Οι διαχρονικές βλέψεις της Ιταλίας στην Ήπειρο...

on .

Στην ιστορική έρευνα είναι γνωστή η διαχρονική επιδίωξη της Ιταλίας, από την ίδρυσή της και εξής, ελέγχου του ενιαίου Ηπειρωτικού χώρου και οι συνεχείς παρεμβάσεις της για τη μη ένταξη του βόρειου τμήματός της στον εθνικό κορμό. Στην κατεύθυνση αυτή η Ιταλία ουδέποτε απέστη του ελέγχου της Αδριατικής και του Ιονίου μέσω της ναυτιλίας και του εμπορίου και όχι μόνο. Συν τοις άλλοις, εκμεταλλευόμενη τον εθνικό διχασμό, κατέλαβε τον Αύγουστο του 1916 τη Χειμάρρα και το Τεπελένι, ενώ μέχρι τα τέλη του ίδιου χρόνου επέκτεινε την κατοχή της σε ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο εκμεταλλευόμενη την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων.
Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν τα Ιωάννινα στις 26 Μαΐου 1917. Από τις αρχές του έτους αυτού είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την Κακαβιά, το Δελβινάκι, την Κόνιτσα και τη Σαγιάδα. Στις 3 Ιουνίου 1917 η Ιταλία κήρυξε την ενοποίηση και ανεξαρτησία της Αλβανίας, κάτω από ιταλική προστασία, υποκινώντας ταυτοχρόνως τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού στην κατεύθυνση διεκδίκησης “αλβανικών περιοχών” της Θεσπρωτίας έως την Πίνδο, οι οποίες -κατά δήλωση των Ιταλών- “στέναζαν κάτω από τον ξένο ζυγό”. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1917 ο ιταλικός στρατός εγκατέλειψε τα Ιωάννινα, χωρίς όμως να πράξει το ίδιο και από στρατηγικές θέσεις όπως το Πωγώνι και φυσικά η Βόρειος Ήπειρος.
Αξίζει να επισημανθεί το γεγονός ότι κατά την κατοχική περίοδο της Ηπείρου οι Ιταλοί επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν το βλαχόφωνο στοιχείο για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών και πολιτικών τους επιδιώξεων. Στην τοπική ιστοριογραφία είναι γνωστή η συγκέντρωση των παρέδρων των βλαχόφωνων χωριών στην Αβδέλλα Γρεβενών με σκοπό την υπογραφή αίτησης προς τη Συνδιάσκεψη των Παρισίων για την παραμονή των Ιταλών στην Ήπειρο, όπως και η υποκίνηση κινήματος αυτονομίας των ρουμανιζόντων, που τελικά απέτυχε εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των ίδιων των βλαχόφωνων Ελλήνων.
Ανάλογη προσπάθεια κατέβαλαν οι Ιταλοί και στα Ιωάννινα χωρίς επιτυχία. Η παρότρυνσή τους προς το τούρκικο και εβραϊκό στοιχείο της πόλης να υπογράψουν παρόμοια αίτηση έπεσε στο κενό. Τα σύνοικα αυτά στοιχεία υπέδειξαν στους Ιταλούς να αποτανθούν στους Έλληνες, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του πληθυσμού της.
Λίγα χρόνια αργότερα, στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ιταλίας εντάχθηκε η δημιουργία αυτόνομης κρατικής οντότητας, εντός των ορίων του Ελληνικού Κράτους, υπό την ονομασία «Πριγκηπάτο της Πίνδου» και υπό ιταλική επιρροή, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Δυτ. Μακεδονίας. Στην ίδια λογική κινήθηκε και η ενίσχυση του αλβανικού εθνικισμού και αλυτρωτισμού μεταξύ των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας. Πρώτο χαρακτηριστικό βήμα ο διορισμός, από ιταλικής πλευράς το 1942, του Τζεμήλ Ντίνο ως Ύπατου Αρμοστή της Τσαμουριάς, ενέργεια που αμφισβητούσε ευθέως τις ελληνικές δομές στην περιοχή. Είναι προφανές ότι, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, προετοιμάζονταν το κλίμα για την αυτονόμηση και στη συνέχεια την ένταξη της Θεσπρωτίας στη «Μεγάλη Αλβανία». Εξού και η απόλυτη συνεργασία, πολιτική και στρατιωτική, των μουσουλμάνων Τσάμηδων με τις φασιστικές και ναζιστικές ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής αντιστοίχως.
Από τις δύο κρίσιμες αυτές περιόδους της Ηπειρωτικής διαχρονίας παραθέτω άγνωστα μέχρι σήμερα ιστορικά τεκμήρια, που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω εκτιμήσεις σχετικά με τις βλέψεις της Ιταλίας στην περιοχή της Ηπείρου. Το πρώτο αφορά την περίοδο του 1917. Πρόκειται για έγγραφο διανομής περιουσίας στο χωριό Δεμάτι Μαλακασίου (σήμερα Δήμου Ζαγορίου) με ημερομηνία 9/22 Αυγούστου 1917, προερχόμενο από το οικογενειακό αρχείο του Ηλία Κούλα.
Το σχετικό έγγραφο φέρει τη σφραγίδα της Κοινότητας Δεματίου, κατά τα προβλεπόμενα, με τις υπογραφές των συμβαλλομένων και των μαρτύρων. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη σελίδα του συμβολαίου διανομής της περιουσίας τέθηκε -και μάλιστα σε δύο σημεία- ιταλική σφραγίδα με τα στοιχεία: INTENDENZIA FINANZE JANINA (Οικονομική Εφορεία Ιωαννίνων) με ημερομηνία 7/20-8-1917, δύο ημέρες προ της υπογραφής του εγγράφου από τους ενδιαφερόμενους. Είναι προφανές ότι η πράξη αυτή των ιταλικών αρχών κατοχής αμφισβητούσε ευθέως την κυριαρχία του Ελληνικού Κράτους στην Ήπειρο, που είχε ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό από τις 21-2-1913.
Χαρακτηριστικό της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας υπήρξε και το γεγονός ότι, καθόλη τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής του 1917, στα Ιωάννινα κυμάτιζε η ιταλική σημαία. Εξού και έχει ιδιαίτερη σημασία το περιεχόμενο ενθύμισης, που αναγράφεται σε παράφυλλο Μηναίου Σεπτεμβρίου (Βενετία 1845) του Ναού Περιβλέπτου Ιωαννίνων. Το κείμενο αντέγραψε πρώτος ο Πάνος Δημ. Τζιόβας και έχει ως εξής: «1917 Σεπτεμβρίου 10. Σημειώνω διά ενθύμησιν / ότι σήμερον εξεκένωσαν την πόλιν των Ιωαννίνων / οι Ιταλοί εντελώς χθες Σάββατον εσπέρας εις τας / 5 μ. μεσημβρίαν κατέβασαν οι ίδιοι την Ιταλι/κήν Σημαίαν και οι Έλληνες ύψωσαν την / Ελληνικήν παρατεταγμένου Στρατού εξ / ενός λόχου αμφοτέρων των εθνών και πλήθους / λαού ζητοκραυγάζοντος οι Ιταλοί είχον κατα/λάβει την πόλιν των Ιωαννίνων Στρατιωτικώς και εξεδίωξαν τους Έλληνας / Δικαστικούς και Στρατιωτικούς από 26 είκοσιν εξ Μαΐου του / αυτού έτους έγραφον εν ημέρα Κυριακή / αυθημερόν ο εφημέριος της αυτής Εκκλησίας / Οικονόμος Ιωάννης Σακκελλίον εκ Κουστάν/νιανης».
Τα επόμενα ιστορικά τεκμήρια αφορούν την περίοδο μετά την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα το 1940. Πρόκειται για διοριστήρια ρουμανοδιδασκάλου (Γεώργιος Ανδρέου Νασίκας) στο Δημοτικό Σχολείο Φούρκας Κόνιτσας κατά τα έτη 1942 και 1943 και ενώ οι ελληνοδιδάσκαλοι, προηγουμένως, είχαν εκδιωχθεί βιαίως. Το πρώτο με αριθ. πρωτ. 1548/12 Απριλίου 1942 εκδόθηκε από την εδρεύουσα στη Θεσσαλονίκη ADMINISTRATIA SCOALALOR SI ELSERLCLLOR POMANE DIN GRECIA (Διοίκηση Ρουμανικών Σχολείων και Εκκλησιών στην Ελλάδα). Το δεύτερο διοριστήριο φέρει αριθ. πρωτ. 983/21 Ιανουαρίου 1943 με εκδούσα αρχή την ADMINISTRATIA SCOALEL R POMANE DIN GRECIA (Διοίκηση των Ρουμανικών Σχολείων στην Ελλάδα).
Πρέπει να επισημανθεί ότι και τις ανιστόρητες αυτές βλέψεις της ιταλικής πλευράς σε συνεργασία με τη ρουμανική προπαγάνδα στο χώρο του βλαχόφωνου ελληνισμού ακύρωσε με τη στάση της η συντριπτική πλειοψηφία των βλάχων της Πίνδου, που αντιστάθηκε με σθένος στα ανθελληνικά παιγνίδια των φερέφωνων του ιταλικού φασισμού και των ρουμανιζόντων συνεργατών τους καθόλη τη διάρκεια της κατοχής.