Το σχέδιο «Θαλάσσιος Λέων» για την κατάληψη του Γιβραλτάρ δεν είχε εγκαταλειφθεί ακόμη, παρά την αποτυχία της συνάντησής του με τον Φράνκο στο Χεντόυ. Ο Χίτλερ διατηρεί ελπίδες ότι η στάση του ισπανού δικτάτορα Φράνκο θα μεταβληθεί με την πειθώ ή με τον εκφοβισμό.
Εναντίον των Ρώσων, μία ομάδα αξιωματικών του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου μελετά ένα σχέδιο εκστρατείας με τόση μυστικότητα, ώστε τους απαγορεύεται απολύτως να γράψουν τίποτε σχετικά με το θέμα αυτό. Από την άλλη μεριά ο Ρίμπεντροπ επαγρυπνεί για τη συμμαχία την οποία κολακεύεται να πιστεύει ότι δημιούργησε (με τον Μολότωφ). Ανησυχεί για την ένταση που δημιουργήθηκε στις γερμανοσοβιετικές σχέσεις εξαιτίας της εισόδου γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία και εισηγείται στον Χίτλερ μία συνάντηση με τον Στάλιν. Ο χίτλερ απέρριψε αυτή την εισήγηση, αλλά εξουσιοδότησε τον Ρίμπεντροπ να γράψει στον Στάλιν και να του ζητήσει, όπως αποστείλει στο Βερολίνο τον Μολότωφ.
Όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί ακόμη ενώπιον του Χίτλερ. Ένα μόνον πράγμα τον απασχολεί: Έλαβε από το Μουσολίνι μία επιστολή ανησυχητική. Ο Ντούτσε παραπονείται κατά της Ελλάδος, ομιλεί περί προκλήσεων τις οποίες δεν μπορεί να ανεχθεί. Η Ελλάδα έχει ως δικτάτορα τον πολύ γερμανόφιλο Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε συλληφθεί το 1917 από τους Συμμάχους και όλες οι συμπάθειές του προσανατολίζονται προς τις ολοκληρωτικές δυνάμεις. Άλλωστε, ο Χίτλερ είναι αντίθετος σε κάθε εμπλοκή στα Βαλκάνια. Μέχρι νεωτέρας διαταγής, θέλει να αποφύγει κάθε τι που θα έδινε στη Ρωσία λόγους ανησυχίας και προσχήματα επεμβάσεως. Είναι μάλιστα πολύ το ότι βρέθηκε υποχρεωμένος να λάβει στρατιωτικά μέτρα για διαφύλαξη των πετρελαίων της Ρουμανίας. Πρέπει να συγκρατήσει τον Μουσολίνι, αλλά χωρίς να αποκαλύψει τις προθέσεις της Γερμανίας.
Από το Μοντουάρ, ο Ρίμπεντροπ τηλεφωνεί στον Τσιάνο ότι ο Φύρερ επιθυμεί συνάντηση με τον Ντούτσε σε μία πόλη της βόρειας Ιταλίας. Η συνάντηση ορίστηκε για τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου στη Φλωρεντία… Εκείνο που δεν υπολόγισε ο Φύρερ ήταν το έντονο αίσθημα φιλοτιμίας που εξώθησε τον συνεταίρο του να τον θέσει με τη σειρά του ενώπιον τετελεσμένου γεγονότος. Στις 14 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι ρώτησε τον αρχηγό του Επιτελείου στρατηγό Μπαντόλιο πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να νικηθούν οι Έλληνες. Εκείνος του απάντησε ότι χρειάζονταν είκοσι μεραρχίες και χρόνος τρεις μήνες. Έπειτα, ο Μπαντόλιο τόλμησε να τον ρωτήσει τι θα σκέπτονταν οι Γερμανοί για το σχέδιο εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος. Ο Μουσολίνι οργίστηκε: Μήπως τον συμβουλεύτηκε αυτόν ο Χίτλερ όταν επιτέθηκε στην Πολωνία, στη Νορβηγία, στη Γαλλία; Λογάριασε ποτέ τις νόμιμες βλέψεις του συμμάχου του; Εκείνος, ο Μουσολίνι, φρονεί ότι η Ελλάδα πρέπει να προσκολληθεί με μόνιμο τρόπο στη στρατηγική σφαίρα της Ιταλίας. Θα προσαρτήσει την Ήπειρο, την Κέρκυρα, τα Ιόνια νησιά, θα εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, αδιάφορο αν αυτό αρέσει ή όχι στους Άγγλους. Οι εχθροπραξίες πρέπει να αρχίσουν το αργότερο στις 28 Οκτωβρίου. Οι στρατηγοί παρακαλούνται να είναι έτοιμοι…
Επί οκτώ ημέρες ο στρατάρχης Μπαντόλιο ανθίσταται συνεχώς. Λαμβάνει από τους αρχηγούς του στόλου και της αεροπορίας δυσμενείς εκθέσεις για τον πόλεμο. Προβάλλει ως δικαιολογία την εποχή και τα χιόνια της Ηπείρου. Αναφέρει ότι δεν έχει παρά μόνο οχτώ μεραρχίες στην Αλβανία και ότι η κατάσταση των λιμανιών έχει σαν συνέπεια μεγάλη καθυστέρηση στη μεταφορά των αναγκαίων άλλων δώδεκα μεραρχιών.
Όλες του αυτές οι αντιρρήσεις έχουν ως μόνο αποτέλεσμα την οργή του Ντούτσε. Κραυγάζει ότι δεν ανέχεται την ντροπή του να είναι αρχηγός Ιταλών οι οποίοι φοβούνται τους Έλληνες. Λέει στον Τσιάνο (γαμπρός του Μουσολίνι στην κόρη του και υπουργός των Εξωτερικών) ότι θα δεχθεί την παραίτηση του Μπαντόλιο, αν του υποβληθεί. Αλλά ο στρατάρχης δεν υποβάλλει παραίτηση. Ο πόλεμος επίκειται…
Στις 27 Οκτωβρίου, ο Χίτλερ φεύγει από το Μοντουάρ. Στο Ιβουάρ του Μεζ, σταματούν το τραίνο του και του επιδίδουν μία προσωπική επιστολή του Μουσολίνι. Είχε φθάσει πριν από δύο ημέρες στην ιταλική πρεσβεία του Βερολίνου, αλλά οι γερμανικές αρχές δεν επέτρεψαν να την μεταφέρει στο Φύρερ. Η επιστολή αναγγέλλει ότι ο Μουσολίνι έλαβε την απόφασή του και ότι ο πόλεμος κατά της Ελλάδος πρόκειται να αρχίσει αμέσως.
Το τραίνο επιταχύνει την πορεία του. Έρχεται η νύχτα. Στο Μόναχο, επιδόθηκε στον Φύρερ ένα τηλεγράφημα. Ο πρίγκιπας Μπίσμπαρκ, επιτετραμμένος στη Ρώμη, αναφέρει ότι τον κάλεσε ο Τσιάνο για να λάβει γνώση για ένα τελεσίγραφο, το οποίο επρόκειτο να επιδοθεί στην Ελληνική Κυβέρνηση την τρίτη πρωινή ώρα: Η Ιταλία καταγγέλλει τη συνωμοσία της Ελλάδος με την Αγγλία και για να θέσει τέρμα σ’ αυτήν, αξιώνει την κατοχή εδαφών, τα οποία θα προσδιορίσει κατ’ αρέσκειαν. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει τρεις ώρες για να απαντήσει. Στις έξι το πρωί, αν δεν γίνει υποταγή άνευ όρων, θα αρχίσουν οι εχθροπραξίες…
«Δεν είμεθα ήδη πολύ εύθυμοι, έπειτα από την αποτυχίαν μας εις το Χεντάγιε και το φιάσκο του Μοντουάρ. Η νέα αυτή είδησις μας έδωκε την ιδίαν θερμότητα που είχε και το προώρως χιονισμένο τοπίον διά μέσου του οποίου ετρέχαμεν προς την Ιταλίαν». Αφηγείται ο Σμιτ ο προσωπικός γιατρός του Φύρερ πηγαίνοντας στην Ιταλία για το ραντεβού Χίτλερ – Μουσολίνι στην Φλωρεντία στη Βόρεια Ιταλία. «Η αστυνομία έσπευδε εις τον τόπον του εγκλήματος, όπως συνήθως, διά να φθάσει πολύ αργά».
Στη Φλωρεντία, ο σταθμός είναι διακοσμημένος μεγαλοπρεπώς. Ο Μουσολίνι περιμένει, φουσκωμένος από υπερηφάνεια, και μόλις είδε τον Χίτλερ περιχαρής του λέει: «Φύρερ, προχωρούμε. Τα στρατεύματά μου μπήκαν νικηφόρα στην Ελλάδα το πρωί στις έξι». Έπειτα, καθώς βλέπει τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του συμμάχου του, συνεχίζει: «Μην ανησυχείτε. Όλα θα τελειώσουν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες»… Δεκαπέντε ημέρες αργότερα τα μουσολινικά στρατεύματα βρισκότανε σε πλήρη υποχώρηση σε όλη τη γραμμή του μετώπου.
Σύμφωνα με το σχέδιο του ιταλικού επιτελείου, η ενάτη στρατιά έπρεπε να βαδίσει προς την Θεσσαλονίκη περνώντας από την Φλώρινα και την Έδεσσα. Επωφελούμενοι του βραχώδους εδάφους και των χιονοπτώσεων, οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν και προχώρησαν να καταλάβουν στα νώτα των Ιταλών τον κόμβο των δρόμων της Κορυτσάς. Μία γρήγορη, εξαιρετικά ραγδαία υποχώρηση των Ιταλών, έσωσε την ενάτη στρατιά από ολική αιχμαλωσία…
Η ενδέκατη στρατιά είχε αποστολή να καταλάβει την Ήπειρο και έπειτα να στραφεί προς τα αριστερά και να φθάσει στην Αθήνα. Η αντίσταση των Ελλήνων, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου, υπήρξε εύκολη και αποφασιστική. Προσαρμόστηκαν αμέσως στον ορεινό πόλεμο, εφάρμοσαν από ένστικτο την τακτική της διείσδησης, περιφρόνησαν με εξαιρετική οικειότητα τις κακοκαιρίες που παρέλυσαν τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί δεν κατώρθωσαν ούτε να πλησιάσουν τα Ιωάννινα. Στις 11 Νοεμβρίου η ήττα τους είχε συντελεσθεί. Οι δυνάμεις τους αναδιπλώνταν άτακτα σε μια αλυσίδα υψωμάτων μεταξύ της λίμνης Οχρίδας και της θάλασσας του Ιονίου, με την προσπάθεια να καλύψουν την Αυλώνα και τα Τίρανα»…
* * *
Ο τίτλος του παραπάνω τμήματος από την ιστορία του Ραιημόν Καρτιέ είναι: «Ο αγώνας της Ελλάδος κατά του φασισμού άλλαξε την πορεία του πολέμου».
Η εγκυρότερη επιβεβαίωση προέρχεται από τους δικαζομένους στη δίκη της Νυρεμβέργης (1945-1946), ο Γουλιέλμος Κάιντελ: Αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου, στην απολογία του είπε: «Αν δεν υπήρχε η αντίστασις των Ελλήνων και η καθυστέρησις δύο ζωτικών μηνών, άλλη θα ήταν η έκβαση του πολέμου και άλλοι θα εκάθηντο στο εδώλιο που κάθομαι εγώ σήμερα».
Ο ίδιος ο Χίτλερ είπε: «Χάριν της ιστορικής δικαιοσύνης, είμαι υποχρεωμένος να διαπιστώσω, ότι εκ των αντιπάλων, οίτινες μας αντεμετώπισαν, μόνον ο Έλλην στρατιώτης επολέμησε με ΠΑΡΑΤΟΛΜΟΝ ΘΑΡΡΟΣ και ΥΨΙΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΙΝ προς τον ΘΑΝΑΤΟΝ».
Ο Στρατάρχης του Σοβιετικού στρατού Γκιόρκι Ζούκωφ: «Εάν ο ρωσικός λαός κατόρθωσε να ορθώσει αντίσταση μπροστά στις πύλες της Μόσχας, να συγκρατήσει και να ανατρέψει το Γερμανικό χείμαρρο το οφείλει στον Ελληνικό λαό που καθυστέρησε τις Γερμανικές μεραρχίες όλον τον καιρό που θα μπορούσαν να μας γονατίσουν. Η γιγαντομαχία της Κρήτης υπήρξε το αποκορύφωμά της».
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ, σε ομιλία του από ραδιοφώνου είπε: «Οι Έλληνες εδίδαξαν την διά μέσου των αιώνων αξιοπρέπεια. Όταν όλος ο κόσμος είχε χάσει κάθε ελπίδα ο Ελληνικός λαός ετόλμησε να αμφισβητήσει το αήτητον του Γερμανικού τέρατος, αντιτασσοντας το υπερήφανο πνεύμα της ελευθερίας».
Είναι εκατοντάδες οι έπαινοι, οι δηλώσεις και τα εγκώμια μεγάλων και επισήμων ανδρών. Κυρίως, όμως, πρέπει να επισημάνουμε τα εγκώμια μεγάλων πολιτικών, τα οποία συνοδεύονταν και με υποσχέσεις βαρύγδουπες ότι η Ελλάδα θα αμείβονταν για τις θυσίες της και τη συμβολή της στη συντριβή των εχθρών της ελευθερίας των λαών.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και οι μεγάλες υποσχέσεις για δικαίωση των αγώνων της Ελλάδας ξεχάστηκαν. Τα αισθήματα λύπης και αγανάκτησης του Ελληνικού λαού ερμηνεύει και εκφράζει θαυμάσια το τραγούδι της θρυλικής τραγουδίστριας της νίκης Σοφίας Βέμπο: «Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά οι σύμμαχοι στη μοιρασιά, κάμε κουράγιο Ελλάδα μας, να μη μας αρρωστήσεις, γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις…». Και σε ένα άλλο τραγούδι λέει με κάποιο σαρκασμό: «…Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα, η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα κι ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχύσαμε να μας καθίσουν στο σκαμνί γιατί νικήσαμε!..».
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ, ο οποίος είπε το γνωστό απόφθεγμα: «Στο μέλλον θα λέμε: Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Λίγο αργότερα έδωσε και μία μεγάλη υπόσχεση: «Ας μείνει ήσυχη η Ελλάδα, θα πάρει όσα της ανήκουν, θα αποκτήσει τα εδάφη της στο ακέραιο, θα ζήσει υπερήφανη και ηρωική ανάμεσα στους νικητές». Και στις 21 Νοεμβρίου 1940 «Η Ελλάδα αναμένει από εμάς έργα και όχι λόγια…».
Πόσο ειλικρινής ήταν, όταν έλεγε αυτά αποδείχτηκε στη διάσπεψη των τεσσάρων, όταν οι νικητές μοίρασαν τον κόσμο (σφαίρες επιρροής) ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, κυνικότατα και ανενδοίαστα επρότεινε να δοθούν τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία… Τότε σηκώθηκε θυμωμένος ο Ιωσήφ Στάλιν και είπε στον Εγγλέζο: «Αυτά τα νησιά θα τα πάρουν πίσω οι Έλληνες διότι τους ανήκουν… και συνέχισε: Αυτοί πολέμησαν τον Χίτλερ και συνέτριψαν τον Μουσολίνι, ενώ οι Τούρκοι ήταν σύμμαχοί τους».
Τότε, παρενέβει και ο αείμνηστος Στρατηγός Ντε Γκωλ, ο οποίος είπε: «Συμφωνώ απολύτως με τον Ιωσήφ, η Δωδεκάνησος ήταν και θα ξαναγίνει Ελληνική». Έτσι δόθηκε η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα…