Η κουβέρτα «πρόδωσε» τους άσπλαχνους γονείς…

on .

Προς το τέλος Ιουλίου του έτους 1962, νομίζω, είχα πάρει ολιγοήμερη άδεια από την υπηρεσία μου στο Δημοτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Επειδή σ' αυτό το χρονικό διάστημα ήταν η γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα, γι' αυτό το πρωί της μέρας αυτής αποφασίσαμε με τους δικούς μου να πάμε στο Νησί των Ιωαννίνων, όπου γιόρταζε η φερόμενη εκκλησία του και γίνονταν μεγάλο πανηγύρι. Με τα πόδια από το σπίτι μας, που ήταν στη γειτονιά του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, πήγαμε στο Μώλο και μπήκαμε σε μια βενζινάκατο της εποχής εκείνης. Είχε καθίσματα στα εσωτερικά της πλάγια, τα οποία ήταν συνεχή και σκεπασμένα με μαλακούς τσελτέδες, όπως ήταν παλιότερα στα μεγάλα επιβατικά καΐκια, που η κίνησή τους γίνονταν με κουπιά και με τετράγωνο πανί, που στηρίζονταν στο κατάρτι. Λόγω του καλοκαιριού και για την προστασία των επιβατών από τον ήλιο είχαν βάλει τέντα, που σκέπαζε ολόκληρη σχεδόν τη βενζινάκατο.
Αφού καθίσαμε στη δεξιά πλευρά της βενζινακάτου κι ανταλλάξαμε διάφορες κουβέντες μεταξύ μας τα μάτια μου έπεσαν στους απέναντι από μας επιβάτες και ιδιαίτερα σε ένα νεαρό σχετικά ζευγάρι, του οποίου η γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα ξανθομάλικο μωρό τυλιγμένο με μια καραμελωτή καλοκαιρινή κουβέρτα, χρώματος ανοιχτού πορτοκαλί.
Παρακολούθησα το ζευγάρι κι ιδιαίτερα το μωρό, σε όλο μας το ταξίδι από τα Γιάννινα προς το Νησί, καθώς ήταν ακριβώς απέναντι μου, επειδή μόλις έκλαιγε, η γυναίκα του έδινε γάλα από ένα μισογεμάτο μπουκάλι - μπιμπερό και επειδή του έδιωχνε τις μύγες από το προσωπάκι του με ένα κλαράκι με φύλλα ακακίας, που κρατούσε συνέχεια στο αριστερό της χέρι.
Αυτό το τελευταίο μου είχε κάνει μεγάλη και δυσάρεστη εντύπωση. Προτού δε φτάσουμε στο Νησί άκουσα να λέει η γυναίκα στον άντρα: «Αν δεν μας το κρατήσουν τότε τι θα κάνουμε»; Κι εκείνος καθησυχαστικά της απάντησε: «Θα δούμε, πιστεύω να το πάρουν».
Στο Νησί πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και παρακολουθήσαμε τη θεία λειτουργία, μετά το τέλος της καθίσαμε, μαζί με άλλους πανηγυριώτες, κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που είναι στην αυλή της εκκλησιάς κι ύστερα πήγαμε επισκέψεις σε ολοκάθαρα νησιώτικα σπίτια συγγενών και φίλων. Αργά το μεσημέρι γυρίσαμε στα Γιάννινα.
Την άλλη μέρα το πρωί με ειδοποίησαν από το Νοσοκομείο να πάω στα γραφεία, γιατί ανέκυψε ένα πρόβλημα και ήταν απαραίτητη η παρουσία μου για την επίλυσή του. Αφού ανέβηκα από τη γειτονιά του Άη-Γιώργη στον Κουραμπά και διευθετήσαμε το πρόβλημα, που είχε ανακύψει μαζί με τους άλλους διοικητικούς υπαλλήλους του Ιδρύματος, πήγα στο ραφείο και σιδερωτήριο, που ήταν στο ίδιο κτίριο με τα γραφεία της διοικητικής υπηρεσίας, για να πω καλημέρα στους εκεί υπαλλήλους.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια από τις πλύντριες του Νοσοκομείου με ένα μπουχτσά με ρούχα καθαρά για σιδέρωμα κι αφού με χαιρέτησε είπε στη σιδερώτρια: «Με τα ρούχα της Μαιευτικής κλινικής έχω και τα ρούχα, που φόραγε το μαξούμ' (μωρό, βρέφος), που βρήκαν ψες στην Κυρά-Φροσύν'». Τότε ρώτησα τι ακριβώς συνέβη και μου είπαν ότι το περασμένο βράδυ αργά περαστικοί από την Κυρά-Φροσύνη, στο Μώλο, άκουσαν κλάματα μωρού κάτω από το Κάστρο και κοντά στην προτομή του Πάλλη και πλησιάζοντας βρήκαν ένα παιδί, ένα με δύο μηνών, το οποίο πήραν και το πήγαν στην αστυνομία, η οποία το έφερε στο Νοσοκομείο μας και η οποία ψάχνει να βρει την άσπλαχνη μάνα, που το εγκατέλειψε.
Ενώ σχολιάζαμε το γεγονός η σιδερώτρια έβγαλε από το μπουχτσά τα ρούχα του μωρού για σιδέρωμα κι εγώ κοιτάζοντάς τα γνώρισα αμέσως την καραμελωτή καλοκαιρινή κουβέρτα.
Τους είπα ότι είναι το παιδί που είδα χθες το πρωί στη βενζινάκατο πηγαίνοντας στο Νησί να το έχει το νεαρό ζευγάρι και φαίνεται ότι, το πήγαιναν στη Νηπιοκομική Σχολή, η οποία δεν το κράτησε κι έτσι το άφησαν στην Κυρά-Φροσύνη.
Ύστερα από το γραφείο της Διεύθυνσης του Ιδρύματος τηλεφώνησα στο Τμήμα Ασφαλείας και σε λίγο ήρθε ένας αξιωματικός της, στον οποίο είπα τα καθέκαστα. Του έκανα πλήρη περιγραφή των χαρακτηριστικών και της ενδυμασίας του ζευγαριού με την παρατήρηση ότι πρέπει να είναι από άλλη περιοχή, γιατί στις συζητήσεις τους αναρωτιόνταν αν θα προλάβουν να φύγουν την ίδια μέρα για το χωριό τους.
Η περιγραφή μου, απ’ ότι μου είπαν από την Ασφάλεια, είχε θετικό αποτέλεσμα, γιατί το ζευγάρι συνελήφθη σε λίγο στο πρακτορείο αυτοκινήτων έτοιμο να φύγει για την Άρτα, από χωριό της οποίας κατάγονταν. Ήταν ξαδέρφια και το μωρό ήταν εξώγαμο, η μάνα του δεν μπορούσε να το κρατήσει κι όταν η Σχολή στο Νησί αρνήθηκε να το παραλάβει αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν στον παραπάνω παραλίμνιο χώρο.
Τι απέγινε το νεαρό σχετικά ζευγάρι από δικαστικής άποψης για την εγκατάλειψη του βρέφους δεν έμαθα, εκείνο που ξέρω είναι ότι, μετά από λίγες μέρες στο Νοσοκομείο μας, «πήρε» κι αυτό το δρόμο για τη Νηπιοκομική Σχολή στο Νησί, όπως κι άλλα εξώγαμα παιδιά.