Σεβασμός στη Δικαιοσύνη!..

on .

➤  Γράφει ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΓΡ. ΦΟΥΣΑΣ
Δικηγόρος Αθηνών – πρώην Υπουργός

Η Δικαιοσύνη, σε κάθε δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία, είναι το τελευταίο καταφύγιο και η έσχατη ελπίδα των πολιτών της. Σ’ αυτή καταφεύγουν, τόσο οι αδικούμενοι, όσο και η Πολιτεία, αφενός μεν για συμφέροντά της, αφετέρου δε για την εμπέδωση της τάξης και της ευνομίας. Αυτά, βέβαια, υπό τη βασική προϋπόθεση, ότι όλοι μας και ιδίως οι κατέχοντες και ασκούντες την εξουσία, σέβονται απολύτως και ασφαλώς εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Άλλο, βέβαια, πράγμα είναι ο σεβασμός μιας δικαστικής απόφασης και άλλο η κριτική της ίδιας απόφασης, η οποία, ασφαλώς,επιτρέπεται και, πολλές φορές, επιβάλλεται, αρκεί αυτή να γίνεται καλόπιστα και με ευπρέπεια.
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι σε μια πολιτισμένη, οργανωμένη και δημοκρατική κοινωνία, υπάρχει σαφής διάκριση των εξουσιών, ήτοι η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική. Έτσι, η πρώτη, ήτοι η νομοθετική εξουσία ασχολείται με την ψήφιση των νόμων και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, η δεύτερη, ήτοι η εκτελεστική, ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας και τη δημόσια διοίκηση και η τρίτη, δηλ. η δικαστική εξουσία, ασχολείται με τον έλεγχο της συνταγματικότητας και της νομιμότητας των πράξεων και των νομοθετημάτων, τόσο της εκτελεστικής, όσο και της νομοθετικής αντίστοιχα εξουσίας.
Τον τελευταίο, όμως, καιρό παρατηρούνται, δυστυχώς, από την πλευρά της Κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, χαρακτηριστικά και προκλητικά φαινόμενα έλλειψης σεβασμού προς το έργο της Δικαιοσύνης, κάτι που, ασφαλώς, δεν βλάπτει μόνο τη Δικαιοσύνη, αλλά υπονομεύει και την ίδια τη Δημοκρατία. Αναφέρομαι ενδεικτικά στην αδικαιολόγητη και παντελώς αβάσιμη πειθαρχική δίωξη κατά της Εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη, στην επίσης αβάσιμη έφεση του μέχρι τώρα Υπουργού της Δικαιοσύνης κατά του τέως Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ισίδωρου Ντογιάκου, όταν είναι γνωστό, ότι και οι δύο αυτοί εισαγγελικοί λειτουργοί είναι άριστοι από κάθε πλευρά και αφοσιωμένοι στο καθήκον και το λειτούργημά τους.
Επίσης, ιδιαίτερα χαρακτηριστική και ανεξήγητη περίπτωση είναι και η πειθαρχική δίωξη εκ μέρους του πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Αθανασίου Ράντου και μάλιστα με παρανόμως αποκτηθέντα στοιχεία και το χειρότερο, ενώ εκκρεμούσε η διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες, της οποίας ήταν, ως εκ του βαθμού του, κορυφαίο μέλος. Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η ανεπίτρεπτη δήλωση του Πρωθυπουργού, ότι «δεν γίνεται να κηρυχθεί ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες αντισυνταγματικός», η οποία σαφέστατα συνιστά παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης. Επίσης, ανεπίτρεπτη ήταν και πρόσκληση από τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου των Ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων και η δημόσια υπόσχεσή του, τόσο για τα μισθολογικά των Δικαστών, όσο και για την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών, κάτι που ασφαλώς συνιστούσε ή έστω δίνει την εντύπωση ανεπίτρεπτης συναλλαγής.
Και όταν εκδόθηκε η σχετική απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο γνωστός νόμος Παππά, η αντίδραση της Κυβέρνησης δια των δηλώσεων της τότε εκπροσώπου τύπου και άλλων κορυφαίων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών, ήταν πρωτοφανώς απαράδεκτη, και έδειχνε προκλητική ασέβεια προς την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και γενικότερα προς το έργο της Δικαιοσύνης και ακόμη συνιστούσε σαφέστατη προσπάθεια χειραγώγησής της. Ακούστηκαν φράσεις και χαρακτηρισμοί από επίσημα χείλη, τα οποία δεν σημαίνουν μόνο ασέβεια προς τη συγκεκριμένη απόφαση και προς το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, αλλά κλονίζουν και τα θεμέλια της ίδιας της Δημοκρατίας. Και το χειρότερο, οι δηλώσεις αυτές είχαν παγκόσμιο δυσμενές αντίκτυπο, αφού σχολιάστηκαν, με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς, και από πολλά έγκυρα ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Γι΄ αυτό ήταν απολύτως δικαιολογημένη η αντίδραση των Δικαστικών Ενώσεων και άλλων λειτουργών και συλλειτουργών της Θέμιδας.
Βεβαίως, η Ελληνική Δικαιοσύνη έχει σήμερα πολλά λειτουργικά προβλήματα, τα οποία παραμένουν, δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, άλυτα και για τα περισσότερα, ασφαλώς, δεν ευθύνεται η ίδια, αλλά οι εκάστοτε Κυβερνήσεις και ασφαλώς και ιδίως και η παρούσα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, ότι δεν εκδίδονται σωστές αποφάσεις και πολύ περισσότερο, δεν σημαίνει, ότι η Δικαιοσύνη, που είναι και το οχυρό της Δημοκρατίας, δεν πρέπει να απολαμβάνει του προσήκοντος σεβασμού απ΄ όλους τους πολίτες και ιδίως από την Εκτελεστική Εξουσία. Εξάλλου, έχει παγκοσμίως αποδειχθεί, ότι η ασέβεια προς τη Δικαιοσύνη σημαίνει, πολλές φορές, και ασέβεια προς την ίδια τη Δημοκρατία, κάτι που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τον λαό και τους θεσμούς της. Γι΄ αυτό δεν επιτρέπεται η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο απαξίωση της Δικαιοσύνης, αλλά, αντιθέτως, επιβάλλεται απ΄ όλους και πολύ περισσότερο από τις πολιτικές ηγεσίες της χώρας και την εκάστοτε Κυβέρνηση, ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, με τη διευκρίνιση ότι άλλο πράγμα είναι ο σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων και άλλο η καλόπιστη κριτική του, η οποία είναι δικαίωμα κάθε πολίτη και ιδίως των νομικών και των πολιτικών.