Κατοχικοί γάμοι (3)...

on .

Η Τούλα ήταν μια μεγαλοκοπέλα, είχε περάσει τα τριάντα, μιας πολυμελούς γιαννιώτικης οικογένειας, νοικοκυρά και καλοσυνάτη. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και βοηθούσε τη μάνα της σε όλες τις δουλειές του σπιτιού, όπως έκαναν άλλωστε όλα τα νοικοκυροκόριτσα εκείνον τον καιρό στα Γιάννινα.
Το τυχερό της όμως για γάμο δεν είχε βγει ακόμα, ο καιρός περνούσε και τα μικρότερα αδέλφια και οι αδελφές της παντρεύονταν, άλλο με προξενιό κι άλλο με έρωτα. Η καψο - Τούλα δεν διαμαρτύρονταν, γιατί όπως έλεγε, αυτό ήταν το γραφτό της.
Η μη παντρειά της Τούλας, ήταν μεγάλο «αγκάθι» για τους γονιούς της, που ήθελαν, προτού κλείσουν τα μάτια τους, να τη δουν κι αυτή νύφη. Εκτός αυτού, ήταν και τα σχόλια του κόσμου, που έλεγαν ότι, «θα μείνει στο ράφι», μια και τ’ αδέλφια της παντρεύτηκαν γρηγορότερα.
Όλοι οι δικοί της άνθρωποι προσπαθούσαν να της βρουν γαμπρό. Ήρθε όμως ο πόλεμος και στη συνέχεια η κατοχή κι όλοι τώρα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν σιτηρά και τρόφιμα, για να περάσουν τις δύσκολες μέρες, που έρχονταν στα σπιτικά τους, οπότε η αποκατάσταση της Τούλας σχεδόν ξεχάστηκε.
Σ' αυτή την περίοδο της κατοχής έρχονταν στα Γιάννινα ο Μήτρος, ένα όμορφο χωριατόπουλο και με μουλάρι έφερνε την πραμάτεια του, την οποία πουλούσε σε μαγαζιά της πόλης μας κι αφού αγόραζε τα χρειαζούμενα για το σπίτι του γύριζε στο χωριό του.
Όλοι οι μαγαζάτορες και άλλοι γνωστοί του ξέρανε ότι, ο Μήτρος «στέκεται καλά οικονομικά» μια και στο χωριό του είχε από τον πατέρα του χωράφια, μποστάνια, πρόβατα και κότες, γι' αυτό και τα προϊόντα που έφερνε για πούλημα σ' αυτούς ήταν σιτηρά, φασόλια, φακές, τυριά κι αυγά. Οι παραπάνω όμως ξέρανε και την επιθυμία του Μήτρου να έρθει στα Γιάννινα που τόσο του αρέσανε, να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί σ' αυτά, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά.
Όταν ένας παντοπώλης, στον οποίο ο Μήτρος έφερνε για πώληση όσπρια και σιτηρά, έμαθε από ένα από τ' αδέρφια της Τούλας ότι δυσκολεύονται να βρουν τρόφιμα, για να περάσει η μεγάλη οικογένειά τους τις μέρες της μαύρης κατοχής, πρότεινε να τους κάνει το προξενιό με το χωριατάκι το Μήτρο. Έτσι και η οικογένειά τους θα σώνονταν από την πείνα, που έρχονταν στο σπιτικό τους και η επιθυμία του Μήτρου θα πραγματοποιούνταν.
Ο αδελφός της Τούλας το συζήτησε στο σπίτι τους και όλοι είπαν ότι, θα πρέπει εκείνη ν' αποφασίσει αν θα παντρευτεί το χωριάτη για τα γεννήματά του, που θ' ανακουφίσουν οικονομικά την οικογένειά τους ή αν θέλει να βρεθεί κανένας Γιαννιώτης για άντρας της.
Η Τούλα δεν αντέδρασε για τον προτεινόμενο γάμο με το Μήτρο, επειδή αυτός ήταν χωριάτης, αλλά επειδή ήταν μικρότερος της κατά τέσσερα με πέντε χρόνια, αν όμως εκείνος την ήθελε, όχι δε θα 'λεγε. Ο Μήτρος πάλι, στην κουβέντα που είχε με τον πιο πάνω μπακάλη για το γάμο του με τη μεγαλούτσικη Γιαννιώτισσα, δεν έφερε καμιά αντίρρηση, αρκεί να έρθει στα Γιάννινα και να γίνει Γιαννιώτης.
Έτσι, η συμφωνία για την παντρειά έκλεισε όταν μια Κυριακή ο Μήτρος ήρθε στο σπίτι τους με τον προξενητή και είδε την Τούλα την ώρα που τους κέρασε γλυκό του κουταλιού. Μετά από μερικές μέρες ήρθαν τα γεννήματα και τ' άλλα καλούδια από το χωριό του Μήτρου, που τώρα στα Γιάννινα τον φώναζαν Δημητράκη.
Χωρίς να χασομερήσουν ετοίμασαν και έγινε ο γάμος με χαρά και ευχαρίστηση για την Τούλα και το Δημητράκη και με μπόλικο κουτσομπολιό από τα σόγια τους, για τη διαφορά της ηλικίας τους. Αυτή όμως δεν τους εμπόδισε να κάνουν μια θαυμάσια φαμίλια και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με αγάπη και κατανόηση.
Εκείνος έκανε το μεταπράτη στα Γιάννινα και στα γύρω χωριά κι εκείνη βοηθούσε τα οικονομικά της οικογένειας κεντώντας ξένα εργόχειρα, στην αρχή με το χέρι κι ύστερα με τη μηχανή του ποδαριού. Οι μέρες και τα χρόνια περνούσαν με χαρές και λύπες, πάντα όμως με αγάπη μεταξύ της Τούλας και του Δημητράκη, που μπορεί να παντρεύτηκαν την περίοδο της μαύρης κατοχής για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αλλά τώρα ζούσαν με τα παιδιά τους αρμονικά.
Η ευτυχία τους μεγάλωσε όταν είδαν το πρώτο τους εγγόνι μετά το γάμο του μεγάλου τους γιου. Μέσα σ' αυτή τη χαρά έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ο καλός άνθρωπος ο Δημητράκης κι άφησε απαρηγόρητη την Τούλα. Και να τώρα η γιαγιά Τούλα κρατώντας από το χέρι τον εγγονό της Δημητράκη περπατάνε στην παιδική χαρά της γειτονιάς κι εκείνη θυμάται με θλίψη τον άντρα της λέγοντας μέσα της: «Θεέ μου, γιατί να φύγει τόσο γρήγορα; Θα μπορούσε να ζήσει ακόμα μια κι ήταν μικρότερος μου».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΡΑΚΗΣ