Η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζει τον πυρπολητή του Αρκαδίου

on .

Ήρθε η στιγμή που η αναγνώριση της αλήθειας, έστω και μετά από εκατόν πενήντα χρόνια, επιβλήθηκε και ήταν αρκετό αυτό για να καταστρέψει όλες τις σκευωρίες, όλες τις κακίες, τα πάθη και τις σκοπιμότητες. Έχει και αυτή την έννοια η επίσημη παρουσία της Ελληνικής Πολιτείας, του Πρώτου Πολίτη της χώρας, ο οποίος, χωρίς ενδοιασμό, με παρρησία,
κατηγορηματικά και απροσχημάτιστα, αναγνώρισε, στις 8 Νοεμ-
βρίου του 2016 στο Ρέθεμνος, τον πυρπολητή της ιστορικής Μονής Αρκαδίου «Ανωγειανό δάσκαλο και Γαριβαλδινό Επαναστάτη Εμμανουήλ Σκουλά».
Το 2003 είχα αποφασίσει να φέρω στη δημοσιότητα την απερίστροφη «Ἔκθεσιν» Μπαρουξάκη με την πεποίθηση ότι το κεφάλαιο «Ο Πυρπολητής της Μονής Αρκαδίου» είχε οριστικά περαιωθεί. Η «Ἔκθεσις», (αριθμ. 284/21 Νοεμβρίου 1866, Διπλωματικό, Ιστορικό Αρχείο, ΥΠΕΞ), του Ιωάννη Μπαρουξάκη, υποπρόξενου του Ελληνικού Βασιλείου στο Ηράκλειο, ήταν ένα μέσο, ένας τρόπος καταγραφής των γεγονότων, ήταν η διήγηση μέσα από την οποία «η μνήμη δομεί την εμπειρία». Το επίσημο αυτό έγγραφο, κατά την τότε εκτίμησή μου, έδινε τη δέουσα απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα «ποῖος ἦτο ὁ δούς φλόγα εἰς τὴν πυρίτιδα». Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα από την «Ἔκθεσιν» Μπαρουξάκη: «[...] ἀφ’ οὗ εἰσήλασαν ἐν τῇ Μονῇ πολλοί ὀθωμανοί, εἷς νέος εἰκοσιπενταετής Σκουλᾶς, ἀδελφός τοῦ ὁπλαρχηγοῦ, κατά προηγουμένην συνεννόησιν καὶ ἀπόφασιν τῶν συμπολεμιστῶν του, ἔδωκε πῦρ εἰς τὴν πυριταποθήκην καὶ ἀνέτρεψε τὴν Μονήν μεθ’ ὅλων τῶν συναδέλφων του καὶ τῶν εἰσβαλόντων ὀθωμανῶν».
Από μια τελείως διαφορετική οπτική γωνία με απλό τεκμηριωμένο γραπτό λόγο είδε τα γεγονότα του Αρκαδίου εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα κατέγραψε, τα σχολίασε και τα ερμήνευσε ο Γαριβαλδινός στρατιώτης εθελοντής και ανταποκριτής στην Κρήτη Παναγιώτης Μουτσόπουλος. Σε δύο λυτά φύλλα διαστ. 20 Χ 33 εκ. σε ευτελές χαρτί αλληλογραφίας της εποχής ο επώνυμος Γαριβαλδινός αποστέλλει την ανταπόκρισή του στο Σώμα των Γαριβαλδινών της Αθήνας στις 17 Νοεμβρίου 1866. Το κείμενο της ανταπόκρισης γραμμένο  με μαύρο μελάνι καλύπτει την πρώτη σελίδα των λυτών φύλλων. Το γραπτό αυτό τεκμήριο, με την αμεσότητα της έκφρασης, την πλήρη συμμετοχή του στις τότε εξελίξεις, με τις παρατηρήσεις, τα σχόλια και τις ερμηνείες καθώς επιχειρεί να κρατήσει ισορροπίες και αποστάσεις, από το ένα μέρος η συγκίνηση από το άλλο η αυτοσυγκράτηση, το κείμενο αυτό ως γραπτή αναφορά, ανταπόκριση, γραπτό ρεπορτάζ θα το λέγαμε σήμερα, διατηρεί αμείωτη την αξία του, την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά του. Αντιγράφω από την πρώτη σελίδα του 2ου φύλλου: «Ἐπί 6 ὁλοκλήρους ὥρας ἐξηκολούθη πεισματώδης ἀγών ὅστις κατά δεκάδες ἔστελλεν Τούρκους εἰς τὸν Ἅδην˙ ἀλλά τέλος σώσαντες τὸν μόλυβδον καὶ μὴ καταδεχθέντες νὰ κλίνωσιν γόνυ πρὸς Τοῦρκον ἄν καὶ τρίς τοῖς ἐπροτάθη νὰ παραδοθῶσι οἱ γενναῖοι ἐκείνοι μάρτυρες κατέφυγον εἰς τὴν πλέον ὑψηλήν καὶ τολμηράν ἀπόφασιν μετά τοῦ γενναίου Γαριβαλδινοῦ Ἐμμανουήλ Σκουλᾶ ἔθεσεν πῦρ εἰς τὴν ἐξ 70 βαρελίων πυριτιδοθήκην καὶ οὕτως ἀνατινάχθησαν εἰς τὸν ἀέρα ὡς ἥρωες μιμηθέντες ἤ νέαν ἔκδοσιν ποιήσαντες τῶν δραμάτων τῶν ἀντάξιων πατέρων ἡμῶν τοῦ 1821».
Υπάρχει και ο Τύπος της εποχής, που πράγματι, φιλοξενούσε επιστολές – ανταποκρίσεις, δημοσίευε παρόμοια κείμενα σε περίοπτη μάλιστα θέση των φύλλων του. Η εφ. «Αὐγή» της Αθήνας δημοσίευσε ανταπόκριση από τα Χανιά στις 3 Δεκεμβρίου του 1866 με τίτλο «Τὸ Ἀρκάδι καὶ πάλιν». Σε αντιστοιχία προς τα προηγούμενα η περιγραφή είναι η ακόλουθη: «Ἡ ἀπόφασις ἐγένετο καὶ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῆς ἀνεδέχθη […] εἷς νεανίας Κρὴς, Σκουλᾶς ὀνομαζόμενος».
Οι μαρτυρίες αυτές στο σύνολό τους δεν επιτρέπουν καμιά αμφισβήτηση για την εθελοθυσία του νεαρού επαναστάτη των Ανωγείων. Η αυτοθυσία του, πέραν της ατομικής επιλογής, εξέφραζε την απόφαση όλων των έγκλειστων συμπολεμιστών του. Ο ιστορικός πυρήνας των γεγονότων, όπως διασώθηκε από τα τεκμήρια, τις πηγές και τις μαρτυρίες, που τα ίδια τα γεγονότα μας άφησαν, δεν επιτρέπει την αποστασιοποίηση, την απάλειψη, την αλλοίωση και, εν πάση περιπτώσει, την ακύρωση της ιστορικής μνήμης.
Η ιστορική αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη και το συγκεκριμένο γεγονός είναι ένα και μοναδικό. Τα ιστορικά τεκμήρια, πριν χρησιμοποιηθούν, πριν αξιοποιηθούν υπόκεινται από τον ιστορικό ερευνητή σε λεπτομερή έλεγχο και «κριτική βάσανο». Η οποιαδήποτε κατασκευή ιστορικών μύθων είναι ανεπίτρεπτη, απαράδεκτη, αναπόδεκτη. Γι’ αυτό, άλλωστε, η αποκάλυψη του μύθου και η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας «είναι ενέργεια ανατρεπτική».
Το Ρέθεμνος και οι σύμμαχοί του επέβαλλαν για δεκαετίες, εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, τη νόθα συνταγή. Κάθε φορά επιστρατευόταν και μια μεγάλη δύναμη: η Περιήγησις στην Κρήτη, η Λογοτεχνία, οι δήμαρχοι, η Εκκλησία (ιδίως αυτή με τους εκάστοτε μητροπολίτες), η κατευθυνόμενη Ιστορία, ακόμη και η ίδια η Ακαδημία Αθηνών. Μια αμέριμνη και ανίατη υπεροψία είχε απλωθεί παντού, η οποία, παρά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις, εμπόδιζε την ανάδειξη της αλήθειας. Η αλόγιστη υποτίμηση της διανόησης της υπαίθρου, ειδικά του Δημοδιδάσκαλου που φαινομενικά και υποκριτικά θεωρήθηκε ότι ζει και κινείται σε πολύ ταπεινωτική θέση από κάθε άποψη, υλικά και πνευματικά, στάθηκε ένα ακόμη ανυπέρβλητο εμπόδιο για την προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας. Ωστόσο, ο ίδιος έμελλε να βρεθεί στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής, να αντιπροσωπεύσει το τότε παρόν και να καθορίσει το μέλλον που ερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, να προσπαθήσει να ανατρέψει το οθωμανικό καθεστώς και να καταστεί ο πρωταγωνιστής επαναστάτης μεταξύ των συμπρωταγωνιστών, συμπολεμιστών και συντρόφων του. Είχε συνειδητοποιήσει, επειδή είχε υποστεί όλες τις συνέπειες της υποδούλωσης, ότι ήταν ήδη έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες, να βρεθεί οικειοθελώς στην πρωτοπορία και να αποτελέσει, με ό,τι αυτό σήμαινε, την επαναστατική ηγεσία.
Ίσως οι παρατηρήσεις και οι υποσημειώσεις του Νικόλαου Τωμαδάκη να ισοδυναμούσαν με φραστικές ακροβασίες πάνω στο τεντωμένο σκοινί της ιστορικής θεωρίας, εντούτοις ήταν αρκετές για να αποκαλύψουν τα ψευδεπίγραφα σύμβολα, τις εντοιχισμένες επιγραφές στα βάθρα των αγαλμάτων (μια άλλη μεγάλη και άλλου είδους προσβολή ενός ήρωα που θυσιάστηκε στο Αρκάδι), που είχαν στηθεί από τις ανιστόρητες κατασκευές των συνταγματαρχών της τελευταίας στρατιωτικής δικτατορίας, τις μεταϊστορικές φαντασιώσεις και όλες τις άλλες μεγαλειώδεις σκηνοθεσίες. [Από τη γνωστή βιβλιοκρισία του Ν. Τωμαδάκη:] «ὁ δοὺς φλόγα εἰς τὴν πυρίτιδα ἦτο ὁ ἐξ Ἀνωγείων Μυλοποτάμου καὶ ἐκεῖ διδάσκαλος Ἐμμανουήλ Σκουλᾶς, […]. Φαίνεται ὅτι εἰς τοὺς τῆς ἐπαρχίας Ρεθύμνης δὲν ἦτο ἀρεστόν νὰ ἡρωοποιηθῇ Μυλοποταμίτης, […] Πάντως ὁ εἰς τὸ μέλλον ἀσχοληθησόμενος μὲ τὴν διακρίβωσιν τοῦ προσώπου τοῦ πυρπολητοῦ δέον νὰ παρουσιάσῃ γραπτάς αὐθεντικάς μαρτυρίας, […] Σχετικῶς ἄς σημειωθῇ ότι το […] λιθογράφημα παριστᾷ νέον ἀγένειον κρατοῦντα τὴν πιστόλαν καὶ ἕτοιμον νὰ πυροβολήσῃ».
Την 1η Νοεμβρίου του 2016 ο ζωγραφικός πίνακας του Ανδρέα Βλαχάκη που είχε φιλοτεχνηθεί στη Σύρο από τον Δεκέμβριο του 1866 ὼς τα μέσα του Ιανουαρίου του 1867 και ο οποίος είχε ως θέμα του την ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου από τον Εμμανουήλ  Σκουλά αντικαταστάθηκε από την «καλλιτεχνική σύνθεση» μιας εταιρίας, η οποία, ίσως, να μην αντελήφθη, ακόμη και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το μέγεθος της «παράβασης».
Το νέο «έργο», ανοσιούργημα θα το ονομάζαμε λίαν επιεικώς, όχι μόνο κακοποιεί, σκοπίμως, τον παλαιό πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί ολοφάνερη ιεροσυλία, απάτη και πλαστογράφηση της ιστορικής αλήθειας, καθώς τοποθετεί τον Γιαμπουδάκη ως πυρπολητή στην μπαρουταποθήκη.
Σήμερα, εκατόν πενήντα  χρόνια μετά, επαναλαμβάνουμε συνεχώς την αναγκαιότητα της χρήσης των τεκμηρίων. Όσο η ιστοριογραφία δεν στηρίζεται σε αυτά εκτρέπεται και γίνεται μυθιστορία. Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες της εποχής, αντικειμενικές πηγές που να αναφέρουν ως πυρπολητές της Μονής τον ηγούμενο Γαβριήλ και τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Καμιά ακολουθία γεγονότων ούτε λογικές αποδείξεις μέσα στην πορεία των χρόνων δεν μπόρεσαν να αντικαταστήσουν την εγκυρότητα των εσωτερικών πηγών και των εξωγενών πραγματικών τεκμηρίων. Εξάλλου, αποδείχτηκε ότι ήταν απολύτως αδύνατη η εξαφάνιση όχι τόσο των λογικών αποδείξεων όσο κυρίως των πραγματικών πειστηρίων, τεκμηρίων και πηγών. Οι φανταστικές βιογραφίες του Γαβριήλ και του Γιαμπουδάκη ήταν αδύνατο να αντικαταστήσουν τα αυθεντικά τεκμήρια, όπως επίσης ανεπιτυχής υπήρξε η άκρως επιμελημένη προσπάθεια να αναμειχθούν οι ηρωικές πράξεις με την έλλειψη των μαρτυριών.
Στην περίπτωσή μας τα οποιαδήποτε σφάλματα, οι οποιεσδήποτε παραλείψεις, οι παραχαράξεις και οι διαστρεβλώσεις έχουν άμεσες και σοβαρές συνέπειες. Έχει και η Ιστορία το δικό της τρόπο να απαντά, να «εκδικείται», να αποκαθιστά την «καταδίκη» και να αναδεικνύει την αλήθεια, έστω κι αν έχουν περάσει 150 χρόνια από την ανατίναξη της Μονής. Όσα αναφέρθηκαν, ως σκοπιμότητες, παραλείψεις και άλλα ηχηρά παρόμοια, συγκροτούν ένα μέγιστο σφάλμα ιστορικών διαστάσεων, το οποίο μπορεί και πρέπει, χωρίς άλλες καθυστερήσεις, να αποκατασταθεί. Ο Εμμανουήλ Σκουλάς δημοδιδάσκαλος, γαριβαλδινός, όπως ο ίδιος υπέγραφε στα χειρόγραφα και στα βιβλία του, είναι ζωντανός στις μαρτυρίες των συγχρόνων του, στα προσφιλή του αντικείμενα, στα όπλα του και κινείται ανάμεσά μας διαχρονικός και επίκαιρος για να τονίζει την αναγκαιότητα της συνάρθρωσης, της Παιδείας με την Επανάσταση και την Αντίσταση.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στην ιστορική ομιλία του για το Αρκάδι (8 Νοεμβρίου 2016) αναφέρθηκε και στο Γαριβαλδινό Επαναστάτη Εμμανουήλ Σκουλά από τα Ανώγεια που πυρπόλησε τη Μονή Αρκαδίου. Ήταν η πρώτη φορά που επισήμως και μάλιστα σ’ αυτή την κορυφαία επετειακή εκδήλωση δικαιωνόταν ο πυρπολητής του Αρκαδίου και αναδεικνυόταν η ιστορική αλήθεια στο συγκεκριμένο χρόνο και χώρο. Οι αντιδράσεις των Ρεθύμνιων ήταν άμεσες, ακριβώς αυτές που είχε περιγράψει ο Ν.Β. Τωμαδάκης στις οποίες αναφερθήκαμε. Σε κάθε περίπτωση η ιστορική αλήθεια δεν τίθεται ούτε διαζευκτικά ούτε αθροιστικά. Οι μαρτυρίες, τα τεκμήρια, οι πηγές και οτιδήποτε άλλο σχετικό έρχεται στα χέρια μας και με βάση «όλα τα διαθέσιμα στην επιστήμη εργαλεία» αποδεικνύουν ότι «η ιστορική αλήθεια είναι μία».